Οπως όλοι ξέρουμε, άλλο να κερδίσεις μια μάχη και άλλο τον πόλεμο. Στην πρώτη περίπτωση η έκβαση είναι άμεση και προφανής. Στη δεύτερη υπεισέρχονται παράγοντες που δύσκολα μπορούμε να σταθμίσουμε το ειδικό τους βάρος, το πώς διαπλέκονται, πώς λειτουργούν.
Στη Μέση Ανατολή τίποτα δεν είναι απλό, τίποτα δεν είναι ό,τι φαίνεται. Γι’ αυτό πρέπει να διαβάσουμε την ανάφλεξη στη Γάζα και μετά στο Λίβανο σαν κίνηση σε μια τεράστια σκακιέρα, διεθνή και όχι μόνο τοπική, όπου ελίσσονται και συγκρούονται ετερόκλητα συμφέροντα, στρατηγικές και ιδεολογίες.
Η σύγκρουση ανάμεσα στην υπουργό Παιδείας και τα πανεπιστήμια είχε και νικητή και ηττημένο. Με τη διευκρίνιση ότι μιλάμε για μια μάχη και όχι για τον πόλεμο, δεν ηττήθηκε απλώς η κυβέρνηση αλλά μια γενικότερη αντίληψη η οποία τείνει να καθιερωθεί ως αυτονόητη: ο δημόσιος τομέας δεν τραβάει και η μόνη λύση είναι η σωτήρια παρέμβαση του ιδιωτικού, ο οποίος λειτουργεί εξ ορισμού εξυγιαντικά.
Η απόφαση της κυβέρνησης να αναβάλει την ψήφιση του νέου νομικού πλαισίου για την ανώτατη παιδεία σημαίνει ότι τις λεπτομέρειες της περιβόητης μεταρρύθμισης δεν τις μάθαμε ακόμα.
Η προσφυγή στο διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν είναι απλή υπόθεση. Σημαίνει διαπραγματεύσεις, παζάρια, τεχνικές λεπτομέρειες, συνυποσχετικά και άλλα πολλά, τα οποία δεν γίνονται ούτε εύκολα ούτε γρήγορα. Οι συζητήσεις όμως που ξεσήκωσε η ιδέα ανέδειξαν αμέσως το κεντρικό δίλημμα: να τα βρούμε ή να μην τα βρούμε με τους Τούρκους;
Η πολύχρωμη έκρηξη του Κοινωνικού Φόρουμ στην Αθήνα, με την αισιοδοξία, την αίσθηση υπέρβασης και την έμφαση στο μέλλον που κυριάρχησαν στις εκδηλώσεις του, με έκαναν να θυμηθώ ένα άρθρο του Ν. Μουζέλη στο «Βήμα της Κυριακής» (9.4) με τίτλο «Το τέλος της ουτοπίας».
Ισως η πρώτη αντίδραση στον τίτλο που διαλέξαμε είναι ότι πρόκειται για ρητορικό ερώτημα, εφόσον ο λαός και ξέρει τι σημαίνει Δεξιά και δεν το ξεχνά. Αυτό τουλάχιστον διαλαλεί το γνωστό σύνθημα, το οποίο επανειλημμένα χρησιμοποιήθηκε από το ΠΑΣΟΚ.
«Και κατέβα, κατέβα, κατέβα, να πού έφτασα!» λέει κάποιος που χοροπηδάει από σκαλί σε σκαλί στην τηλεοπτική διαφήμιση για τα κλιμακούμενα επιτόκια των οικιστικών δανείων. Κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα και στη διεθνή πολιτική σκηνή. Κατεβαίνουμε ακάθεκτοι, επειδή το αναμενόμενο έχει αρχίσει να διολισθαίνει προς το μοιραίο, και συνεπώς το αποδεκτό.
Λέγαμε την προπερασμένη Τετάρτη ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στο βιβλίο του «Οι αξίες και η αξία της Αριστεράς» υποστηρίζει με πολλά και πολύ ενδιαφέροντα επιχειρήματα τη θέση ότι οι εκσυγχρονιστές αναπαράγουν το ισχύον σύστημα, το οποίο οφείλουμε να απορρίψουμε στο όνομα κάποιων αξιών που ταυτίζονται με την Αριστερά.
Δεν νομίζω ότι θα διαφωνούσαν πολλοί με τη διαπίστωση ότι οι συζητήσεις μέσα στην Αριστερά για το τι σημαίνει Αριστερά είναι πιο έντονες και αδελφοκτόνες από ανάλογες αντιπαραθέσεις σε άλλους πολιτικούς χώρους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον Συνασπισμό. (Οσο πιο μικρό το καζάνι τόσο πιο άσχημα βράζει.)
Την προπερασμένη Κυριακή ένα άρθρο του Α. Λιάκου στο «Βήμα», με τίτλο «Ο ακρωτηριασμός της Ιστορίας» και θέμα το περιβόητο ψήφισμα περί κομμουνισμού, με έκανε να προβληματιστώ. Είναι κάτι που συμβαίνει σε όλους μας φαντάζομαι, όποτε αντιμετωπίζουμε μια σκέψη γόνιμη, άσχετα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε.
Το 1992, σε κεντρικό δρόμο του Λονδίνου κοντά στην πλατεία Τραφάλγκαρ, έγιναν τα αποκαλυπτήρια ενός ανδριάντα. Το τιμώμενο πρόσωπο ανήκε στη γενιά των ηρώων του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου -ήταν ο στρατάρχης της αεροπορίας σερ Αρθουρ Χάρις, ο οποίος από το 1942 μέχρι το 1945 διετέλεσε αρχηγός της πτέρυγας των βομβαρδιστικών.