Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Πολώσεις και συγκλίσεις στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας

Νίκος, Μαραντζίδης

Η Καθημερινή, 2020-01-26


Οταν το 1985 ο Ανδρέας Παπανδρέου επέλεγε να αφαιρέσει αρμοδιότητες από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενισχύοντας την ήδη πανίσχυρη πρωθυπουργική εξουσία, άνοιγε έναν κύκλο προεδρικών εκλογών όπου το συμβολικό στοιχείο θα αποκτούσε προτεραιότητα. Ταυτόχρονα, η προεδρική εκλογή θα σηματοδοτούσε από εδώ και στο εξής στρατηγικές πόλωσης ή συναίνεσης συνδεδεμένες άμεσα με εξελίξεις στο πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού.

Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η προεδρική εκλογή του 1985, που τόσο ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα όσο και ως διαδικασία υπήρξε άκρως αμφιλεγόμενη. Η απόφαση του Παπανδρέου για Σαρτζετάκη ήταν ασφαλώς μια «αντιδεξιά» επιλογή, ενόψει των επικείμενων εκλογών.

Ομως τόσο η επικοινωνιακή διαχείριση («άδειασμα» Καραμανλή) όσο και η διενέργεια της διαδικασίας (έγχρωμα ψηφοδέλτια, ψήφος Αλευρά κ.λπ.) ήταν εξόχως προβληματικές.

Αν με την επιλογή Καραμανλή ο Παπανδρέου θα υποδήλωνε συναίνεση σε συντηρητική κατεύθυνση, δεν χωράει αμφιβολία πως η απόφαση για Σαρτζετάκη, σε συνδυασμό με τις συνταγματικές αλλαγές και την υιοθέτηση της λίστας για την εκλογή των βουλευτών, συνιστούσε έναν αυταρχικό, βοναπαρτικό, δρόμο. Μαζί ίσως με την κατάρρευση της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου το 2011 και το δημοψήφισμα του 2015, ποτέ άλλοτε στη μεταπολίτευση δεν δοκιμάστηκαν τόσο πολύ οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί.

Η επανεκλογή του Καραμανλή το 1990 ήταν κατά κάποιον τρόπο μια προσωπική εκδίκηση του Σερραίου πολιτικού. Εντούτοις, η επιλογή αποδείχτηκε μάλλον ξεπερασμένη από την Ιστορία. Σε εκείνη την ιστορική συγκυρία, που ο Μητσοτάκης είχε να διαχειριστεί την πτώση του κομμουνισμού, την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, το «Μακεδονικό» και την έναρξη των διεργασιών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (Μάαστριχτ) είχε δίπλα του έναν υπέργηρο Πρόεδρο με μεγάλη μεν επικοινωνιακή εμβέλεια, που εξέφραζε όμως μια άλλη εποχή. Το περίφημο «δάκρυ του Καραμανλή» ήταν η απόδειξη του συναισθηματισμού ενός κόσμου που έφευγε και που, παρά τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του, δυσκολευόταν πλέον να αφουγκραστεί αυτό που ερχόταν.

Η εκλογή Στεφανόπουλου το 1995 κατεγράφη αρχικώς ως μια συντηρητική, σχεδόν παλιομοδίτικη, επιλογή με προφανή τον «αντι-μητσοτακικό» της συμβολισμό (και τη διάθεση απομόνωσης της Ν.Δ.). Εντούτοις, συνιστούσε σταθμό για δύο βασικούς λόγους: πρώτη φορά εκλέχθηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας προερχόμενος από άλλο πολιτικό χώρο από αυτόν του πρωθυπουργού. Δεύτερον, η έστω και περιορισμένη συναίνεση (ΠΑΣΟΚ και Πολιτική Ανοιξη) στο πρόσωπο του Στεφανόπουλου, από δύο κόμματα διαφορετικής ιδεολογικής προέλευσης, άνοιξε τον δρόμο για μελλοντικές ευρύτερες συναινέσεις ανάμεσα στα κόμματα εξουσίας στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Αυτό πραγματοποιήθηκε τελικά, το 2000, στην επανεκλογή του Στεφανόπουλου, ο οποίος θεωρήθηκε ένας ιδιαίτερα επιτυχημένος Πρόεδρος. Συνέβη επίσης το 2005 και το 2010 με την εκλογή Παπούλια και το 2015 με την εκλογή Παυλόπουλου. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, η επιλογή του προτεινόμενου προσώπου έγινε με τέτοια κριτήρια ώστε η αξιωματική αντιπολίτευση να είναι «υποχρεωμένη» να υπερψηφίσει. Κάπως έτσι, κλείσαμε είκοσι χρόνια συναινετικής εκλογής του ΠτΔ μέσα σε ένα, ακραία κάποιες φορές, πολωμένο πολιτικό περιβάλλον.

Η εκλογή της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου στη θέση της Προέδρου της Δημοκρατίας αποτελεί τόσο συνέχεια όσο και τομή. Συνέχεια, ασφαλώς, γιατί η εκλογή της επανεπιβεβαιώνει τη διαμορφωθείσα συναινετική παράδοση.

Εχει σημασία, βέβαια, να αντιληφθούμε πως ο Μητσοτάκης δεν επέλεξε ένα οποιοδήποτε πρόσωπο από διαφορετική από αυτόν πολιτική οικογένεια. Επέλεξε ένα πρόσωπο το οποίο ο Τσίπρας δεν θα μπορούσε να αρνηθεί. Ο Μητσοτάκης δεν επιδίωξε μια «μικρή συναίνεση» (Ν.Δ. και ΚΙΝΑΛ), όπως πολλοί και από τη Ν.Δ. και από το ΚΙΝΑΛ σίγουρα εύχονταν έχοντας στο μυαλό τους συγκεκριμένα πρόσωπα. Αντίθετα, στόχευσε μια «μεγάλη συναίνεση», με τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, οπωσδήποτε εντός.

Ετσι, η σκληρή πόλωση της εποχής των μνημονίων δείχνει να υποχωρεί σημαντικά, φέρνοντας στο προσκήνιο έναν πιο «συστημικό δικομματισμό». Βέβαια, η ύπαρξη ενός πολωτικού εκλογικού συστήματος υπονομεύει εκ των πραγμάτων τα θεμέλια των όποιων συναινετικών πολιτικών, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

Η επιλογή της κ. Σακελλαροπούλου έχει αναμφίβολα ξεχωριστά χαρακτηριστικά: κατ’ αρχάς η έμφυλη διάσταση έχει τη δική της αυτοτελή σημασία. Σε ένα σκληρά ανδροκρατούμενο πολιτικό σύστημα, η επιλογή μιας γυναίκας για τον κορυφαίο πολιτειακό θεσμό είναι μείζονος νοηματοδότησης επιλογή.

Επιπροσθέτως, συνιστά την πρώτη εκλογή ΠτΔ στη βάση μιας «ατζέντας» (και μάλιστα προοδευτικής), όχι μιας «πολιτικής διαδρομής». Η κ. Σακελλαροπούλου εκλέχθηκε όχι λόγω πολιτικών μνημών (Σαρτζετάκης), ούτε για την κομματική της ιδιότητα (Καραμανλής, Παπούλιας, Παυλόπουλος), ούτε γιατί εξέφραζε ένα σημείο ισορροπίας μεταξύ κομμάτων (Στεφανόπουλος). Η νέα Πρόεδρος επιλέχθηκε γιατί με τις πράξεις της και το ήθος της εκφράζει τη θεσμική υπεράσπιση του κράτους δικαίου, τη συνεπή υποστήριξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων, την ανθρώπινη αντιμετώπιση των προσφύγων και των μεταναστών και το δικαίωμά τους για ένταξη στην κοινωνία υποδοχής, την ανάγκη για μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Οπωσδήποτε η εκλογή της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου συνιστά μια καλή μέρα για τους αδύναμους, τους αδικημένους, τους χωρίς φωνή ανθρώπους αυτής της χώρας.

Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=10884