Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Οι σχέσεις των γενεών στην εκπαίδευση

Στέργιος, Καλπάκης

2017-05-03


Καταρχήν, με την όρο εκπαιδευτική διαγενεακή κινητικότητα αναφερόμαστε στην κινητικότητα ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων και τα αντίστοιχα εκπαιδευτικά αποτελέσματα των παιδιών τους. Δεδομένου ότι το επίπεδο εκπαίδευσης του κάθε ατόμου σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με το επάγγελμά του, και επομένως με το εισόδημά του, η εκπαιδευτική διαγενεακή κινητικότητα είναι ένας από τους σημαντικότερους δείκτες αναφορικά με τα επιτεύγματα μιας κοινωνίας στον τομέα της κοινωνικής κινητικότητας.

Η μεταβίβαση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων από τη μία γενιά στην άλλη


Έχει βρεθεί ότι η εκπαίδευση των γονέων ασκεί σημαντική επίδραση στα εκπαιδευτικά αποτελέσματα των παιδιών τους, αφού η εκπαίδευση συμβάλλει στη βελτίωση του ρόλου των ατόμων ως γονέων και

μέσω αυτής θα μπορούσαν να επηρεαστούν θετικά τα μελλοντικά αποτελέσματα των παιδιών στους τομείς της εκπαίδευσης και της εργασίας. Για παράδειγμα, ένα υποστηρικτικό περιβάλλον στο σπίτι, που είναι πιο πιθανό να υπάρχει όταν οι γονείς έχουν υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, επιδρά θετικά στο να αποκτήσουν και τα παιδιά υψηλού επιπέδου εκπαίδευση. Επίσης, οι γονείς με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, και συχνά υψηλά εισοδήματα, μπορούν να χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι την εκπαίδευση των παιδιών τους.

Όσον αφορά την Ελλάδα, σε μία χώρα που το 2014 οι οικογένειες δαπάνησαν το υπέρογκο ποσό των 3,7 δις ευρώ για την εκπαίδευση των παιδιών τους, είναι προφανές ότι το οικογενειακό εισόδημα αποτελεί μια σημαντική πηγή για την άνιση πρόσβαση στην εκπαίδευση. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι κατά μέσο όρο η επένδυση σε συμπληρωματικά φροντιστηριακά μαθήματα είναι μεγαλύτερη στις οικογένειες με υψηλά εισοδήματα. Μάλιστα, η μεταφορά σημαντικού κεφαλαίου της εκπαιδευτικής διαδικασίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, από τις σχολικές αίθουσες, στις αίθουσες των φροντιστηρίων, με αυτούς που αδυνατούν να ανταποκριθούν οικονομικά να έχουν αυξηθεί δραματικά λόγω της οικονομικής κρίσης, αποτελεί και μία από τις βασικές αιτίες για τις χαμηλές επιδώσεις των Ελλήνων μαθητών στη διεθνή αξιολόγηση μαθητών.

Οι περισσότερες έρευνες πάνω στο αντικείμενο, την τελευταία δεκαετία και πριν την κρίση, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως τα παιδιά που προέρχονται από γονείς με καλύτερο επίπεδο εκπαίδευσης και καλύτερο επαγγελματικό υπόβαθρο είναι πιο πιθανό να επιτύχουν στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο και να λάβουν υψηλού επιπέδου εκπαίδευση απ’ ότι οι μαθητές που προέρχονται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, υπονοώντας με αυτό τον τρόπο ότι στην Ελλάδα υπάρχει άνιση πρόσβαση στις ίσες ευκαιρίες.

Από το παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι υπάρχει μεγάλη συνάφεια ανάμεσα στην εκπαίδευση και στην κοινωνική κινητικότητα. Δηλαδή, όσο μεγαλύτερη είναι η πρόσβαση στην εκπαίδευση τόσο μικρότερη αναμένεται να είναι η εισοδηματική ανισότητα σε μια κοινωνία. Μάλιστα, η χαμηλή κινητικότητα στο εισόδημα και την εκπαίδευση σχετίζεται θετικά με χαμηλά επίπεδα εκπαιδευτικών δαπανών, ενώ η βελτίωση του εκπαιδευτικού αποτελέσματος μεταξύ των γενεών είναι μεγαλύτερη σε χώρες με αυξημένες δημόσιες δαπάνες στην εκπαίδευση.

Δημόσιες πολιτικές για την εκπαίδευση

Επομένως, στο υπόβαθρο της διερεύνησης της σχέσης των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων των γονέων και των αντίστοιχων αποτελεσμάτων των παιδιών, πρέπει να τονιστεί ο ρόλος της δημόσιας πολιτικής για την εκπαίδευση, όσον αφορά τις δαπάνες, το εκπαιδευτικό προσωπικό, τις διδακτικές μεθόδους, το περιεχόμενο και τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά. Αυτό είναι και το σημείο όπου εντοπίζονται φαινόμενα διαγενεακών ανισοτήτων και συγκρούσεων.

«Πρώτοι στις συντάξεις, τελευταίοι στην παιδεία»

Προκειμένου να εκφράσω τη διαμαρτυρία μου για την παροχή του χριστουγεννιάτικου επιδόματος στους συνταξιούχους, έγραψα τότε ένα άρθρο με τον τίτλο «Πρώτοι στις συντάξεις, τελευταίοι στην παιδεία». Αν και αυτό το σχήμα μοιάζει απλοϊκό, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, όταν το 2014, τη στιγμή που η Ελλάδα καταγράφηκε μεταξύ των τελευταίων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με τις δημόσιες δαπάνες στην εκπαίδευση, η συνταξιοδοτική δαπάνη υπερέβη κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με την κρατική χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ελλειμμάτων να υπερβαίνει το 130 % των εσόδων των ταμείων από εισφορές. Αντίστοιχα, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το σχήμα «Πρώτοι στους εξοπλισμούς, τελευταίοι στην παιδεία».

Βέβαια, όσοι θέλουν να αποφύγουν τη συζήτηση για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, συνηθίζουν να ρίχνουν όλο το βάρος της επιχειρηματολογίας τους στο ζήτημα της υποχρηματοδότησης. Προσωπικά δεν υιοθετώ αυτή τη στάση. Όμως, επιτέλους, 7 χρόνια μετά την κατάρρευση του προ μνημονίων μοντέλου, οφείλουμε να αναθεωρήσουμε ως κοινωνία τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τους κάθε φορά υπάρχοντες πόρους, στην κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης, μέσω επενδύσεων στη γνώση και στην έξυπνη εξειδίκευση, και ταυτόχρονα, με στόχο τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, μέσω ενός κράτος που θα παρέχει ποιοτικές και δωρεάν υπηρεσίες αντί επιδομάτων πελατειακού χαρακτήρα.

Προσλήψεις εκπαιδευτικών: η νέα γενιά στο περιθώριο;

Δεύτερον, όσον αφορά το εκπαιδευτικό προσωπικό, οι μεταρρυθμίσεις που στο παρελθόν εισήγαγαν ένα αξιοκρατικό σύστημα προσλήψεων, μέσω του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ, στηρίζονταν στην παραδοχή ότι, όταν οι προσφερόμενες θέσεις είναι λιγότερες από τη ζήτηση τότε ένα σύστημα επετηρίδας χάνει το νόημά του, αφού κανείς δε θα ενδιαφερόταν να συμμετάσχει για δεκαετίες σε μια λίστα αναμονής. Βέβαια, υπό την πίεση των συνδικάτων κάθε τόσο υπήρχαν ρυθμίσεις που διατηρούσαν σε ένα βαθμό το καθεστώς της επετηρίδας.

Σήμερα θα συμφωνήσουμε με όσους λένε ότι πρέπει να σπάσει ο κύκλος της αδιοριστίας στην εκπαίδευση. Όμως θα διαφωνήσουμε με όποιον προσπαθήσει να λύσει το ζήτημα χωρίς διαγωνιστική διαδικασία, αλλά με βάση την προϋπηρεσία των αναπληρωτών, επαναφέροντας ουσιαστικά την επετηρίδα από το παράθυρο, γιατί οι στοχεύσεις αυτές στερούν από χιλιάδες νέους απόφοιτους το δικαίωμα να διεκδικήσουν με αξιώσεις μια θέση εργασίας πάνω στο αντικείμενο σπουδών τους. Οι διορισμοί και οι προσλήψεις πρέπει να γίνονται από ενιαίους πίνακες που συντάσσονται με βάση αντικειμενικά κριτήρια (βαθμολογία από διαγωνισμό ΑΣΕΠ, διδακτική προϋπηρεσία, ακαδημαϊκούς τίτλους και κοινωνικά κριτήρια), όπου η προϋπηρεσία δεν πρέπει να ακυρώνει τα υπόλοιπα κριτήρια.

Ο στοχαζόμενος εκπαιδευτικός

Αλλά δεν πρόκειται μόνο για ένα ζήτημα αξιοκρατίας και ισότητας ευκαιριών μεταξύ νεότερων και παλαιότερων εκπαιδευτικών. Πρόκειται για ένα ζήτημα που αφορά πρωτίστως τους ίδιους τους μαθητές του 21ου αιώνα και τις σύγχρονες ανάγκες τους.

Η θέση της γνώσης στη σύγχρονη εποχή μεταβάλλεται, παύει να είναι αποκλειστικά ένα εργαλείο των αρχών και δοκιμάζει την ανοχή της κοινωνίας στο διαφορετικό και στο ανεξάντλητο. Ταυτόχρονα, η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας και η εμπλοκή της σε όλες της πτυχές της καθημερινής ζωής των σύγχρονων ανθρώπων, πέρα από το γεγονός ότι συμβάλει στη διαμόρφωση νέων ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων, θέτει ζητήματα πρόσβασης στην πληροφορία αλλά και ζητήματα διαχείρισης του τεράστιου όγκου πληροφοριών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα καινούργιο πεδίο ανισοτήτων και αποκλεισμών. Όσο η σχέση ανάμεσα στις πληροφορίες και στη γνώση αλλάζει, είναι αναγκαία η προσαρμογή της εκπαιδευτικής διαδικασίας στα νέα δεδομένα με το σχεδιασμό σύγχρονων εκπαιδευτικών μοντέλων, ώστε να προετοιμάζονται οι μαθητές προκειμένου να σταθούν κριτικά μέσα στον νέο κόσμο που απλώνεται μπροστά τους, τα οποία μοντέλα καλείται να υλοποιήσει ένας σύγχρονος, στοχαζόμενος εκπαιδευτικός.

Ο εκσυγχρονισμός του διδακτικού αντικειμένου

Σε αντίθεση με τις σύγχρονες ανάγκες της νέας γενιάς βρίσκεται επίσης η διαχρονική απροθυμία του πολιτικού συστήματος να δεχτεί τον εκσυγχρονισμό του περιεχόμενου των ανθρωπιστικών σπουδών στην εκπαίδευση, και συγκεκριμένα των μαθημάτων της Ιστορίας και των Θρησκευτικών, ώστε να λάβουν οικουμενικό και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και να συμβάλλουν έτσι στην επίτευξη της κατανόησης και της αλληλεγγύης μεταξύ των νέων της σύγχρονης και πολυπολιτισμικής κοινωνίας.

Μάλιστα, εν όψει του νέου διαλόγου που ξεκινάει αναφορικά με τον εκσυγχρονισμό του μαθήματος της Ιστορίας, δεν μπορώ να κρύψω την απαισιοδοξία μου για την έκβασή του, όχι μόνο λόγω των εθνικολαϊκιστών χαρακτηριστικών αυτής της κυβέρνησης, με κορυφαίο παράδειγμα της άτακτη υποχώρησής της στο ζήτημα των Θρησκευτικών, αλλά διότι πρόκειται για ένα ρεύμα που διαπερνά οριζόντια το πολιτικό σύστημα. Όμως εκεί θα κριθούν οι πραγματικοί ευρωπαϊστές.

Νέα οικονομία με σύγχρονη εκπαίδευση

Τέλος, πώς εξηγείται το γεγονός ότι στην Ελλάδα της κρίσης υπάρχουν χιλιάδες νέοι που έχουν λάβει ανωτέρου επιπέδου εκπαίδευση από τους γονείς τους, αλλά είναι άνεργοι ή αμειβόμενοι με λιγότερα χρήματα από το εισόδημα των γονιών τους; Δηλαδή, πώς εξηγείται το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις, ενώ υπήρξε υψηλός βαθμός εκπαιδευτικής διαγενεακής κινητικότητας, δεν ισχύει το ίδιο αναφορικά με την εισοδηματική διαγενεακή κινητικότητα;

Σε μεγάλο βαθμό οι ελληνικές οικογένειες επέλεγαν να επενδύσουν στην εκπαίδευση των παιδιών τους προκειμένου να ακολουθήσουν είτε την είσοδο στο ελληνικό δημόσιο είτε τα επαγγέλματα όπου το κράτος παρείχε μονοπώλιο, ώστε ήταν αρκετός ο τίτλος που οδηγούσε στην άδεια άσκησης επαγγέλματος και στην οικονομία της υπογραφής, είτε το άνοιγμα κάποιας μικρής επιχείρησης, συνήθως εμπορικής, είτε την εργασία στην οικογενειακή επιχείρηση. Όμως σε μία οικονομία που δεν παρήγαγε προϊόντα και ήταν εξαρτημένη από τον υπερδανεισμό του κράτους, ήταν επόμενο ότι αυτή η δομή θα κατέρρεε στην πρώτη κρίση, όπως και συνέβη, οδηγώντας σε αδιέδοξο χιλιάδες απόφοιτους που ο σκοπός των σπουδών τους ήταν αποκλειστικά ο τίτλος. Βέβαια, στο κυνήγι του πτυχίου στηρίχτηκε, και στηρίζεται ακόμη, ένα ολόκληρο οικονομικό σύστημα που σχετίζεται αρχικά με τις δαπάνες για φροντιστηριακά μαθήματα και στη συνέχεια με τις δαπάνες των φοιτητών.

Είναι λοιπόν αναγκαία μια γενναία μετατόπιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας στην παραγωγή καινοτόμων και ποιοτικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτού του είδους οι οικονομικές δραστηριότητες μπορούν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίες, να δώσουν καλούς μισθούς, να πληρώσουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, με λίγα λόγια να σταθούν, σε μια σύγχρονη δυτική χώρα. Όμως η νέα οικονομία προϋποθέτει και νέου τύπο εκπαίδευση. Επιγραμματικά αναφέρω:

Νέος χάρτης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο την ύπαρξη ενός εκπαιδευτικού πόλου ανά περιφέρεια, σύμφωνα με τις παραγωγικές ανάγκες της χώρας,

Αποδέσμευση του λυκείου από την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με νέο σύστημα εισαγωγής,

Αναβάθμιση του απολυτηρίου του Λυκείου σε Εθνικό Απολυτήριο,

Εκσυγχρονισμός της τεχνολογικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης,

Ένταξη των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία, με καινοτόμο και δημιουργικό τρόπο.

Τα περισσότερα από τα ζητήματα που έθιξα βρίσκονται -με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο- στα πολιτικά προγράμματα όλων των κομμάτων που κινούνται στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Βρίσκονται στις θέσεις της ΔΗΜΑΡ, στα 50 σημεία της συνδιάσκεψης της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, στο πόρισμα της Επιτροπής Διαλόγου για τις Προοδευτικές Μεταρρυθμίσεις, είναι μεταρρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ που είτε δεν εφαρμόστηκαν είτε ξηλώθηκαν σταδιακά. Δεν έχουμε παρά να εξαντλήσουμε όλα τα περιθώρια, ώστε να βρουν ενιαία πολιτική έκφραση.

---

-(Ομιλία στην εκδήλωση του Πολιτικού Εργαστηρίου για τη Σύγχρονη Σοσιαλδημοκρατία, με θέμα «Κρίση και διαγενεακές ανισότητες. Προς ένα διαγενεακό συμβόλαιο του 21ου αιώνα», 03 Μαΐου 2017)


Εκτύπωση στις: 2024-03-28
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=10042