Εδώ παπάς, εκεί παπάς – πού ναι το Κυπριακό;

Χριστίνα, Πουλίδου

Κυριακάτικη Αυγή, 2006-03-12


Η ελληνική εξωτερική πολιτική από το ’90 και ένθεν, προσπαθεί να ισορροπεί ανάμεσα στην εξυπηρέτηση των σχεδιασμών για το Κυπριακό και τη διατήρηση ειρηνικών σχέσεων στο Αιγαίο. Η ισορροπία είναι δύσκολη και απαιτεί διαρκή επανασχεδιασμό καθώς τα γεγονότα τροποποιούν τις καταστάσεις και άρα για να κρατιέται το τιμόνι σε σταθερή πλοήγηση, πρέπει να ζυγιάζεται συχνά το ευρύτερο περιβάλλον. Ο κίνδυνος όμως μιας ανατροπής της ισορροπίας, που θα έχει ως αποτέλεσμα είτε "θερμό επεισόδιο" στο Αιγαίο είτε διατάραξη των σχέσεων Αθήνας - Λευκωσίας, είναι πάντα παρών.

Στην παρούσα συγκυρία και σε ό,τι αφορά την Τουρκία, οι πάντες προβλέπουν ισχυρές πιθανότητες έντασης των σχέσεων της χώρας με την Ε.Ε. περί τον Νοέμβριο 2006. Ο τουρκο-σκεπτικισμός που διαπερνά όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, κατά τις τουρκικές ευαισθησίες αντανακλάται και στην ενταξιακή διαδικασία της χώρας - παραπέμποντας σχετικά στο θέμα του Πρωτοκόλλου. Αναφέρεται δηλαδή, πως μολονότι το επίμαχο θέμα βρίσκεται σε τροχιά καθυστέρησης (αφού δεν έχει καν εγκριθεί από την Ευρωβουλή) ο επίτροπος της διεύρυνσης Όλι Ρεν αιφνιδίως το ανέσυρε, για να προειδοποιήσει την Τουρκία πως "αν δεν ανοίξει τα λιμάνια της στα ελληνοκυπριακά πλοία, ενδέχεται να έχει αρνητικές υπαναχωρήσεις στην ενταξιακή της πορεία". Η Άγκυρα έχει επίσης καταγράψει το γεγονός, ότι η αυστριακή προεδρία δέχθηκε την πρόταση Παπαδόπουλου για την απελευθέρωση του Χρηματοδοτικού Κανονισμού και την προώθησή του, χωρίς να διαβουλευθεί (ως όφειλε) προηγουμένως με την τουρκική πλευρά.

Τα περιστατικά αυτά ενδέχεται να κακοφορμίσουν τις ευρωτουρκικές σχέσεις, καθώς στην παρούσα συγκυρία η τουρκική ηγεσία βρίσκεται εν μέσω μιας τεταμένης πολιτικής κατάστασης - από τη μια καλείται να απασφαλίσει τη "βόμβα Μπουγιούκανιτ" (να ελέγξει δηλαδή την πολιτική έκρηξη που προκάλεσε η δικαστική δίωξη του μελλοντικού ΑΓΕΕΘΑ για σύσταση συμμορίας και τρομοκράτηση πληθυσμών στη ΝΑ Τουρκία) και από την άλλη να μορφοποιήσει την πολιτική της ρητορεία εν όψει των εκλογών του 2007. Η τουρκική ηγεσία συνεπώς έχει ελάχιστα περιθώρια ελιγμών, ενώ αντίθετα επιζητεί εύκολες νίκες και πορεύεται σταδιακά στην ενίσχυση μιας εθνικιστικής ρητορείας προεκλογικής σκοπιμότητας.

Σε αυτό το σκηνικό συνεπώς, η έκθεση της Επιτροπής που θα παρουσιαστεί τον Νοέμβριο 2006 για την αξιολόγηση της ενταξιακής της διαδικασίας, πιθανολογείται ότι θα προκαλέσει όξυνση στις σχέσεις Ε.Ε. - Τουρκίας, όπου θα εμφιλοχωρήσει και ο κυπριακός παράγοντας.

Η τακτική της Λευκωσίας...

Αναλυτικότερα, η κυπριακή κυβέρνηση από την εποχή του δημοψηφίσματος επιχειρεί να συμπλέει με το τουρκοφοβικό ρεύμα της Ε.Ε., αφομοιώνοντας τη δυναμική του. Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα, ότι ο καλύτερος σύμμαχος του προέδρου Παπαδόπουλου είναι η αυστριακή προεδρία, που εκπροσωπεί τη χώρα με το ισχυρότερο αντιτουρκικό ρεύμα. Αξιοποιώντας τη συγκυρία λοιπόν, η κυπριακή κυβέρνηση επιχειρεί να σωρεύει καταγγελίες εις βάρος της Τουρκίας, είτε διατυπώνοντας προτάσεις που είναι εκ προοιμίου γνωστό ότι περιέχουν όρους απαράδεκτους για την Τουρκία, είτε καταπίνοντας διακηρυγμένες θέσεις της χάριν προώθησης μιας στρατηγικής μακροημέρευσης του Κυπριακού.

Στο θέμα του Χρηματοδοτικού Κανονισμού για παράδειγμα, η Λευκωσία δέχθηκε να χρηματοδοτηθούν προγράμματα που θα έχουν υποβληθεί από εποίκους ή από (τουρκικές) εταιρείες που εδρεύουν στα κατεχόμενα, μολονότι μέχρι τώρα αξίωνε τον αποκλεισμό των συγκεκριμένων φορέων. Η Λευκωσία δέχθηκε επίσης να μην περνά από τη "σύμφωνη γνώμη" της η συγκεκριμένη διαδικασία και αρκέστηκε στην προϋπόθεση της προτέρας "διαβούλευσης" της Επιτροπής με την κυπριακή κυβέρνηση, ενώ τέλος απέσυρε σιωπηρά το βέτο που διακήρυσσε πως θα θέσει στην έναρξη της διαπραγμάτευσης της Ε.Ε. με την Τουρκία για το πρώτο κεφάλαιο, της Έρευνας και της Επιστήμης.

Οι υπαναχωρήσεις αυτές, που έγιναν βελούδινα χωρίς να υποστεί η συγκυβέρνηση την παραμικρή εσωτερική πολιτική πίεση, αποσκοπούσαν: αφενός στο να καταδειχθεί ότι είναι η Τουρκία το μέρος που ολιγωρεί, που δεν συμμορφώνεται και δεν συνεργάζεται και αφετέρου στο να αναδειχθεί η πρόταση της Λευκωσίας για την Αμμόχωστο.

Αναλυτικότερα, το θέμα των απευθείας εμπορικών σχέσεων με τα κατεχόμενα προβάλλεται φορτικά τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Ε.Ε. και η κυπριακή ηγεσία διέγνωσε ότι έπρεπε να συγκεντρώσει το διαπραγματευτικό ενδιαφέρον της επ’ αυτού του θέματος. Με απλές κινήσεις λοιπόν (που δεν είχαν πολιτικό κόστος) απελευθέρωσε τον πρώτο Χρηματοδοτικό Κανονισμό και έστρεψε την προσοχή της στον δεύτερο, που αγγίζει το καυτό θέμα των άμεσων εμπορικών σχέσεων με το ψευδοκράτος. Υπέβαλε συνεπώς μια πρόταση που προβλέπει την απελευθέρωσή του εφόσον: το εμπόριο διακινείται από το λιμάνι της Αμμοχώστου που θα τεθεί υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποδοθούν τα Βαρώσια στους νόμιμους κατοίκους τους και παγώσουν οι αγοραπωλησίες ελληνοκυπριακών ακινήτων στα κατεχόμενα.

Η Τουρκία όμως έχει επανειλημμένα δηλώσει πως δεν αποδέχεται πρόταση που να αναφέρεται αποκλειστικά στο λιμάνι της Αμμοχώστου και ζητεί τη συμπερίληψη και άλλων λιμανιών, καθώς και αεροδρομίων. Η Λευκωσία συνεπώς παρουσιάζεται ευέλικτη εκ του ασφαλούς, γνωρίζοντας δηλαδή ότι η πρότασή της δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Η τακτική αυτή είναι θεμιτή στην πολιτική και γίνεται παραδεκτή, όταν εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο προωθητικό στόχο - εν προκειμένω όμως ποιος είναι αυτός; Τι ακριβώς εξυπηρετεί η διατύπωση προτάσεων που είναι εκ προοιμίου γνωστό ότι δεν γίνονται αποδεκτές;

... και ο "στόχος"

Η απάντηση στο ερώτημα βρίσκεται στη δεύτερη κίνηση που έκανε ο πρόεδρος Παπαδόπουλος στο Παρίσι, κατά τη συνάντησή του με τον Κόφι Ανάν. Εκεί εμφανίστηκε να προτείνει την έναρξη μιας διαδικασίας Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης αποσπώντας και την υποστήριξη του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ. Όπως όμως θύμισε ο Μ. Δρουσιώτης ("Πολίτης" 5/3/2006), τη μεθοδολογία των ΜΟΕ είχε καταγγείλει ο Τάσσος Παπαδόπουλος το ’94, όταν είχε προταθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας – διακηρύσσοντας τότε ότι "αυτή η διαδικασία εκτρέπει τη συζήτηση από την ουσία και απαιτεί χρόνο. Αν δεν λυθούν πρώτα τα ουσιώδη μέτρα, μπορεί να είμαστε μπλεγμένοι σε συνομιλίες για χίλια χρόνια"...

Αυτό λοιπόν επιδιώκει ο πρόεδρος Παπαδόπουλος στην παρούσα συγκυρία – την εμπλοκή σε έναν ατέρμονα διάλογο, με τις ευλογίες μάλιστα της Αθήνας που εκτίμησε ότι η ενεργοποίηση (έστω!) μιας διαδικασίας διαλόγου επί θεμάτων χαμηλής πολιτικής, αποτελεί "θετική εξέλιξη".

Ως συμπέρασμα αυτής της ανάλυσης σημειώνεται, ότι αν η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν επανεξετάσει τις ευρύτερες ισορροπίες της στην περιοχή και ξεγλυστρά σταδιακά στην εξυπηρέτηση των σχεδιασμών της κυπριακής κυβέρνησης, τον Νοέμβριο μπορεί να βρεθεί σε ανοιχτή αντιπαράθεση με την Τουρκία. Η οποία, υπό το κράτος των προεκλογικών της σκοπιμοτήτων, μπορεί να απαντήσει με μια συνταγή εκ του αποθέματος – κι εδώ ήρθαμε. Το έργο το έχουμε δει.

Εκτύπωση στις: 2024-04-24
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1056&export=html