Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Κραν Μοντανά: Το Κυπριακό αδιέξοδο

Αλέξης, Ηρακλείδης

Τεύχος 52, Χρόνος, 2017-07-20


Με τη διάσκεψη του Κραν Μοντανά στην Ελβετία, την αποτυχημένη ύστατη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού στο πλαίσιο μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, ανοίγει πλέον για τα καλά η αυλαία για το Plan B, το «βελούδινο διαζύγιο», αλλά έρχεται στο προσκήνιο, όσο ποτέ άλλοτε, και το χειρότερο δυνατό σενάριο για τη Λευκωσία και την Αθήνα, το ανταγωνιστικό διαζύγιο, δηλαδή η οριστική διχοτόμηση, χωρίς καν επιστροφή εδαφών, με τη «Βόρεια Κύπρο» στην ουσία ή στην πράξη τουρκική επαρχία και τα τουρκικά στρατεύματα εσαεί στην άτυχη μεγαλόνησο.

Η ευθύνη για την αποτυχία στο Κραν Μοντανά βαραίνει τις τρεις από τις τέσσερις πλευρές: την Άγκυρα, την Αθήνα και την ελληνοκυπριακή ηγεσία υπό τον Νίκο Αναστασιάδη. Και οι τρεις επέδειξαν αδιάλλακτη στάση και καμία διάθεση για αμοιβαίους συμβιβασμούς. Η ειρωνεία είναι ότι και οι τρεις φαίνονται ικανοποιημένοι (και δικαιωμένοι) από τη στάση τους στο Κραν Μοντανά: η μεν Αθήνα και η Λευκωσία γιατί διατύπωσαν «παλικαρίσια» το πλέον επιθυμητό γι’ αυτούς («το ευκταίον» και ας γνώριζαν ότι ήταν παντελώς ανέφικτο) και με το να θεωρούν ότι κατάφεραν να επιρρίψουν το βάρος της μη υπέρβασης του αδιεξόδου στην τουρκική πλευρά (κάτι πολύ χρήσιμο και για εσωτερική κατανάλωση), η δε Άγκυρα με το να αναδείξει ότι η μαξιμαλιστική στάση Αθήνας - Λευκωσίας δεν ανταποκρίνεται στη λογική της ειρηνικής επίλυσης, η οποία προϋποθέτει διάθεση για αμοιβαίους συμβιβασμούς, και επιπλέον στόχευε στο να κόψει τον ομφάλιο λώρο Τουρκοκυπρίων - Τουρκίας, θέτοντας σε κίνδυνο το μέλλον των Τουρκοκυπρίων.

Ωστόσο καμιά από τις υπάρχουσες εκκρεμότητες δεν ήταν αγεφύρωτη και κανένα από τα εμπόδια δεν αποτελούσε λόγο για να θυσιαστεί η επίλυση όπως συνέβη. Επίσης, το βέβαιο είναι ότι οι ζημιωμένοι από το Κραν Μοντανά είναι οι Ελληνοκύπριοι (διχοτόμηση πλέον με βεβαιότητα, τουρκικά στρατεύματα στην Κύπρο χωρίς ελπίδα αποχώρησης) και οι Τουρκοκύπριοι (η πατρίδα τους τουρκική επαρχία στην ουσία ή και στην πράξη). Η δε Αθήνα, εγκλωβισμένη σε έναν αναχρονιστικό εθνοκεντρισμό, αδυνατεί για μία ακόμη φορά να χαράξει μια νηφάλια εξωτερική πολιτική που θα την εδραίωνε ως παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή (σε λίγο φοβάμαι ότι θα έχουμε και νέο ατόπημά της, με το Μακεδονικό, αν επιλέξει το βέτο στην είσοδο της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ). Τελικά κερδισμένη από το Κραν Μοντανά ήταν μόνο η Τουρκία –ή, για την ακρίβεια, η σχολή των απορριπτικών στην Τουρκία– που είχε τη μεγάλη ικανοποίηση να δει τη Λευκωσία και την Αθήνα να της προσφέρουν τη «Βόρεια Κύπρο» σε ασημένιο δίσκο.

Το προφανές ερώτημα είναι γιατί έλαβε χώρα η στροφή 180 μοιρών τους τελευταίους μήνες από πλευράς ελληνοκυπριακής ηγεσίας, ενώ πριν ο Αναστασιάδης και οι συνεργάτες του ήταν έξαλλοι με τις απανωτές «τρικλοποδιές» του απορριπτικού Νίκου Κοτζιά (γνωστό θιασώτη του εθνικιστή Τάσσου Παπαδόπουλου, ο οποίος επιδίωκε, εξωπραγματικά και άδικα, ελληνοκρατούμενη Κύπρο με τους Τουρκοκύπριους στο περιθώριο); Υπάρχουν εδώ δύο απαντήσεις. Η πρώτη, που είναι μικρής εμβέλειας, είναι ότι η απρόσμενη στροφή Αναστασιάδη οφείλεται 1) σε μικροπολιτικό ελιγμό ενόψει των προεδρικών εκλογών του Φεβρουαρίου του 2018 (αυτόν τον κίνδυνο τον είχε επισημάνει ο Ακιντζί στα τέλη του 2016, αλλά ο Αναστασιάδης δεν τον είχε αποδεχθεί) και 2) στον παράγοντα Ερντογάν, υπό την έννοια ότι οτιδήποτε και αν συμφωνήσουν οι δύο ηγέτες μπορεί, αν θέλει, να το τορπιλίσει, οπότε προς τι οι συνομιλίες, αν στο τέλος είναι καταδικασμένες να αποτύχουν λόγω Τουρκίας.

Νομίζω όμως ότι ήρθε η στιγμή να βάλουμε το νυστέρι λίγο βαθύτερα, στη στάση της ελληνοκυπριακής πλευράς. Συγκεκριμένα ότι η στροφή Αναστασιάδη, που έφτασε στο σημείο να ταυτιστεί με την απορριπτική γραμμή της Αθήνας, οφείλεται στο φόβο του πολιτικού κόστους γιατί, δυστυχώς, μέχρι και σήμερα η λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας δεν είναι αρεστή στους μισούς περίπου Ελληνοκυπρίους και από αρκετούς άλλους γίνεται αποδεκτή με δυσκολία ως ύστατη λύση ανάγκης.

Εδώ βρισκόμαστε στην κορυφή του παγόβουνου, στο ότι εντέλει «η μη λύση είναι λύση» για τους Ελληνοκύπριους, δηλαδή ότι προτιμητέα είναι η διχοτόμηση αλλά δεν έχουν την ειλικρίνεια να το πούνε ευθαρσώς. Ας δούμε γιατί κατά βάθος προτιμούν τη διχοτόμηση.

1. Πέρα από τη στάση των απορριπτικών εθνικιστών Ελληνοκυπρίων (τους οποίους τους υπολογίζω στο 45-50%) υπάρχει και το εξής βασικό πρόβλημα: μετά από μισό αιώνα και πλέον (από τις αρχές του 1964) μονοπώλησης του κυπριακού κράτους («σφετερισμού» κατά τους Τουρκοκύπριους) από τους Ελληνοκύπριους, δεν φαίνεται να υπάρχει μεγάλη διάθεση από την πλευρά της πλειονότητας των Ελληνοκυπρίων για «μοίρασμα της εξουσίας» (power-sharing) με τους Τουρκοκύπριους. Ειδικά το πληθυσμιακό ποσοστό του 80-20% δεν συμβάλλει στην κατανόηση του πόσο εκ των ων ουκ άνευ είναι η αποδοχή της πολιτικής και νομικής ισότητας μεταξύ των δύο κοινοτήτων σε μία επανενωμένη Κύπρο (το εύλογο ελληνοκυπριακό ερώτημα που τίθεται είναι γιατί να είναι ίσα τα τέσσερα πέμπτα του πληθυσμού με το ένα πέμπτο)(1). Οι νεότερες γενιές των Ελληνοκυπρίων είναι αδιάφορες για την επανένωση, μια και δεν έχουν καν την εμπειρία της ένωσης και της από κοινού συμβίωσης, έχει δε παρατηρηθεί ότι δεν σπεύδουν να επισκεφτούν το βορρά. Επίσης υπάρχει και ένα άλλο συναφές ζήτημα που αποτελεί τεράστιο αγκάθι στην επανένωση: η υποτίμηση των Τουρκοκυπρίων από τους περισσότερους Ελληνοκύπριους. Η «ισότητα εκτίμησης» (parity of esteem) μεταξύ των δύο κοινοτήτων, όπως αναγράφεται εύστοχα στο κείμενο της επίλυσης του Βορειοϊρλανδικού, ισχύει μόνο για μία μερίδα των Ελληνοκυπρίων (τους υπολογίζω, στην καλύτερη περίπτωση, στο 30-40%). Από την άλλη οι Τουρκοκύπριοι, που ούτε κουφοί είναι, ούτε τυφλοί, εισπράττουν αυτή τη στάση περιφρόνησης των Ελληνοκυπρίων, με αποτέλεσμα να μουδιάζουν στην ιδέα της ένωσης (γιατί να δεχθούν μια λύση που γι’ αυτούς μπορεί να αποβεί χειρότερη από την παρούσα κατάσταση).

2. Οι δύο πλευρές, στην πλειονότητα τους, και ειδικότερα οι Ελληνοκύπριοι, ταυτίζονται με την ελληνικότητα και την Ορθοδοξία και την τουρκικότητα και το Ισλάμ αντιστοίχως, και λιγότερο με την κυπριακή τους ταυτότητα. Χαρακτηριστικό είναι ότι δημοφιλέστερη είναι η ελληνική και η τουρκική σημαία, όχι η κυπριακή, η οποία, όπως εύστοχα έχει λεχθεί, είναι η μόνη σημαία στον κόσμο για την οποία κανένας πολίτης της δεν θα θυσιαζόταν.

3. Ο φόβος του αγνώστου με την επανένωση (όπως και πριν, κατά την εποχή του Σχεδίου Ανάν) ενώ η σημερινή κατάσταση, παρά τα μειονεκτήματά της, δεν είναι δυσβάστακτη. Είναι σχετικά «βολική» και για τις δύο πλευρές (ή, για την ακρίβεια, για τους περισσότερους). Επίσης, υπάρχει και ο φόβος δυσκολίας στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων ή ακόμη και πισωγυρίσματος από τη μία ή την άλλη πλευρά, ειδικά αν το δημοψήφισμα με «Ναι» θα ήταν οριακό, που είναι και το πιο πιθανό αν δεν επικρατήσει το «Όχι».

Υπάρχει και το γνωστό ζήτημα των υδρογονανθράκων, που και αυτό βρίσκεται σήμερα στην επικαιρότητα. Κανονικά το ζήτημα αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο για επανένωση (και όχι για διχασμό του νησιού), και αυτό για τρεις λόγους: 1) χωρίς την επανένωση οι διεθνείς εταιρείες είναι αμφίβολο αν θα διακινδυνεύσουν την εξόρυξη φυσικού αερίου, γιατί γενικά αποφεύγουν να εμπλέκονται σε περιπτώσεις αμφισβητούμενες ή σε περιοχές που υφίστανται διενέξεις, 2) χωρίς την επανένωση που θα οδηγούσε στην πιο οικονομική λύση σε σχέση με τη μεταφορά (μέσω Τουρκίας, τη σαφώς φθηνότερη οδό) το κόστος μεταφοράς του φυσικού αερίου είναι απαγορευτικό (είτε με την κατασκευή σταθμού υγροποίησης του φυσικού αερίου στη Δημοκρατία της Κύπρου, που υγροποιημένο μετά θα μεταφερθεί με ειδικά κατασκευασμένα πλοία, είτε με την κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού από την Κύπρο στην Κρήτη και από εκεί η μεταφορά με πλοία στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη) και 3) χωρίς την επανένωση παραμένει η τουρκική απειλή, που ναι μεν είναι υπερβολική και απαράδεκτη, πλην όμως η Άγκυρα έχει ένα ατού – ότι η Λευκωσία, εγωιστικά, επιζητεί να στερήσει από τους Τουρκοκύπριους κάτι που είναι και δικό τους και όχι αποκλειστικά ελληνοκυπριακό.

Ωστόσο, το φυσικό αέριο αντί για κίνητρο επίλυσης ήρθε να προστεθεί ως ένα ακόμη εμπόδιο στη λύση, καταρχήν γιατί η μεν Δημοκρατία της Κύπρου δεν δείχνει καμία διάθεση γενναιοδωρίας, ειδικά όσο βρίσκεται ακόμη σε δεινή οικονομική κατάσταση, λόγω των μέτρων της Ε.Ε. Επίσης, για τους Ελληνοκύπριους θα ήταν τελείως ανήκουστο να εξαρτώνται από την Τουρκία, κάτι που θα συνέβαινε σε περίπτωση μεταφοράς των υδρογονανθράκων μέσω αυτής. Και αν στο θέμα της έλλειψης γενναιοδωρίας μπορεί κανείς να μεμφθεί την ηγεσία της Δημοκρατίας της Κύπρου, στο θέμα της εξάρτησης κραδαίνει ένα πολύ πειστικό επιχείρημα: με δεδομένη τη σημερινή χείριστη κατάσταση στην Τουρκία υπό τον Ερντογάν, που δεν σέβεται καν στοιχειωδώς τους δημοκρατικούς και κοσμικούς (secular) Τούρκους πολίτες, τους Κούρδους Τούρκους πολίτες, τους Αλαουίτες ή τις μειονότητες, θα σεβαστεί άραγε τις ανάγκες των Κυπρίων;

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

1. Εδώ βέβαια η απάντηση βρίσκεται στην ανάγκη δημιουργίας μίας εθνοτικά συναινετικής δημοκρατίας (consociational democracy) όταν πρόκειται για χώρες βαθιά διχασμένες με εθνικά, εθνοτικά ή θρησκευτικά κριτήρια, που προτείνουν οι ειδικοί στις εθνοτικές συγκρούσεις, με πρώτο διδάξαντα τον Arend Liphardt το 1970.

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 20 Ιουλίου 2017)

Εκτύπωση στις: 2024-04-19
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=10216