Τρεις γενικές απεργίες μέσα σε λίγους μήνες σίγουρα είναι ρεκόρ για την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, ίσως και για την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.
Κι όμως, το αποτέλεσμα δεν είναι αντίστοιχο των προσδοκιών. Ούτε η κυβέρνηση έπεσε ούτε πήρε πίσω το σκληρό πακέτο της λιτότητας. Αντιθέτως, η εργασία χάνει διαρκώς θέσεις προς όφελος του κεφαλαίου.
Τελικώς τα θαύματα στην πολιτική ζωή του τόπου δεν κρατούν πολύ. Ούτε τόσο, όσο τα θέλει η χριστιανική αφήγηση.
Πριν από μερικούς μήνες από τούτη εδώ τη στήλη σημειώναμε ότι η κυβέρνηση έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα και πρέπει να το αξιοποιήσει. Αναφερόμασταν στη διάθεση της επίσημης Νέας Δημοκρατίας και του αρχηγού της Αντώνη Σαμαρά να στηρίξουν ορισμένες πολιτικές.
Η «πληθυντική αριστερά» όπως λεγόταν επί Λ. Ζοσπέν, ή η «αλληλέγγυα αριστερά», όπως ονομάζεται σήμερα, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες στην Ιταλία των προοδευτικών οργανώσεων για κοινή στάση απέναντι στο λερό φαινόμενο του μπερλουσκονισμού, αναπτέρωσαν τις ελπίδες του κόσμου της εργασίας, ο οποίος υφίσταται τις συνέπειες από την ολομέτωπη επίθεση του νεοφιλελευθερισμού.
To 1989 με τον ενιαίο Συνασπισμό, ήταν η δεύτερη μεγάλη ευκαιρία της ιστορικής Αριστεράς να ξεφύγει από τη σκιά του εταίρου της [άλλοτε συναγωνιστή και άλλοτε σκληρού ανταγωνιστή της] και να γίνει ο κεντρικός πυλώνας της λεγόμενης προοδευτικής παράταξης, περιορίζοντας την μέχρι τότε ηγεμονεύουσα Κεντροαριστερά σε ρόλο δευτεραγωνιστή
Εχει δίκιο ο πρωθυπουργός όταν λέει ότι η Ελλάδα χρησιμοποιείται σαν πειραματόζωο από τις διεθνείς αγορές και την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία.
Το τεστ γίνεται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο έχει να κάνει με την οικονομία και οι «εξεταστές» θέλουν να δουν πώς συμπεριφέρεται μια προβληματική οικονομία σε συνθήκες κρίσης, με σκληρές πολιτικές λιτότητας, μείωση εισοδημάτων και δημόσιων δαπανών και χαμηλή ρευστότητα.
Η πρόταση του ΛΑΟΣ να γίνει δημοψήφισμα για την κύρωση του νομοσχεδίου για τους μετανάστες έχει μεγάλη απήχηση στην ελληνική κοινωνία.
Οπως προκύπτει από τη δημοσκόπηση της GPO για λογαριασμό του «Mega», περίπου το 60% των πολιτών τάσσεται υπέρ. Προκαλεί πάντως εντύπωση ότι η τάση είναι πλειοψηφική σε όλα τα κομματικά ακροατήρια.
Από πολλές πλευρές εκφράζεται η άποψη ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει υποκατασταθεί από μηχανισμούς εξουσίας χωρίς καμία νομιμοποίηση, στεγανοποιημένους και αδιαφανείς, που εκμεταλλεύονται την απίσχνανση των μεγάλων αφηγήσεων για να σταθεροποιήσουν και να διευρύνουν την επιρροή τους.
Η συζήτηση για την οικονομία περιορίζεται στο κλασικό δίλημμα: «ήπια προσαρμογή» ή σκληρά μέτρα. Οσοι εισηγούνται την πρώτη εκδοχή οχυρώνονται πίσω από το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν το βάρος της κρίσης να το σηκώσουν οι χαμηλές και οι μεσαίες εισοδηματικά τάξεις, γιατί αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε με θρησκευτική ευλάβεια στο παρελθόν και απέτυχε, διευρύνοντας ταυτοχρόνως τις κοινωνικές ανισότητες.
Η ιδεολογική μονομέρεια και η σιδερένια πειθαρχία δεν ήταν ποτέ τα «ατού» της ανανεωτικής ριζοσπαστικής αριστεράς.
Στο εσωτερικό της συνυπήρχαν, άλλοτε αρμονικά και άλλοτε μαχητικά, ρεύματα και τάσεις που, παρά τις αντιπαραθέσεις, κατάφερναν να υπηρετούν μια γενική πολιτική κατεύθυνση και να συμφωνούν σε μια συντεταγμένη πορεία.
Οι μικρόνοες του υπουργείου Πολιτισμού έσπευσαν να λογοκρίνουν το φιλμάκι του διάσημου σκηνοθέτη Κ. Γαβρά για να ικανοποιήσουν τους ιεράρχες που διαμαρτύρονταν για προσβολή της θρησκείας.
Πέτυχαν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα απ’ αυτά που επεδίωκαν:
Μόνον το ΠΑΣΟΚ και ο ΛΑΟΣ θέλουν πρόωρες εκλογές.
Το ΠΑΣΟΚ γιατί, όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις, θα τις κερδίσει και ο ΛΑΟΣ για να λεηλατήσει ακόπως τη Νέα Δημοκρατία, να αναβαθμιστεί στην περιοχή της παράταξης και να ’ρθει πιο κοντά στον στόχο του, που δεν είναι άλλος από τη συμμετοχή του στις διεργασίες που θα ακολουθήσουν μετά την αποχώρηση του Κ. Καραμανλή από τη μαχόμενη πολιτική.
Το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού, που πριν από λίγα χρόνια εντοπιζόταν κυρίως στο ΚΚΕ, στις ακροδεξιές και τις νεορθόδοξες σέχτες, σήμερα τείνει να γίνει πλειοψηφική κατάσταση σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις. Μόνον οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας εξακολουθούν ν’ αντιστέκονται, όχι πάντως με τη θέρμη που το έκαναν στο παρελθόν.