Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ο πολιτικός λόγος τείνει προς το δικανικό, με την έννοια ότι επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον στις ελλείψεις και στα λάθη των αντιπάλων, ενώ αντίστροφα αποκρύπτουμε τις ελλείψεις και τα λάθη των «δικών» μας.
Κάθε προεκλογική περίοδος, ακόμα κι αυτή η στείρα και ανούσια που διανύουμε, έχει να μας πει πολλά και ενδιαφέροντα αν την προσεγγίσουμε σωστά. Οχι επειδή συμβαίνουν γεγονότα σημαδιακά ή πρωτοφανή, αλλά γιατί μπορεί να μας δώσει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της σχέσης ανάμεσα στους πολιτικούς και το λαό.
Η είδηση έρχεται από το εξωτερικό, αλλά αφορά όλους, κι εμάς στην Ελλάδα: μια βρετανική εφημερίδα αποκάλυψε ότι τρεις αλυσίδες πολυκαταστημάτων προμηθεύονται τα φτηνά ρούχα, με τα οποία έχουν πλημμυρίσει την αγορά, από βιοτεχνίες του Τρίτου Κόσμου όπου οι συνθήκες εργασίας είναι ανάλογες, για να μην πω χειρότερες, με εκείνες που περιέγραψε ο Ενγκελς στα μέσα του 19ου αιώνα.
Ακόμα θυμάμαι πολύ καθαρά τη στιγμή που πρωτάκουσα τα ονόματα Μπλερ και Μπράουν. Ηταν ένα πρωί πριν από πολλά χρόνια. Ετοιμαζόμουν να πάω στη δουλειά και, όπως το συνήθιζα, άνοιξα το ραδιόφωνο να ακούσω τις ειδήσεις.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας άνθρωπος καθ’ όλα κανονικός. Ωσπου ξύπνησε ένα πρωί και διαπίστωσε ότι είχε χάσει το φως του. Οπως ήταν φυσικό, στενοχωρήθηκε πολύ και παρακαλούσε το Θεό να τον γιατρέψει, ενώ θυμόταν συνεχώς τον παλιό καλό καιρό, τότε που μπορούσε να βλέπει.
Η καλώς εννοούμενη κριτική, δηλαδή η κριτική που δεν αρκείται στην κατεδάφιση και τη στείρα άρνηση, προϋποθέτει μια κατάφαση. Και η κατάφαση αυτή είναι το μοντέλο το οποίο προτείνει και εφαρμόζει.
Οταν μια άποψη καθιερωθεί κι αρχίσει να κυκλοφορεί ως αυτονόητα ορθή, οφείλουμε να την αντιμετωπίσουμε με επιφυλακτικότητα. Οχι επειδή είναι υποχρεωτικά λανθασμένη -απεναντίας, μπορεί να κρύβει κάποιες αλήθειες.
Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά η πιο σοβαρή κριτική στο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού προέρχεται από εκείνους που σε τελική ανάλυση το υπερασπίστηκαν. Οχι πως δεν θα μπορούσε κάποιος αντίπαλος να κάνει το ίδιο·
Μια από τις πολλές πτυχές της συζήτησης που φούντωσε με αφορμή το βιβλίο της Ιστορίας, είναι και οι αντιδράσεις. Αν τις μετρήσουμε ποσοτικά, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι οι αντίπαλοί του υπερισχύουν συντριπτικά. Αν όμως τις αναλύσουμε ποιοτικά, διαπιστώνουμε ότι οι περισσότεροι επαΐοντες το υπερασπίστηκαν. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό το χάσμα μεταξύ της ελίτ και των υπολοίπων;
Μετά την ανακάλυψη από τα ΜΜΕ ότι όντως υπάρχει πρόβλημα με το περιβάλλον, κάτι άλλαξε: οι ηγέτες μας, πάντα ευαίσθητοι σε ό,τι αφορά τις ανησυχίες των ψηφοφόρων, αποφάσισαν να ανταποκριθούν, ή τουλάχιστον να δώσουν αυτή την εντύπωση.
Θα συνιστούσα σε όποιους παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις συζητήσεις που άναψε το επίμαχο βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού να επισκεφθούν την έκθεση με τις αναπαραστάσεις των αγαλμάτων της κλασικής εποχής από τη Γλυπτοθήκη του Μονάχου στο Αρχαιολογικό Μουσείο.
Οι αντιπαλότητες και οι συγκρούσεις έχουν την τάση να πολώνουν τη σκέψη μας επειδή απαλείφουν τις αποχρώσεις για να κατασκευάσουν ένα «εμείς» που έχουμε πάντα δίκιο κι ένα «αυτοί» που έχουν πάντα άδικο. Κάτω από ορισμένες συνθήκες αυτό είναι αναπόφευκτο: όταν στηθεί το οδόφραγμα, η μόνη επιλογή είναι σε ποια μεριά του θα βρεθούμε.