Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Τοποθετήσεις και καταστάσεις που προκαλούν περίσκεψη

Στάθης, Λουκάς, Ιωσήφ Σινιγάλιας

Εποχή, 2020-03-09


Πέρα από τη διαδικασία χρηματοδότησης της Οικολογικής Μετάβασης -που είναι στην πραγματικότητα το Ευρωπαϊκό New Green Deal – δηλαδή της κάλυψης των 250 δισ. ευρώ, που απαιτούνται ετήσια, έχει μεγάλη σημασία να υπογραμμισθούν οι αιτίες, οι λόγοι, οι επιπλοκές και οι συνέπειες της επιλογής αυτής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τα παραπάνω είναι χρήσιμο να εντοπιστούν γιατί μπορεί να συμβάλουν σημαντικά στη διαδικασία αναζήτησης των 2.500 δισ. ευρώ, που θα απαιτηθούν μέχρι το 2030. Η πρόταση της Ατζέντας 2030 για τη βιώσιμη ανάπτυξη, από τη μεριά της Επιτροπής, δεν είναι παρά η εφαρμογή της απόφασης που εγκρίθηκε το 2015 από όλες τις χώρες του ΟΗΕ με τους 17 προγραμματικούς στόχους και 169 επί μέρους. Η χώρα μας έχει καλύψει, μέχρι σήμερα, το 49% έναντι 58% του μέσου όρου των χωρών ΟΟΣΑ της απόστασης από μια ελάχιστη θέση που καλύπτεται από όλες τις χώρες μέχρι την καταληκτική επιθυμητή θέση της πλήρους επίτευξης των στόχων μέχρι το 2030. Σημειώνεται ότι η χώρα μας, μαζί με το Μεξικό, τη Χιλή και την Τουρκία, έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά κάλυψης των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης.

Δεν είναι τυχαία ότι η πρωταρχική αυτή επιλογή της Οικολογικής Μετάβασης, της οποίας κυρίαρχος άξονας κίνησης είναι η ενεργειακή μετάβαση, στοιχειοθετεί ένα σχέδιο βαθιού μετασχηματισμού του μέχρι τώρα κρατούντος οικονομικού και παραγωγικού συστήματος. Αυτό συνεπάγεται σημαντικές επιπτώσεις σε πολλούς παραγωγικούς τομείς, σε εκατομμύρια εργαζόμενους, στη λειτουργία των κοινωνιών και στις σχέσεις της Ε.Ε. με τον υπόλοιπο κόσμο.

Στο κατώφλι μιας νέας φάσης;

Το πραγματικό ερώτημα που μπαίνει είναι αν ευρισκόμαστε μπροστά στο κατώφλι μιας νέας φάσης του Πρωτέα Καπιταλισμού, που θα βάλει στην άκρη την επιλογή που επικράτησε εδώ και σαράντα χρόνια με τον Θατσερισμό και Ρηγκανισμό και που επέβαλε σαν μοναδικό κριτήριο το μέγιστο κέρδος των μετόχων. Μερικοί υπεύθυνοι κεντρικών τραπεζών έφθασαν μέχρι το σημείο να λέγουν ότι η κλιματική κρίση είναι η μεγαλύτερη «χρεοκοπία» στην ιστορία της Αγοράς. Για πολλούς οικονομολόγους, οικολόγους, κοινωνιολόγους, πολιτικούς, ακόμη και θρησκευτικούς ηγέτες, τίποτε δεν μπορεί να παραμείνει όπως πριν. Το κρατούν παράδειγμα είναι σε κρίση, και είναι ανάγκη «να αλλάξει το πρότυπο ανάπτυξης».

Η πραγματικότητα, στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες, φέρνει στην επιφάνεια αυτή την αναγκαιότητα: μείωση των εισοδημάτων, αύξηση των ανισοτήτων, αναποτελεσματικότητα των πολιτικών λιτότητας και οι νέες γενιές να δείχνουν δείγματα αλλαγής προσανατολισμού. Τα παραπάνω και οι συνταγές του μέχρι σήμερα κρατούντος παραδείγματος όχι μόνο δεν δίνουν διέξοδο, αλλά είναι και επιζήμιες από τη σκοπιά της βιωσιμότητας της ανάπτυξης. Δεν είναι δε τυχαίο ότι μεγάλες επιχειρήσεις – βιομηχανικές, ενέργειας κλπ. – αρχίζουν και επανακαθορίζουν τους στρατηγικούς τους στόχους με κριτήρια οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Οι δε χρηματιστηριακοί οργανισμοί αρχίζουν να χρησιμοποιούν παρόμοια κριτήρια οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας στους επενδυτικούς σχεδιασμούς των.

Το «κρατούν» παράδειγμα δεν ήταν δυνατόν να συμβαδίσει με την αναγκαιότητα της Οικολογικής Μετάβασης, η οποία επί 32 χρόνια απασχόλησε διεθνείς επίσημες συναντήσεις και τελικά επιβεβαιώθηκε και επιβλήθηκε από την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης.

Το ευρωπαϊκό Green Deal

Σε αυτό το πλαίσιο, το ευρωπαϊκό Green Deal απευθύνεται στην κοινωνία, στην πολιτική, στην εργασία, στις επιχειρήσεις γιατί χωρίς μια πρωτόγνωρη, εξαιρετική προσπάθεια το «σύστημα Χώρα» θα χάσει την ευκαιρία:

α. Να αντιμετωπίσει την πρόκληση της ενεργειακής μετάβασης, να αλλάξει ριζικά το μεταφορικό σύστημα της χώρας, να επαναπροσανατολίσει την αγροτική οικονομία προς μια βιώσιμη παραγωγική διαδικασία, να προετοιμάσει τους εργαζόμενους για τις νέες τεχνολογικές εφαρμογές.

β. Να δομήσει ένα σχέδιο-πρόγραμμα των υλικών και άυλων υποδομών που να είναι εξυπηρετικές της οικολογικής μετάβασης και αντιμετώπισης των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής, που να εξασφαλίζουν την συμμετοχή των ενδιάμεσων θεσμών (περιφέρειες και δήμοι) και την συμβολή υπαρκτών κοινωνικών φορέων (συνδικάτα και εργοδοσία), με τέτοιο τρόπο που να ευνοήσει μια άλλη σταθερή και ποιοτική ανάπτυξη του «συστήματος Χώρα». Η εμπλοκή των εργαζομένων στο σχεδιασμό των επι μέρους δράσεων εγγυάται τόσο την απαραίτητη κοινωνική στήριξη όσο και την επιτυχή υλοποίησή τους.

Είναι γνωστό ότι ο δρόμος για την πραγμάτωση του Ευρωπαϊκού Green Deal είναι μακρύς και γεμάτος εμπόδια, πέρα από το γεγονός ότι, οι ήδη, κοινωνικές και χωροταξικές ανισότητες τα επιτείνουν (όπως προκύπτει και από την αποτυχία του τελευταίου Συμβουλίου για τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. 2021-2027 και την πιθανή αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας της Ε.Ε. για διευκόλυνση των πράσινων επενδύσεων). Βέβαια οι κανόνες που θα καθορίσουν την κατανομή των Κοινοτικών επενδύσεων 2021-2027 θα είναι αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων μεταξύ Κρατών με διαφορετικές επιδιώξεις και μπορεί να επιφέρουν μια επιβράδυνση του Σχεδίου.

Το παράδειγμα της απολιγνιτοποίησης

Το πρόβλημα για την Ελλάδα είναι ότι δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα το μπλοκ πολιτικών, κοινωνικών, πολιτισμικών, οικονομικών δυνάμεων που θα απαντήσει σε αυτή την πρόκληση για να συμβάλει στην αλλαγή του μέχρι σήμερα κυριαρχούντος προτύπου ανάπτυξης. Το δυσδιάκριτο οφείλεται στο ότι το σύνολο του πολιτικού φάσματος, με τις ελάχιστες εξαιρέσεις, ήταν αντίθετο με τον σεβασμό της οικολογικής αντίθεσης.

Τοποθετήσεις όπως αυτές του έλληνα πρωθυπουργού – της Ν.Δ. – στον ΟΗΕ ότι θα κλείσει τις λιγνιτικές μέσα στο 2025, δεν είναι πειστικές όταν δεν συνοδεύονται από μία αποστασιοποίηση από το πολεοδομικό, συγκοινωνιακό πρότυπο – που δημιουργήθηκε βασικά, από το 1950 και μετά – που είναι δύσκολο να προσαρμοσθεί οικολογικά. Ενώ δεν αποποιείται της ευθύνης της παράταξής του για την ενεργειακή απρονοησία, όταν ήδη από το 1980 το ενεργειακό ανθρακικό σύστημα έμπαινε σε αμφισβήτηση. Πολύ δε περισσότερο σήμερα που, ενώ στις άλλες χώρες της Ε.Ε. αυξάνεται ο ρόλος των ενεργειακών επιχειρήσεων, που άμεσα ή έμμεσα ελέγχονται από το Δημόσιο, ιδίως στις ΑΠΕ, τα δίκτυα και στην δόμηση της Ενεργειακής Μετάβασης, η Ν.Δ. πράττει ακριβώς το αντίθετο. Μια και το περιβάλλον και η εργασία θεωρούνται απλό εμπόρευμα.

Θα περίμενε κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις αμφισημίες του κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής του πορείας, θα είχε αποστασιοποιηθεί από τη διαχρονική «ιστορική αναγκαιότητα» του λιγνίτη και θα είχε συμβάλει, σύμφωνα και με τις πολιτικές του «περιστροφές», στη διαμόρφωση αυτού του μπλοκ. Πόσο θα ήταν χρήσιμη σήμερα η λιγνιτική μονάδα της Φλώρινας, που έγινε παραμονή Πρωτοκόλλου, αν γινόταν μονάδα φυσικού αερίου (Φ.Α.); Πολύ δε περισσότερο που εδώ και 32 χρόνια έχει έρθει στην επιφάνεια η «ιστορική αναγκαιότητα» της αποδέσμευσης από τις ορυκτές ενεργειακές πηγές. Από τοποθετήσεις υπευθύνων δεν προκύπτει όμως κάτι τέτοιο.

Ενώ μπορεί να είναι, κατά κάποιον τρόπο αποδεκτό, το σταδιακό κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2030, ήταν απαράδεκτο λάθος η οριστικοποίηση της κατασκευής του λιγνιτικού σταθμού Πτολεμαΐδα 5, ενώ ήταν επί τάπητος η Cop21. Το λάθος αυτό δεν μπορεί να διαιωνίζεται, μάλιστα και με το ανακριβές επιχείρημα σύγκρισης με μεταβατικό σταθμό Φ.Α. Μάλλον ξεφεύγουν από την γνώση και την προσοχή του υπεύθυνου σημαντικά στοιχεία:

α. Η μεταβατικότητα, γενικά, του Φ.Α. οφείλεται, στο ότι θα χρησιμοποιείτο νοθευμένο με βιομεθάνιο και υδρογόνο και επόμενα με μειωμένες κατά πολύ εκπομπές. Η Γερμανία επενδύει 600 εκ. ευρώ για παραγωγή υδρογόνου, που θα παράγεται κατά 80% με ΑΠΕ και κατά 20% από το Φ.Α. Η Ιταλία επιδιώκει μέχρι το 2030 να παράγει πάνω από 10 δισ.κυβ.μτρ. βιομεθάνιο.

β. Ένας από τους λόγους αποτυχίας του Cop25 ήταν το αλισβερίσι της εμπορίας των ρύπων. Ενώ για την επιτυχία των στόχων του 2030 η σημαντική αύξηση της τιμής μονάδας του διοξειδίου του άνθρακα είναι ορατή πραγματικότητα

γ. Οι μεγάλες εταιρείες υδρογονανθράκων εγκαταλείπουν συστηματικά άνθρακα και πετρέλαιο.

δ. Οι καινούργιες τεχνολογίες που συνοδεύουν την Οικολογική Μετάβαση συμβάλουν στην ποιοτική ανάπτυξη και ενισχύουν την εργασία. Οι εργαζόμενοι συνολικά στους ανθρακικούς σταθμούς στη Γερμανία είναι 20.000 και στις ΑΠΕ είναι 250.000. Απασχόληση για την παραγωγή του βιομεθανίου στη Ιταλία θα ξεπεράσει τις 20.000 ερ.

Η εκφρασθείσα εκτίμηση ότι η οικολογική μετάβαση αυξάνει συνολικά τις ανισότητες οφείλεται και αυτή σε μία λάθος προσέγγιση: οι χωροταξικές και άλλες παρόμοιες ανισότητες οφείλονται σε συγκεκριμένες επιλογές του προτύπου δόμησης π.χ. του μητροπολιτικού χάους της Αθήνας, δύσκολης και οικονομικά απάλυνσης. Ενώ ένα Green Deal που θα απομακρύνεται από την θατσερική θεώρηση, «η κοινωνία δεν υπάρχει», θα στοχεύει στην μείωση των ανισοτήτων, καθώς και πιθανών άλλων.

Η δυστοκία του ΣΥΡΙΖΑ

Η δυστοκία του ΣΥΡΙΖΑ να απαντήσει πειστικά στην πρόκληση του Green Deal και να διεκδικήσει την ηγεμονία της προώθησης και εφαρμογής του, οφείλεται και σε μια λάθος αντίληψη της οργάνωσης της πολιτικής, που ήταν εμφανής στην διαχείριση των Περιφερειακών Αναπτυξιακών Συνεδρίων, που οργάνωσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: δεν ήταν τυχαία η οποιαδήποτε έλλειψη της οικολογικής αντίθεσης. Η αντίληψη αυτή εξακολουθεί να είναι απόλυτα φορντική (καθετοποιημένη και κεντροποιημενη μαζική παραγωγή) σε μία ιστορική φάση που η παραγωγή και η γνώση έχουν αποκεντρωθεί και διαχυθεί στο χώρο (τογιοτική). Η οργάνωση της πολιτικής ενός κόμματος της Αριστεράς πρέπει να είναι «κρησάρα» που συλλέγει και οργανώνει τη διάχυτη γνώση και παραγωγή, στο χώρο και στα προβλήματα. Ένδειξη αυτής της δυσκολίας είναι ότι σε ένα κόμμα που τείνει να αποδεχθεί την οικολογική αντίθεση, η ενεργειακή και οικολογική πολιτική του διαμορφώνεται βασικά από οικονομολόγους που αγνοούν συστηματικά τις αρχές της θερμοδυναμικής και τις επιπτώσεις τους.


Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=10923