Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Τα Ιμια, ο Ντεμιρέλ και το Ελσίνκι

Παύλος, Τσίμας

Τα Νέα, 2019-12-14


Ήταν Ιανουάριος του 2006. Ηταν μέρες έξαρσης του φόβου για την γρίπη των πτηνών. Οι τουρκικές αρχές στην Αγκυρα είχαν επιβάλει αυστηρά μέτρα για τα κοτέτσια που πολλοί διατηρούσαν στις αυλές τους. Ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, 82 ετών πια και απόμαχος της πολιτικής, ήταν αναστατωμένος γιατί η αστυνομία είχε περάσει από το σπίτι του και του είχε ζητήσει να θανατώσει τις κότες του. Είχε αυτήν την αγωνία να τον τρώει όταν τον συνάντησα στο σπίτι του, να μιλήσουμε για τα Ιμια, δέκα χρόνια μετά την κρίση που είχε ξεσπάσει όταν εκείνος ήταν πρόεδρος της Δημοκρατίας. Μα είχε διάθεση να μιλήσει.

Ηταν μια μακρά και ενδιαφέρουσα αφήγηση. Μου διηγήθηκε πως, αργά εκείνη τη νύχτα τον είχε πάρει στο τηλέφωνο του σπιτιού του ο πρόεδρος Κλίντον. Δεν μου αποκάλυψε τι ακριβώς του είχε πει. Μα ό,τι του είχε πει, ήταν ικανό να τον κάνει να ντυθεί και να τρέξει στην έδρα του Γενικού Επιτελείου, να συγκεντρώσει τους αρχηγούς και να τους ζητήσει να μην επικοινωνούν πια με την πρωθυπουργό Τσιλέρ, αλλά μόνον με τον ίδιο, ο οποίος θα καθοδηγούσε την επιχείρηση αποκλιμάκωσης. Μου διηγήθηκε πώς, κατά την εκτίμησή του, η Τσιλέρ, υπηρεσιακή πρωθυπουργός που προσπαθούσε να σχηματίσει κυβερνητική συμμαχία, εκείνες τις ημέρες, εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία να ενισχύσει τις πολιτικές της μετοχές μέσα από μια «πατριωτική» περιπέτεια εναντίον της Ελλάδας και πώς ο ίδιος την οδήγησε στην έξοδο, δύο μήνες μετά τα Ιμια. Μου διηγήθηκε πώς, ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 1997, και με μεσολάβηση Χόλμπρουκ, συνάντησε τον Κ. Σημίτη, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, μια συνάντηση που - όπως εκείνος πίστευε - έδινε για πρώτη φορά μετά το 1975 (όταν ο ίδιος πάλι, ως πρωθυπουργός, είχε συναντήσει στη Βέρνη τον Κ. Καραμανλή) μιας ειρηνικής λύσης στην ελληνοτουρκική διαφορά στο Αιγαίο.

Το κλειδί ήταν η αλλαγή στάσης της Ελλάδας απέναντι στο τουρκικό αίτημα, εκκρεμές από τη δεκαετία του ʼ60, ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Δεν θα ήμασταν πια εμείς που θα εμποδίζαμε το αίτημα αυτό. Αντίθετα, θα το υποστηρίζαμε. «Δεν θα επιτρέπω πια στους Ευρωπαίους να κρύβονται πίσω από τη δική μου πλάτη, να με χρησιμοποιούν για να αποκλείουν την Τουρκία από την Ευρώπη. Ας αναλάβουν εκείνοι την ευθύνη» - είχε δηλώσει ο τότε υπουργός Εξωτερικών Θόδωρος Πάγκαλος. Κάπως έτσι άνοιξε ο δρόμος για το Ελσίνκι, για εκείνη την ιστορική Σύνοδο Κορυφής, τέτοιες μέρες, πριν από είκοσι χρόνια, τον Δεκέμβριο του 1999. Η ελληνική διπλωματία επετύγχανε έναν απίστευτο διπλό άθλο. Η Κύπρος θα γινόταν δεκτή στην Ενωση, χωρίς να έχει λυθεί το Κυπριακό. Και η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας προϋπέθετε την παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στο δικαστήριο της Χάγης.

Ανέτρεξα σʼ εκείνη τη συνάντηση με τον βετεράνο τούρκο πολιτικό και την αφήγησή του πολλές φορές αυτές τις ημέρες της νέας «λιβυκής» κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και από την αναδρομή αυτή προκύπτουν τρία, τουλάχιστον, προφανή ερωτήματα.

Ενα ερώτημα είναι: Αν μια κρίση τύπου των Ιμίων προκύψει ξανά, ποιος αμερικανός πρόεδρος θα καλέσει ποιον τούρκο πολιτικό ηγέτη για να μεσολαβήσει και να επιβάλει αποκλιμάκωση; Η απάντηση είναι, μάλλον, κανείς κανέναν. Οχι πως η έκβαση εκείνης της κρίσης ήταν καλή, επωφελής για την Ελλάδα. Μα θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερη. Και είναι σαφές ότι για την αποτροπή του χειρότερου δεν μπορούμε να υπολογίζουμε σε παρέμβαση τρίτου.

Ενα δεύτερο ερώτημα είναι: Αν το ενεργό ενδιαφέρον της Τουρκίας τότε για το ευρωπαϊκό της μέλλον έδινε στην Ελλάδα ένα εργαλείο, ένα μηχανισμό ώστε να αντιμετωπίσει τις πιο επιθετικά αναθεωρητικές εκδοχές τουρκικής πολιτικής σε ένα ευρύτερο - και ευνοϊκότερο - πλαίσιο, να τις αποσπάσει από το αρνητικό διμερές περιβάλλον, τώρα που το ενδιαφέρον της Τουρκίας για την Ευρώπη έχει εντελώς εξατμιστεί και της Ευρώπης για την Τουρκία έχει αλλάξει πίστα, τι εργαλεία έχει στα χέρια της η ελληνική διπλωματία; Το ερώτημα έχει πολλές φορές διατυπωθεί. Αλλά απάντηση δεν έχει ακόμη δοθεί.

Κι ένα τρίτο ερώτημα: Με όλη την ύστερη σοφία και με την πρόσφατη εμπειρία, ήταν σωστή η επιλογή της Ελλάδας, μετά το 2004, να εγκαταλείψει το Ελσίνκι, να παραιτηθεί από τις προβλέψεις του και να απαλλάξει την Τουρκία από την υποχρέωση να υποβάλει τις αξιώσεις της στην κρίση του διεθνούς δικαστηρίου; Το ερώτημα δεν έχει ιστορική μόνον αξία. Η απάντηση, υπό την προϋπόθεση ότι θα τη δώσουμε καθαρά και με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση, θα ήταν οδηγός για τη στρατηγική της Αθήνας σε αυτό το νέο, από πολλές απόψεις νέο, περιβάλλον.

Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=10835