Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Διαχωρίζεται η Εκκλησία από τη θρησκεία;

Γιώργος, Σιακαντάρης

ΤΟ ΒΗΜΑ, 2020-03-22


Πολλοί μέμφονται την ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία γιατί δεν πήρε θέση που να αποτρέπει τους πιστούς από τη Θεία Κοινωνία. Προ τριετίας η ίδια Εκκλησία αντιτάχθηκε με σφοδρότητα στη νομική κατοχύρωση του δικαιώματος των διεμφυλικών ατόμων να ορίζουν – χωρίς χειρουργική επέμβαση – το φύλο τους. Με τον ίδιο, ίσως και μεγαλύτερο, ζήλο η Καθολική Εκκλησία διαχρονικά αντιτίθεται σε ζητήματα όπως οι αμβλώσεις και η χρήση προφυλακτικών. Αναχρονισμοί;

Οσο είναι παράλογο να απαιτούμε από τις Δημοκρατίες να μη στηρίζονται στις αρχές της πλειοψηφίας, τόσο είναι επίσης μάταιο να ζητάμε από την Εκκλησία να μην υπερασπίζεται τη Θεία Μετάληψη και άλλες συντηρητικές αλλά συστατικές αρχές της. Η Εκκλησία χρειάζεται τα θαύματα, τις τελετουργίες, τις λατρείες και τους λειτουργούς της για να «προωθεί» τη Βασιλεία του Θεού επί της γης. Η θεωρία της «έλλογης θρησκείας» είναι σαν μια θεωρία της βαρύτητας ή της σχετικότητας που θα στηριζόταν σε μεταφυσικές αποδείξεις. Το μόνο που μπορούμε από την πλευρά του Ορθού Λόγου να θέλουμε από την Εκκλησία είναι η χρήση ενός μη ακραίου διχαστικού λόγου.

Ο Βολταίρος, αν και καταδίκαζε με βαριές κατηγορίες οποιονδήποτε δήλωνε άθεος ή ακόμη και αγνωστικιστής, χαρακτήριζε «άτιμη» την Εκκλησία. Ποια όμως Εκκλησία εννοούσε; Οχι αυτήν του φορέα πίστης, έστω και διαμεσολαβημένης, αλλά αυτήν της υπερκοσμικής αυθεντίας για τα γήινα. Αυτός αμφισβητούσε την απαίτηση των Εκκλησιών με βάση τα δόγματά τους να καθορίζουν την ατομική ζωή. Για αυτόν και τον Διαφωτισμό η Εκκλησία και η Μοναρχία ήταν οι δύο αυθεντίες που παρεμπόδιζαν το αίτημα υπέρ της αυτονομίας του ατόμου. Ενα αίτημα που απειλούσε την εξ αποκαλύψεως αυθεντία της Εκκλησίας και την αυθαίρετη εξουσία της Μοναρχίας.

Νεωτερικότητα σημαίνει μετάβαση από το γαιοκεντρικό στο ηλιοκεντρικό σύστημα, από τη Βίβλο στον Δαρβίνο, από την Αποκάλυψη στο σκέπτομαι άρα υπάρχω, από την κοινότητα των πιστών στα ατομικά δικαιώματα, από την προάσπιση της εκκλησιαστικής ή της μοναρχικής αυθεντίας στο δημόσιο συμφέρον. Αν η Εκκλησία πίστευε σ’ όλα αυτά, θα έπαυε να είναι θρησκεία. Θα ήταν νεωτερικότητα. Για την Εκκλησία η ελευθερία βρίσκεται στην Πολιτεία του Θεού. Για τη νεωτερικότητα η ελευθερία ανήκει στον γήινο κόσμο. Η πρώτη θεωρεί τον εαυτό της υπερκοσμική αυθεντία, ενώ η δεύτερη δεν αναγνωρίζει καμία υπερβατική αυθεντία. Καμιά πλευρά δεν μπορεί να αλλάξει θέση, αν δεν θέλει να αρνηθεί τον εαυτό της. Νεωτερικότητα και Εκκλησία δεν μπορούν να υποχωρήσουν από τις θέσεις τους, αν δεν θέλουν να πάψουν να είναι ό,τι είναι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να διαλέγονται ως δύο διαφορετικές αντιλήψεις για το μέλλον όλων των ανθρώπων ως πολιτών και των πολλών ως πιστών.

Μα ο χριστιανισμός είναι πρωτίστως αγάπη και όχι πίστη, ισχυρίζονται κάποιοι. Αν και κάτι τέτοιο δεν το επιβεβαιώνουν οι ρατσιστικές και εθνικιστικές κραυγές κάποιων ιεραρχών, θα μπορούσε να αντιπαραβάλει κάποιος και τις εντελώς αντίθετες νηφάλιες φωνές εντός της Εκκλησίας. Σωστό, αλλά η διαμεσολαβητική θρησκεία δεν μπορεί να μην έχει ως προτεραιότητα την πίστη. Ο θεμέλιος λίθος για κάθε θρησκευτικό δόγμα είναι η πίστη στην απορρέουσα από τη διαμεσολάβησή του σωτηρία. Δεν υπάρχει όμως ελευθερία, ούτε καν αγάπη, εκεί όπου δεν υπάρχει απευθείας ατομική, και όχι διαμεσολαβούμενη, σχέση. Από την άλλη, δεν είναι νεωτερική και φιλελεύθερη αυτή η αντίληψη που αντιλαμβάνεται την πίστη μόνο ως ιδιωτική υπόθεση. Η νεωτερικότητα διεκδικεί τον χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος, αλλά αναγνωρίζει ότι αν και η πίστη σ’ έναν Θεό είναι μια ιδιωτική υπόθεση, παρόλα αυτά αποτελεί και μια μείζονα μορφή κοινωνικής παρέμβασης και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν. Η θεωρία της θρησκευτικότητας μόνο ως προσωπικής υπόθεσης είναι ένας εργαλειακός φιλελευθερισμός. Από τη στιγμή που τα άτομα «διαδηλώνουν» δημόσια την πίστη τους, αυτή η ενέργεια αποκτά κοινωνική σφραγίδα. Οσοι όμως στο όνομα του Διαφωτισμού γελοιοποιούν την ατομική πίστη, αγνοούν την ανεκτικότητα ως βασική αρχή του. Ο Λόγος αμφισβητεί την Εκκλησία στην κοσμική της διάσταση, τη «θεϊκή» την αφήνει στην ίδια. Αλλά και οι Ιεράρχες πρέπει να γνωρίζουν ότι στις Δημοκρατίες τα «χωράφια» τους καταγράφονται μόνο στο πνευματικό κτηματολόγιο και όχι στο εθνικό.

Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο ιδεολογικό, είναι και πρακτικό. Δεν μπορεί η Πολιτεία να ζητά από την Εκκλησία να εκπληρώνει αντ’ αυτής τις υποχρεώσεις της. Η Πολιτεία και μόνο αυτή όφειλε, όπως έκανε με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τις αθλητικές εγκαταστάσεις, τις καφετέριες, τα εμπορικά καταστήματα, να είχε προ πολλού αποφασίσει την αναβολή όλων των Λειτουργιών και όχι να περιμένει την Ιερά Σύνοδο.

Ο κορωνοϊός απέδειξε ότι στη χώρα μας χρειάζεται ένας τριπλός διαχωρισμός: της Εκκλησίας από το Κράτος, της Κοινωνίας των Πολιτών από την Εκκλησία των Πιστών και του Λόγου από τη Μεταφυσική. Αυτό μεταφράζεται σε τρεις μεταρρυθμίσεις: κατάργηση της συνταγματικής κατοχύρωσης περί επικρατούσας θρησκείας, κατάργηση της θρησκειοποίησης της πολιτειακής και πολιτικής ζωής (θρησκευτικός όρκος – θρησκευτικές εικόνες σε δημόσιες υπηρεσίες) και απαγκίστρωση της ίδιας της Εκκλησίας από την κοσμική εξουσία (πνευματικότητα αντί πλούτου και εξουσίας). Οσο αυτό το τελευταίο είναι δυνατόν.

Εκτύπωση στις: 2024-04-26
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=10957