Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Αυτοεκπληρούμενες προφητείες και εθνικά θέματα

Αλέξης, Ηρακλείδης

Τα Νέα, 2019-12-07


Η εξωτερική πολιτική των κρατών δεν καθορίζεται τόσο από την αντικειμενική εξωτερική πραγματικότητα, αλλά από το «τι νομίζουμε ότι είναι η πραγματικότητα αυτή», από το νόημα που προσδίδουμε σε αυτήν. Ετσι τα κράτη, με την εκάστοτε στάση τους, είναι και δημιουργοί της διεθνούς πραγματικότητας. Δηλαδή μια χώρα μπορεί να διαμορφώσει μια πιο συμφέρουσα γιʼ αυτήν πραγματικότητα ή να κάνει το αντίθετο, να επιφέρει μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Κατά τον Robert Merton «αυτοεκπληρούμενη προφητεία είναι ένας στην αρχή εσφαλμένος ορισμός μιας κατάστασης ο οποίος προκαλεί από την άλλη πλευρά μια νέα συμπεριφορά που καθιστά την αρχικά εσφαλμένη σύλληψη αληθινή. Η αληθοφανής εγκυρότητα της αυτοεκπληρούμενης προφητείας διαιωνίζει ένα βασίλειο του λάθους. Ομως ο προφήτης θα παραθέσει την πορεία των γεγονότων ως απόδειξη ότι είχε δίκαιο από την αρχή».

Ας δούμε τη λειτουργία αυτοεκπληρούμενων προφητειών στο Κυπριακό, στο Αιγαίο και στο Μακεδονικό.

Στο Κυπριακό, με το να θεωρείται ότι η Τουρκία δεν επιζητεί τίποτε άλλο από τη διχοτόμηση της Κύπρου και ότι πότε δεν θα δεχόταν την αποχώρηση των στρατευμάτων της, η ελληνική και ελληνοκυπριακή απάντηση είναι η «αγέρωχη στάση» της αδιαλλαξίας, π.χ. «μηδέν εγγυήσεις-μηδέν στρατός».

Ετσι οι Τουρκοκύπριοι, αλλά και η Τουρκία, ενώ όντως επιζητούσαν την επανένωση και ομοσπονδιακή λύση (και σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων, με εξαίρεση ένα άγημα Ελλήνων και Τούρκων), αυτό μέχρι το 2016, αλλά απʼ ό,τι φάνηκε και στη μοιραία συνάντηση στο Κραν Μοντανά το 2017, η απορριπτική στάση της Αθήνας και της Λευκωσίας δεν τους άφησε άλλη επιλογή από το να μιλούν για οριστική διχοτόμηση και συνομοσπονδία. Και βέβαια η Αθήνα και η Λευκωσία θεωρούν ότι δικαιώθηκαν ενώ εκείνοι προκάλεσαν αυτή την αντίδραση. Ωστόσο η εσφαλμένη αυτή εκτίμηση κρύβει και ένα μυστικό: το ότι Ελληνοκύπριοι (στην πλειονότητά τους) δεν αποδέχονται την ισότητα μεταξύ των δύο συστατικών κοινοτήτων του νησιού που αποτελεί sine qua non οποιασδήποτε επανένωσης.

Σε σχέση με το Αιγαίο, η εσφαλμένη ελληνική τοποθέτηση συνίσταται στη θέση à la carte: (α) ότι στο Αιγαίο υφίσταται μόνο μία διαφορά προς επίλυση, η υφαλοκρηπίδα, και (β) ότι ο μόνος τρόπος επίλυσης στο μοναδικό αυτό θέμα είναι το Διεθνές Δικαστήριο. Η θέση αυτή βασίζεται στο οιονεί αξίωμα ότι όλες οι άλλες «διαφορές στο Αιγαίο» δεν υφίστανται, είναι απαράδεκτες τουρκικές «διεκδικήσεις» με στόχο την αλλαγή του καθεστώτος του Αιγαίου σε βάρος της Ελλάδας.

Η ελληνική τοποθέτηση αδυνατεί να αντιληφθεί τρία πράγματα που γνωρίζουν όλοι οι νηφάλιοι μελετητές της διένεξης του Αιγαίου:

(1) Στο Αιγαίο διεκδικητική φαίνεται και η Ελλάδα με τη συνεχή απειλή της, από το 1981 (επί κυβέρνησης Α. Παπανδρέου, αλλά όχι πριν επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή) περί επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 ν. μίλια.

(2) Η Ελλάδα δίνει την εντύπωση του διεκδικητικού με το να επιμένει να διατηρεί τον εθνικό της εναέριο χώρο στα 10 ν. μίλια αντί στα 6 ν. μίλια, κάτι που είναι σαφώς αντίθετο προς τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.

(3) Το Αιγαίο δεν είναι - και δεν μπορεί να γίνει - «ελληνική λίμνη», σαν η Ελλάδα να κατείχε τα παράλια της Μικράς Ασίας (ελληνική λίμνη θα γίνει με την επέκταση στα 12 μίλια, κάτι που δεν θα αποδεχθεί κανένα κράτος που πλοία του διέρχονται από το Αιγαίο και σίγουρα όχι η Ρωσία).

Η à la carte θέση κάνει έξαλλους τους Τούρκους, με αποτέλεσμα τελικά όντως να γίνονται προκλητικοί και διεκδικητικοί στο Αιγαίο, όπως φάνηκε και πιο πρόσφατα με το μνημόνιο με τη Λιβύη. Και έτσι οι Ελληνες αισθάνονται δικαιωμένοι, ενώ τα πράγματα τέθηκαν σε αυτή την τροχιά επειδή η Αθήνα σέρνει τα πόδια της σε σχέση με την επίλυση της διένεξης του Αιγαίου (αρχικά σχολή Πέτρου Μολυβιάτη) και επιμένει στο ένα θέμα στο Αιγαίο.

Το μνημόνιο περί οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με τη Λιβύη είναι «προδήλως αβάσιμο» (βλ. άρθρο Πέτρου Λιάκουρα, «Καθημερινή», 1-1-2019), αγγίζει τα όρια του γελοίου και εκθέτει την Τουρκία. Προσοχή όμως, η Αγκυρα έχει στη φαρέτρα της πιο πειστικές επιλογές που έχουν αναδείξει εδώ και δεκαετίες ιέρακες τούρκοι νομικοί διεθνολόγοι (όπως οι Pazarci, Bolukbasι, Kurumahmut, Baseren, Deng, κ.ά.), αλλά δεν έχουν υιοθετηθεί επισήμως: (α) τη μη αναφορά στη Λωζάννη ορισμένων κατοικημένων ελληνικών νησιών, (β) τη μη οριοθέτηση των χωρικών υδάτων από τις εκβολές του Εύρου μέχρι το Αγαθονήσι, και (γ) ακόμη χειρότερα, τον συνδυασμό αποστρατιωτικοποίησης με ελληνική εθνική κυριαρχία.

Τέλος, στο Μακεδονικό, η Αθήνα στο μέτρο που παρέμενε αδιάλλακτη, συνέβαλε στην ενίσχυση των εθνικιστών στη γειτονική χώρα και στην ενδυνάμωση του γνωστού εκεί ως «εξαρχαϊσμού» (καταγωγή από τους αρχαίους Μακεδόνες και τα συναφή). Η Ελλάδα κάνοντας το παν για να μην επιτρέψει σε αυτή τη μικρή και αδύναμη χώρα να ορθοποδήσει (σχολή Αντώνη Σαμαρά), ίσως τελικά να κατάφερνε το ακατόρθωτο: να τη διασπάσει και έτσι να δημιουργηθεί η Μεγάλη Αλβανία και η Μεγάλη Βουλγαρία. Αυτό όμως δεν συνιστά τόσο περίπτωση αυτοεκπληρούμενης προφητείας, αλλά περίπτωση ελληνικής εθνικιστικής τύφλωσης.


Εκτύπωση στις: 2024-04-19
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=10819