Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ: ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ 21Ο ΑΙΩΝΑ

Ζακ, Ντελόρ

Ευρωπαϊκή Πρόκληση (www.pro.euro.gr), 2006-02-15


Ανταποκρινόμενος στην πρόσκλησή σας να εκφωνήσω το εναρκτήριο μάθημα αυτού του ακαδημαϊκού έτους, θα ήθελα να περιορισθώ στη γενική θεώρηση των προοπτικών της Ευρώπης, μια και στη διάρκεια της χρονιάς θα έχετε την ευκαιρία να αντιμετωπίσετε τις πτυχές της ευρωπαϊκής οικοδόμησης σε όλα τους τα τεχνικά σημεία. Αλλά όταν μιλά κανείς για γενική θεώρηση, πρέπει να βρει ένα τίτλο, τον οποίο συνοψίζω ως εξής: Η ενότητα της Ευρώπης, ένα σχέδιο για τον 21ο αιώνα.

Ακούω όλο και πιο συχνά, ιδιαίτερα από την άλλη όχθη της Μάγχης, και όχι μόνο από ειδικούς, καθηγητές, πολιτικούς παράγοντες και άλλους, να λένε: «η οικοδόμηση της Ευρώπης, όπως τη συνέλαβαν οι Πατέρες της Ευρώπης (και εδώ αναφέρομαι ιδίως στον Jean Monnet, τον De Gasperi, τον Schuman και σε άλλους) έχει ξεπερασθεί, έχει τελειώσει». Η προβληματική του κόσμου μας έχει αλλάξει ριζικά και οδηγεί αντιθέτως σε ένα είδος ανανέωσης της εθνικής ένταξης και των εθνών. Εν ολίγοις, θα έπρεπε να φτιάξουμε την Ευρώπη, αλλά ας τη φανταζόμαστε διαφορετικά.

Δεν νομίζω ότι μία ετυμηγορία τόσο αφοριστική θα μας επέτρεπε να προοδεύσουμε. Βεβαίως, πρέπει να προσπαθήσουμε αυτή τη στιγμή να μην αποτελματωθούμε στη σοβαρή κρίση που επιβαρύνει την Ευρωπαϊκή Ένωση και η οποία εξάλλου συνιστά το βασικό επιχείρημα εκείνων που υποστηρίζουν ότι το αρχικό σχέδιο είναι ξεπερασμένο. Είναι αλήθεια ότι η κρίση αυτή είναι σοβαρή, μέχρι σημείου να ρίχνει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα είδος ελαφρού κώματος, αν μου επιτρέπετε τη φράση αυτή. Όποιες και εάν είναι οι αιτίες της παρούσας κατάστασης, θα τις συνόψιζα εν συντομία σε τρεις παρατηρήσεις:

Μία κρίση υπαρξιακή, άρα και νομιμοποίησης, η οποία αντανακλά την ένταση μεταξύ του παγκόσμιου και του τοπικού. Οι πολιτικοί, οικονομικοί, κοινωνικοί παράγοντες σκέπτονται σφαιρικά. Οι πληθυσμοί είναι ολοένα πιο ανήσυχοι απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, τα φαινόμενα της μετανάστευσης, συλλογίζονται τοπικά. Αυτή την ένταση, που είναι αισθητή εδώ και χρόνια, από την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970, δεν έχουμε κατορθώσει να τη δαμάσουμε ούτε με όρους διαπαιδαγώγησης ούτε με όρους διακυβέρνησης.

Μια άλλη κρίση αφορά την κακή διαχείριση της επέκτασης της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Περάσαμε από τους 12 στους 27 σε είκοσι χρόνια. Χωρίς επαρκή εξήγηση σε ορισμένες χώρες, ιδίως στη δική μου. Αναμφίβολα άσχημα προγραμματισμένη, αυτή η διεύρυνση φάνηκε σαν ένα είδος βεβιασμένης απόκλισης, χωρίς να έχουμε ορίσει ένα πλαίσιο για να δαμάσουμε τις απορρέουσες αλλαγές.

Και, τέλος, μια κρίση συνδεόμενη με τις βαθιές αποκλίσεις όχι μόνον ως προς τις οικονομικές προοπτικές, αλλά και για τις μεγάλες επιδιώξεις της Ευρώπης. Μία κρίση εξάλλου για την οποία οι αρχηγοί των κρατών και κυβερνήσεών μας δεν θέλουν ποτέ να μιλήσουν στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια. Λείπουν βεβαίως και εκείνοι που γνωρίζουν την τεχνική της συναίνεσης. Καθόσον οι αποκλίσεις αυτές είναι τόσο μεγάλες, που δε θα μπορούσε κανείς να τις απαλείψει όλες, αλλά τουλάχιστον θα ήταν δυνατόν, όπως συνέβαινε πάντοτε στην Ευρώπη, από την εποχή των κρίσεων που προκάλεσαν ο στρατηγός Ντε Γκωλ και η Μάργκαρετ Θάτσερ, να βρεθούν κοινοί τόποι που συντηρούν το δυναμισμό και την πρόοδο της Ευρώπης.

Νομίζω ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να ορισθεί ως το σχέδιο του 21ου αιώνα, με αφετηρία τρία στοιχεία, τα οποία παρά την κοινοτυπία τους πρέπει να τα θυμόμαστε: Η Ευρώπη ως παράγοντας ειρήνης, η Ευρώπη ως συμβολή στην τιθάσευση της παγκοσμιοποίησης που μπορεί να είναι, όπως λέει και ο Αίσωπος, το καλύτερο και το χειρότερο των πραγμάτων και εν τέλει η Ευρώπη ως σχέδιο για την κοινωνία. Οπωσδήποτε όμως επιβάλλεται να δρομολογήσουμε την Ευρώπη. Και επιτέλους, θα σας προσκαλούσα να εισέλθουμε στον πολύπλοκο δαίδαλο των θεσμών, για να προσπαθήσουμε παρά ταύτα να δούμε με ποιο τρόπο θα ξαναβρούμε την ελάχιστη συναίνεση και θα επαναδρομολογήσουμε την Ευρώπη (άπαξ και ξεκαθαρισθούν τα προαπαιτούμενα).

Ι. Η Ευρώπη παράγοντας ειρήνης

Αυτή η θέση έχει καταστεί από πλευράς ορισμένων, περισσότερο ή λιγότερο νέων, αντικείμενο ειρωνείας. Η ειρήνη αποτελεί κεκτημένο μεταξύ μας, ακούγεται να λένε. Αυτή η επιχειρηματολογία παραβλέπει ένα θεμελιώδες πράγμα, είτε μιλά κανείς για την οικογένειά του είτε για την Ευρώπη είτε για το έθνος δεν υπάρχει όραμα ούτε τιθάσευση του μέλλοντος, χωρίς μνήμη. Δεν εννοώ ότι ο πόλεμος μπορεί να επανακάμψει μεταξύ της Γερμανίας και των γειτόνων της. Σας λέγω απλώς, ότι η προσπάθεια που απαιτήθηκε για να επιβληθούμε στις τραγικές μας μνήμες, στις πικρές αναμνήσεις μας, ήταν σημαντική. Και αυτή την προσπάθεια δεν βρήκα καλύτερο τρόπο να την περιγράψω από ό,τι η Άννα Άρεντ, η Εβραία φιλόσοφος, στο βιβλίο της που χρονολογείται από το 1961 «Η συγγνώμη και η υπόσχεση». Βρίσκω αυτή τη φράση αξιοθαύμαστη. Η συγνώμη που διαφέρει από τη λήθη. Το επαναλαμβάνει περισσότερες φορές. Η υπόσχεση στους γιους και τις κόρες γενεών που ενήργησαν πράγματι ως εγκληματίες, ότι δεν θα μείνουν διαρκώς στο περιθώριο της ιστορίας, ότι θα μπορέσουν να ενταχθούν στη κοινότητα της ανθρωπότητας και να ζήσουν όπως οι άλλοι. Εν ολίγοις, το αντίθετο πνεύμα από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών που είχε κλείσει τον προηγούμενο πόλεμο. Αυτή η φρασεολογία της συγχώρεσης και της υπόσχεσης απαιτεί ανάταση του πνεύματος, γενναιοδωρία και εμπιστοσύνη. Ο Αλμπέρ Καμύ το εξέφρασε ως ακολούθως στην αντιστασιακή εφημερίδα «Η Μάχη»: «Η πιο μεγάλη προσπάθεια που χρειάζεται να καταβάλουμε αφορά εμάς τους ίδιους. Προφανώς, εάν συνεχίσουμε να πλήττουμε τον εχθρό θα τον ενισχύσουμε εξίσου. Πρέπει λοιπόν σε εμάς τους ίδιους να επικεντρώσουμε την προσπάθεια».

Πίστευα πάντοτε, ματαίως, καθώς δεν μπόρεσα να πείσω τις κυβερνήσεις, ότι η συγχώρεση και η υπόσχεση ήταν το κλειδί για την επίλυση των προβλημάτων των Βαλκανίων, των χωρών μεταξύ των οποίων έχουν σωρευθεί βουνά μίσους και πικρών αναμνήσεων. Διαισθάνεται κανείς αυτό το δηλητηριώδες κλίμα μεταξύ των Σέρβων και των Κροατών, μεταξύ των Σέρβων και των Αλβανών, για να μη μιλήσουμε για τους Μακεδόνες και τους άλλους. Θα επιθυμούσα, για αυτές τις χώρες, για τα Βαλκάνια, αλλά οι προτάσεις μου δεν έγιναν αποδεκτές, να δείχναμε ότι εκείνη η έμπνευση που διέκρινε τους Πατέρες της Ευρώπης μεταξύ 1945-1950 μπορούσε να βρει πεδίο εφαρμογής. Αυτό θα ήταν δυνατόν να συμβεί με τη δημιουργία ενός πλαισίου που θα διευκόλυνε τις συναλλαγές, τη συνάντηση και τη συνεργασία. Ήταν η «Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα» (ΕΚΑΧ). Πιστεύω ότι από το 1995 θα έπρεπε να είχαμε προτείνει στα κράτη της πρώην Γιουγκοσλαβίας: «Δημιουργείστε αναμεταξύ σας μία ευρωπαϊκή ένωση πληρωμών και θα μπορέσετε να αναπτυχθείτε, να μεταβληθείτε, να αλλάξετε εποχή με την οικονομική και χρηματοπιστωτική βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση, νοούμενη ως παράγοντας ειρήνης μέσα στον κόσμο, δεν μπορεί να μένει αγκυλωμένη, παγωμένη σε ένα πρόσωπο, όποια και εάν ήταν η ευγένεια του ιδεώδους της εποχής.

Όταν άρχισα να στρατεύομαι, είχα τη δική μου ιδέα για την Ευρώπη. Την εποχή εκείνη δεν μπορούσα να προβλέψω ορισμένα από τα γεγονότα που ακολούθησαν. Συλλογιζόμουν στη βάση μιας Ευρώπης των 6 ή λίγο περισσότερων που θα περνούσε προοδευτικά από την οικονομία στην πολιτική, από την εσωτερική πολιτική στην εξωτερική πολιτική.

Αλλά η ιστορία έφερε τα πάνω κάτω, και σας το λέω επίσης για το μέλλον, εσείς που υποστηρίζετε με πάθος την Ευρώπη θα έχετε, όπως και εμείς, να κάνετε τη δραματική επιλογή μεταξύ του να διατηρήσετε την αντίληψή σας για το Ευρωπαϊκό μοντέλο ή να ανταποκριθείτε στις προκλήσεις της ιστορίας. Το ερώτημα αυτό τέθηκε στους Ευρωπαίους τρεις φορές. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, σε σχέση με τη Μεγάλη Βρετανία μπορούσαν να πουν έστω κάπως κυνικά ότι οι Άγγλοι θα ήταν λιγότερο βλαπτικοί μέσα παρά έξω. Εντέλει σκέφτηκαν ότι ήταν προτιμότερο η Μεγάλη Βρετανία να είναι μέσα, επιλογή την οποία ακόμη μετανιώνουν μερικοί.

Και στη συνέχεια ήταν η έξοδος από τη δικτατορία της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Αμέσως, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα τους άνοιξε τις αγκάλες. Υπήρχαν βεβαίως αντίθετες γνώμες, αλλά αγωνιστήκαμε και υποστηρίξαμε με αισθήματα αγαλλίασης την υποδοχή αυτών των νέων δημοκρατιών.

Το αποτέλεσμα με αυστηρώς οικονομικούς όρους ήταν να βγούν όλοι κερδισμένοι, τόσο οι εννέα που ανέπτυξαν το εξωτερικό τους εμπόριο και τις επενδύσεις τους στις χώρες αυτές, όσο και οι νεοεισερχόμενοι που μπόρεσαν να αναπτυχθούν εντυπωσιακά, χάρη στις διαρθρωτικές πολιτικές.

Τέλος, τρίτο παράδειγμα, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, του εξαιρετικού αυτού γεγονότος, που συνέβη χωρίς σύγκρουση. Είναι η περίσταση να χαιρετίσουμε όλους τους πολιτικούς άνδρες που την εποχή εκείνη κατόρθωσαν να βγούμε από τον ψυχροπολεμικό κόσμο χωρίς σοβαρές εντάσεις ούτε ανθρώπινες απώλειες.

Στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης που έβγαιναν από τη δικτατορία είχαμε υποσχεθεί την προσχώρηση στην οικογένειά μας το 1989 και 1990. Στη συνέχεια, κολλήσαμε λίγο στην άμμο μέχρι να αποφασίσουμε εάν θα έπρεπε να αρχίσουμε με την πολιτική στέγη ή καλύτερα από την οικονομία. Αναμφίβολα μας έλειπε φαντασία και τόλμη με το να μην τους δώσουμε πιο γρήγορα πολιτική στέγη. Έτσι θα είχε δημιουργηθεί ένα κλίμα διαφορετικό κι ιδίως θα υπήρχε από πλευράς τους λιγότερη έλξη για την Ατλαντική Συμμαχία και το Αγγλοσαξωνικό μοντέλο: ένα λάθος, το τίμημα του οποίου συνεχίζουμε να πληρώνουμε.

Δεν έφτασε το τέλος. Η ιστορία δεν παύει να μας προκαλεί. Για την Τουρκία, το ερώτημα είναι να ξεκαθαρίσουμε εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση, απέναντι στην άνοδο των φονταμενταλισμών, την άρνηση του άλλου, τη βία των επιθέσεων, πρέπει να πει όχι, οριστικά όχι. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό θα ενισχύαμε την αίσθηση ότι ο χριστιανικός κόσμος απορρίπτει τον μουσουλμανικό κόσμο. Δεν πρέπει να δώσουμε το αντίθετο μήνυμα, δείχνοντας το ανοιχτό μας πνεύμα, το πάθος μας για τον σεβασμό των άλλων και των πεποιθήσεων τους, για την οδό του διαλόγου και για την αμοιβαία αναγνώριση; Αυτό έπραξε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λέγοντας «ναι» στις διαπραγματεύσεις. Τίποτε περισσότερο. Απομένει στον καθένα να αποδείξει ότι μπορούμε να ζήσουμε μαζί, σε ένα πνεύμα διαφορετικότητας, υπαγόμενοι σε κανόνες του παιγνιδιού που αποδέχονται όλοι. Η δοκιμασία θα συντελεσθεί κατά τη διάρκεια ακριβώς των διαπραγματεύσεων.

Αυτό δείχνει ότι η Ευρώπη δε υποφέρει από τη νοσταλγία ενός μοντέλου, αλλά ότι είναι ικανή να απαντά στις προκλήσεις της ιστορίας.

Μπορούμε, από το σημείο αυτό, να αναλογισθούμε ένα από τα προσφιλή θέματα του αμερικανικού τύπου, το οποίο ανέλαβε και ο ευρωπαϊκός τύπος κατά τη διάρκεια του δευτέρου πολέμου στο Ιράκ: τί βαρύτητα έχει η ήπια δύναμη της Ευρώπης δίπλα στην σκληρή δύναμη των ΗΠΑ, τη στρατιωτική ισχύ; Χρειάζονται ωστόσο και οι δύο «δυνάμεις». Αυτοί που στο όνομα της ήπιας δύναμης καταδικάζουν όλες τις στρατιωτικές επεμβάσεις είναι αφελείς και δεν κατανοούν τον κόσμο όπως πράγματι είναι. Αλλά εκείνοι που χλευάζουν την ήπια δύναμη απορρίπτουν τη μόνη δυνατότητα που έχουμε να βελτιώσουμε τον ΟΗΕ και να δείξουμε ότι με το δίκαιο και τις ρυθμίσεις στο παγκόσμιο επίπεδο μπορούμε να περιορίσουμε τη βία, να την κάνουμε να υποχωρήσει. Από την άποψη αυτή, το ευρωπαϊκό μοντέλο προσφέρει μαθήματα σε όλους όσους θα ήθελαν να βρούν για τον κόσμο μας τη δυνατότητα να επικαλείται ακόμη περισσότερο τους κανόνες δικαίου.

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα που είναι εμπορικό, αλλά το οποίο συνιστά πρόοδο στα μάτια όλων των ειδικών επί των διεθνών ζητημάτων. Το γεγονός ότι ο ΟΠΕ εφοδιάζεται με μία αρχή διαμεσολάβησης και διαιτησίας δείχνει ήδη ότι σε ένα διεθνή οργανισμό δεν περιορίζεται κανείς στην υπογραφή συμφωνιών, αλλά αποκτά τη δυνατότητα διαιτησίας. Είναι ο θρίαμβος της ήπιας δύναμης και του δικαίου. Τίποτα δεν είναι κερδισμένο με βεβαιότητα, αλλά γιατί να απογοητευόμαστε; Γιατί να μην δίνουμε τη μάχη για την τιθάσευση της παγκοσμιοποίησης μέσ’ από τον θρίαμβο του δικαίου και μεσ’ από τη συντονισμένη δράση για την σταθερή και αλληλέγγυα ανάπτυξη του πλανήτη;

ΙΙ. Η Ευρώπη και η τιθάσευση της παγκοσμιοποίησης

Μη πιστεύετε εκείνους που λένε ότι υπάρχουν δύο αντιλήψεις για την Ευρώπη: Η Ευρώπη ως χώρος και η Ευρώπη ως δύναμη. Είναι ένας ξεπερασμένος διαχωρισμός. Η Ευρώπη είναι ήδη δύναμη, αν και όχι ακόμη η δύναμη που θα επιθυμούσαμε. Αλλά δείτε πού βρίσκεται ήδη η Ευρώπη μας: πρώτη εμπορική δύναμη παγκοσμίως, η οποία γίνεται συχνά σεβαστή στην παγκόσμια διαπραγμάτευση. Πρώτη στην αναπτυξιακή βοήθεια, συνεισφέροντας το 70% της παγκόσμιας βοήθειας. Πρώτη στην ανθρωπιστική βοήθεια, στοιχείο αποφασιστικό για τις συμφωνίες του Κιότο που αφορούν το περιβάλλον. Και τέλος, το Ευρώ, ένα νόμισμα υπολογίσιμο διεθνώς.

Ας παίρνουμε ρεαλιστικές τοποθετήσεις χωρίς να απογοητευόμαστε και χωρίς να έχουμε ψευδαισθήσεις. Δυνατοί στην ικανότητά μας για εργασία, δυνατοί στην ικανότητά μας για δημιουργία, ας επανακτήσουμε την πεποίθησή μας στο πανεπιστημιακό και ερευνητικό πεδίο. Θα μπορέσουμε λοιπόν να επηρεάσουμε περισσότερο τον κόσμο, όχι για να επιβληθούμε, αλλά για να τον επηρεάσουμε στην κατεύθυνση των θεμελιωδών αξιών μας της ειρήνης, του σεβασμού των άλλων, της διάδοσης κοινών κανόνων για να συμβιώνουμε καλύτερα.

Η παγκοσμιοποίηση απαιτεί τη συνεισφορά της Ευρώπης στο επίπεδο της εσωτερικής της εμπειρίας αλλά ακόμη και στο επίπεδο των καινοτόμων ιδεών της. Είναι μία συζήτηση που προκλήθηκε στο εσωτερικό της Ένωσης, γιατί σήμερα δεν μπορεί να πει κανείς: η ελευθερία των συναλλαγών, σε όλες της τις πτυχές, οδηγεί στην πρόοδο όλων των λαών. Μπορεί να ειπωθεί ότι η ελευθερία των συναλλαγών συνέβαλε στην πραγματοποίηση προόδου, χωρίς όμως να καταστεί η ελευθερία των συναλλαγών η νέα ιδεολογία, το θαυματουργό ιατρικό. Το πρόβλημα είναι σύνθετο. Θα ήθελα να το περιγράψω με δύο παραδείγματα: Πρώτα πρώτα, όταν μιλά κανείς για χώρες στο στάδιο της ανάπτυξης βάζει μαζί για παράδειγμα τη Βραζιλία και το Μαλί ή την Κίνα και ένα κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Αλλά θα έπρεπε να διακρίνουμε τα αναπτυσσόμενα κράτη που είναι ήδη ισχυρά: Η Βραζιλία, η Κίνα, η Ινδία, από τις οποίες αναμένουμε συμβολή στο διεθνές εμπόριο τόσο σημαντική όσο και η δική μας. Η Κίνα είναι σήμερα σε θέση να χρησιμοποιεί πλήρως το δυναμικό της σε ανειδίκευτους εργάτες ή στοιχειωδώς ειδικευμένους, αλλά επίσης και να αποδίδεται στις πλέον τεχνολογικώς εξελιγμένες δραστηριότητες που γνωρίζουμε. Αυτές οι χώρες δεν πρέπει να θεωρούνται χώρες στον δρόμο της ανάπτυξης, εκ προοιμίου φτωχές, απέναντι στις οποίες θα έπρεπε να καταβάλουμε μονομερή προσπάθεια. Αντιθέτως, πρέπει να είμαστε χορηγοί προς τα πιο φτωχά κράτη. Όπως είπε ο Pascal Lamy, για τις αφρικανικές χώρες «δεχόμαστε όλα τα προϊόντα, εκτός βέβαια από τα όπλα».

Άλλη σημαντική διάκριση και δεν θα ήθελα να εκλάβετε αυτό που θα πω ως υποστήριξη των γαλλικών θέσεων. Η γεωργία δεν είναι μία δραστηριότητα όπως οι άλλες, καθώς αποτελεί μέρος της παράδοσής μας και των κοινωνιών μας. Ακόμη και εάν η αστικοποίηση είναι ισχυρή, η αγροτική κοινωνία παραμένει ένα στοιχείο του πλούτου μας και της ανθρώπινης και πολιτιστικής μας πολυμορφίας. Αποκτήσαμε, χάρη στην αγροτική πολιτική, ένα επίπεδο ασφάλειας των προϊόντων και μάλιστα ακόμη και όταν υπήρχε ένα ατύχημα όπως οι τρελές αγελάδες, η αντίδραση επέτρεψε να βρούμε ένα επίπεδο ασφάλειας των προϊόντων που είναι σημαντικό τόσο για την υγεία όσο και για το περιβάλλον. Το ζήτημα είναι βεβαίως σύνθετο, αλλά ένα παράδειγμα θα μπορούσε να είναι διαφωτιστικό για τα διλήμματά μας: εύχομαι το Μαλί να μπορεί να πωλεί το βαμβάκι του ιδίως στις ΗΠΑ που είναι οι πλέον προστατευτικές. Αλλά φανταστείτε ότι στη διάρκεια δύο ετών, και αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί σε σχέση με όλες τις πρώτες ύλες, υπάρχει μία κάθετη πτώση στην κατανάλωση βαμβακιού. Εάν αυτά τα κράτη δεν διαθέτουν τα ίδια, για το 80% του πληθυσμού τους, διατροφικά προϊόντα για τη σίτησή τους, θα δεινοπαθήσουν πάλι.

Σύμφωνα με το υπάρχον σύστημα, μεγάλα επιχειρηματικά συγκροτήματα κυριαρχούν στον κόσμο, πράγμα που δεν είναι προς όφελος των αναπτυσσόμενων χωρών και αποτελεί τον λόγο για τον οποίο ακτιβιστές αγροτικών κινήσεων στη Γαλλία, την Ιταλία και αλλού προσπαθούν να βοηθήσουν τις χώρες αυτές να παραγάγουν ό,τι τους είναι απαραίτητο για να ζήσουν, να πολλαπλασιάσουν την παραγωγικότητά τους σε δημητριακά, γαλακτοκομικά και άλλα προϊόντα. Οι Ευρωπαίοι δεν συζητούν με ειλικρίνεια για τις πραγματικότητες αυτές. Συνομιλούν για τις αρχές της κοινής αγροτικής πολιτικής, το οικονομικό της κόστος, αλλά δεν συζητούν αρκετά για ό,τι κατά τη γνώμη μου θα μπορούσε να τους οδηγήσει στην εξεύρεση συμφωνίας για μία αναθεώρηση που διατηρεί την αγροτική μας δύναμη, ευνοεί την αγροτική ανάπτυξη και το περιβάλλον, βοηθώντας ταυτοχρόνως τις πιο φτωχές χώρες να αποκτήσουν τα μέσα ικανοποιητικής διατροφής τους και να επιτύχουν μία ζωτική μορφή διατροφικής αυτονομίας.

Σε αυτή την παγκόσμια ρύθμιση, υπάρχει ωστόσο η ανησυχητική δύναμη του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού. Δεν θα σας θέσω παρά μόνον ένα ερώτημα: πιστεύετε ότι θα είναι δυνατόν επί τριάντα χρόνια οι επιχειρήσεις να επιτυγχάνουν από τη δραστηριότητά τους καθαρές αποδόσεις ετησίως 15% επί των ιδίων κεφαλαίων τους; Και εάν ναι, εις βάρος ποίων; Εις βάρος των καταναλωτών ή των μισθωτών; Αλλά μιλείστε για τα ζητήματα αυτά με ένα σοβαρό ειδικό επί χρηματοοικονομικών θεμάτων και θα σας πει ο ίδιος ότι κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Πρέπει να αποκατασταθεί η ισορροπία των πραγμάτων, μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας, μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και της αγοράς. Αλλιώς...

Αυτό που αποκαλύπτει η Ευρωπαϊκή εμπειρία είναι ότι για ορισμένες χώρες μπορεί να θριαμβεύσουν στις μεταξύ τους σχέσεις οι κανόνες δικαίου και θα παρατηρήσετε ότι άλλοι περιφερειακοί οργανισμοί, που είναι πολύ πιο χαλαροί από ό,τι η Ευρώπη, αρχίζουν να ενδιαφέρονται. Ο MERCOSUR προσπάθησε να αντιγράψει ουκ ολίγες από τις εσωτερικές μας πρακτικές και σήμερα είναι οι χώρες της Νοτιανατολικής Ασίας που κατάλαβαν καλά ότι χωρίς ποτέ να συνομιλούν μεταξύ τους, αγνοώντας η μία την άλλη, ή περιοριζόμενες σε πομπώδεις συναντήσεις αρχηγών κρατών, δεν κατορθώνουν να αντιμετωπίσουν μαζί προβλήματα που ωστόσο τους είναι κοινά.

Σε αυτή την οργανωτική τιθάσευση της παγκοσμιοποίησης δύο όψεις μου φαίνονται ουσιώδεις: για την πρώτη μιλάμε καθημερινά, αλλά πρέπει να το επαναλάβουμε: το περιβάλλον πρέπει να περιληφθεί σε όλες τις πολιτικές, η υπερθέρμανση του πλανήτη και τα άλλα ζητήματα της μόλυνσης είναι προβλήματα πολύ σοβαρότερα απ’ ό,τι νομίζουμε. Όλες οι πολιτικές, αγροτική, βιομηχανική, ενεργειακή, είναι αλληλένδετες. Η δεύτερη είναι να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο πρόσφορο για την ανάδειξη των κανόνων του διεθνούς παιγνιδιού. Είναι στο πνεύμα αυτό που, εδώ και 15 χρόνια, υποστηρίζω ένα Συμβούλιο Οικονομικής Ασφάλειας, το οποίο, αρχικά, θα περιοριζόταν στη διατύπωση διαγνώσεων, αλλά σιγά σιγά, συνομιλώντας με τους διεθνείς οργανισμούς, θα κατόρθωνε να εισαγάγει και να διαδώσει την ιδέα μεταξύ των αρχηγών κρατών ότι υπάρχουν εφικτές λύσεις για να αποφύγουμε το χειρότερο ή για να περιορίσουμε τις ζημιές. Η Ευρώπη από το ίδιο της το πνεύμα, είναι η απόδειξη ότι μπορούμε να πορευθούμε προς ένα κόσμο δικαιότερο και περισσότερο ενδιαφερόμενο για μία βιώσιμη ανάπτυξη.

ΙΙΙ. Η Ευρώπη, πιο σχέδιο για την κοινωνία;

Η Ευρώπη είναι επίσης ένα σχέδιο για την κοινωνία ή σχέδια για την κοινωνία; Η ενότητα μέσα στη διαφορετικότητα, τί σημαίνει αυτό; Αυτό που έχουμε ασυζητητί κοινό είναι η δημοκρατία, έστω κι’ αν πρέπει να αναζωογονηθεί, και την ισορροπία μεταξύ της κοινωνίας και του ατόμου. Ξεχνάμε περισσότερο από όσο πρέπει αυτό το τελευταίο σημείο. Στην Ευρώπη, δεν γίνεται δεκτό να είναι η κοινωνία τόσο απαιτητική, ώστε να πνίγει το άτομο, αλλά σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, δεν γίνεται δεκτό να είναι το άτομο τόσο αποστασιοποιημένο, ώστε να παραβλέπει την κοινωνία και τα στοιχειώδη αισθήματα αλληλεγγύης. Και την προβολή της αρχής αυτής τη βρίσκουμε σε όλους τους τομείς, αρχής γενομένης φυσικά από το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας, το οποίο επίσης μας είναι κοινό, ακόμη και εάν παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με τη χώρα.

Τότε λοιπόν τί είναι αυτό που μας χωρίζει και το οποίο δεν θα σταματήσω ποτέ να το επαναλαμβάνω, πρέπει να το αντιμετωπίσουμε κάποτε σοβαρά. Κατ’ αρχάς είναι η διαφορά των κοινωνικών μοντέλων. Δεν υπάρχει ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, μπορεί δε να διακρίνει κανείς τέσσερα, για λόγους αναγόμενους στην ιστορία, τις παραδόσεις, τη φύση των κοινωνικών σχέσεων και τον ρόλο που αποδίδουν στο κράτος. Αλλά καθένα από αυτά τα μοντέλα πρέπει να προσαρμοστεί απέναντι σε όλες τις προκλήσεις, και πρώτη ανάμεσά τους είναι η δημογραφική εξέλιξη, την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών, τον αγώνα ενάντια στην ανασφάλεια... Στους τομείς αυτούς οι αρμοδιότητες είναι ουσιαστικά εθνικές, αλλά υπάρχουν τομείς όπου υπερισχύει η ευρωπαϊκή εναρμόνιση.

Στο σημείο αυτό βρίσκεται κατά τη γνώμη μου η πιο διαστρεβλωτική επίθεση κατά της Ευρώπης: έρχεται από εκείνους που απαιτούν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις επιχειρήσεις να συμπληρωθεί με τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα έθνη. Σας εφιστώ την προσοχή: εάν αυτό συνεχιζόταν, τότε δεν επρόκειτο ποτέ να υπάρξει πολιτική Ευρώπη, θα υπήρχε μάλιστα αποσύνθεση του ευρωπαϊκού κεκτημένου από τις υπερβολές του οικονομικού και κοινωνικού ντάμπινγκ.

Τελευταίο ερώτημα που χωρίζει, ποιά προστιθέμενη αξία μπορεί να συνεισφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση; Ας θυμηθούμε τη λευκή βίβλο μου του 1993 «Ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα και απασχόληση», που έγινε δεκτή από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αλλά δεν εφαρμόστηκε εξ αιτίας της απροθυμίας των υπουργών οικονομικών. Ε λοιπόν, δεν επρόκειτο για την μετάθεση όλων των προβλημάτων στην Ευρώπη, αλλά για την εισφορά μιας προστιθέμενης αξίας από τη συνεργασία που ενισχύει, χάρη στα ευρωπαϊκά προγράμματα υποδομών στις μεταφορές, στις νέες τεχνολογίες, στην έρευνα... Αναμένουμε πάντα μία απάντηση στο ύψος του διακυβεύματος.

Από την άποψη αυτή, η Οικονομική και Νομισματική Ένωση είναι μία δοκιμασία. Αλλά μιά και κάποτε γίνεται λόγος για την έκθεση Delors σε σχέση ακριβώς με την ΟΝΕ (1989), η έκθεση αυτή πρότεινε ένα ισορροπημένο σχέδιο μεταξύ δημοσιονομικών και οικονομίας, σύμφωνα με τις καλύτερες εθνικές εμπειρίες. Αλλά από την άρνηση στην εγκατάλειψη και κάτω από την επήρεια της μονοσήμαντης σκέψης, βρεθήκαμε σε μία κατάσταση όπου η Οικονομική και Νομισματική Ένωση δε βαδίζει παρά με το ένα πόδι, το νομισματικό της σκέλος. Το αποτέλεσμα είναι ότι το Ευρώ προστατεύει, αλλά δεν παρέχει δυναμισμό. Μία τροποποίηση είναι συνεπώς αναγκαία, επιβεβλημένη: να καταστεί η Οικονομική και Νομισματική Ένωση η πρώτη ενισχυμένη συνεργασία. Θεωρείται φυσικό τα κράτη που μετέχουν στη ζώνη του Ευρώ, όταν παίρνουν μία απόφαση, να είναι υποχρεωμένα να λάβουν την έγκριση των 13 χωρών που δεν είναι στη ζώνη; Η ζώνη ευρώ πρέπει να καταστεί μία ενισχυμένη συνεργασία με την εξισορρόπηση της οικονομίας και του νομίσματος και με τη συμφωνία επί ενός ελαχίστου συνεργασίας. Μία από τις χώρες που έλαβε από τις μεγαλύτερες οικονομικές ενισχύσεις στο όνομα της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, είναι η χώρα, η οποία εδώ και μερικά χρόνια, αποφάσισε να μειώσει με τρόπο επιθετικό το ποσοστό φορολόγησης των επιχειρήσεων. Είναι αυτό οικογενειακό πνεύμα; Είναι αποδεκτό;

Ποιοι είναι λοιπόν οι δύσκολοι δρόμοι ενός δυναμικού συμβιβασμού, μια και, όπως καλά βλέπετε, οι χώρες έχουν σκληρύνει τις αποκλίσεις τους σε ό,τι αφορά το σχέδιο για την κοινωνία; Οπωσδήποτε θα υπάρχουν πάντοτε μεταβαλλόμενες πλειοψηφίες, δεξιές, κεντρώες, αριστερές. Αλλά η ευρωπαϊκή συναίνεση πρέπει να μπορεί να διατηρηθεί ως προς ό,τι αποτελεί την ουσία του «γαμήλιου συμβολαίου». Για να βρεθεί μία λύση, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι πρόκειται για την ικανότητά μας να προσαρμοζόμαστε, χωρίς να απαρνούμεθα τους ευατούς μας, πρέπει να αποσαφηνίσουμε τη συζήτηση, να δεχθούμε τις διαφορές των εθνικών εμπειριών γύρω από δύο κεντρικές ιδέες τις οποίες επιθυμώ απλώς να θέσω υπόψη σας.

Πρώτη ιδέα: ποιά ισορροπία πρέπει να βρεθεί μεταξύ των οικονομικών και κοινωνικών αξιών μας, από τη μια πλευρά, και την αναδυόμενη δύναμη της οικονομίας της αγοράς, από την άλλη;

Δεύτερη ιδέα: το κοινωνικό είναι παράγοντας ανάπτυξης, παράγοντας οικονομικός και όχι υποπροϊόν της οικονομίας. Εξάλλου, τα κράτη τα οποία επιδεικνύουν τη μεγαλύτερη επιτυχία προσαρμογής είναι αυτά που έχουν τον πιο παραγωγικό κοινωνικό διάλογο και μία στέρεη κληρονομία κοινωνικής πρόνοιας.

Να λοιπόν, όπως μου φαίνεται, δύο ερωτήματα γύρω από τα οποία οι αρχηγοί των κυβερνήσεών μας θα έπρεπε να συμφωνήσουν για να βγούμε από την παρούσα κατάσταση και να βρούμε εκ νέου τις βάσεις μιας ελάχιστης συναίνεσης χωρίς την οποία είναι αδύνατον να προοδεύσουμε.

IV. Η Ευρώπη σε ρυθμό μιας νέας εκκίνησης

Για να προσεγγίσουμε το «τί δέον γενέσθαι» θα ήθελα να αναπτύξω δύο θέματα, το πρώτο που σας είναι γνωστό: την ομοσπονδία εθνών-κρατών και το άλλο που σας είναι λιγότερο γνωστό: τη διαφοροποίηση.

Πρώτα πρώτα, να εμβαθύνουμε την ομοσπονδία των εθνών-κρατών. Η δύναμη της κληρονομιάς της Ευρώπης έγκειται σε δύο στοιχεία: την ισότητα μεταξύ των χωρών (διαρκώς λησμονημένη), στην Ευρώπη των έξι ακουγόταν το Λουξεμβούργο όσο και η Γερμανία. Η ισότητα μεταξύ των κρατών δεν σημαίνει ισότητα ποσοστών της ψήφου, αλλά είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης του άλλου, ένα ήθος συμπεριφοράς το οποίο είναι πραγματικά ουσιαστικό.

Δεύτερον, το δίκαιο, πρωταρχικό στοιχείο ρύθμισης, μαζί βεβαίως με τον ρόλο του Δικαστηρίου.

Έρχομαι στο θεσμικό τρίγωνο: Το Συμβούλιο των Υπουργών, το Κοινοβούλιο και την Επιτροπή. Εφόσον αυτό το τρίγωνο λειτουργεί, τότε η Ευρώπη προχωρεί. Γιατί; Επειδή είναι ένα θεσμικό σύνολο, το οποίο προετοιμάζει τις κατευθύνσεις προς υποβολή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο από τη στιγμή που το τρίγωνο αυτό δεν λειτουργεί, έχει την τάση να καταπιάνεται με όλα σε ένα είδος διακυβερνητικής ατμόσφαιρας. Οι αρχηγοί κρατών παρασύρονται από αυτήν την έλλειψη προετοιμασίας και εκδίδουν ανακοινώσεις 30 με 40 σελίδων, ακόμη και όταν δεν έχουν τίποτε αποφασίσει. Κατά δεύτερον, υπάρχει η προετοιμασία των αποφάσεων του Συμβουλίου των Υπουργών, όταν συναποφασίζει με το Κοινοβούλιο. Τρίτον, η εκτέλεση των αποφάσεων, είτε από την Επιτροπή είτε γενικότερα από τα κράτη μέλη. Και τέλος μην ξεχνάμε την ουσιώδη επιταγή: να εφευρίσκουμε την απλότητα και να σεβόμαστε την επικουρικότητα.

Η απλότητα είναι κατά τη γνώμη μου μία ουσιώδης συνταγή για την ανέλιξη της δημοκρατίας. Όσο πιο απλό είναι κάτι χωρίς να προδίδει την πραγματικότητα, τόσο περισσότερο οι άνθρωποι το κατανοούν, έχοντας συγχρόνως την αίσθηση ότι συμμετέχουν στο έργο.

Κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος στη Γαλλία, αν και εξηγούσα ότι τα προβλήματα της απασχόλησης και τα κοινωνικά προβλήματα ανήκαν στην αρμοδιότητα των εθνών-κρατών, συνέχιζαν να επιχειρηματολογούν ωσάν να επρόκειτο για λάθη της Ευρώπης. Δεν ήμουν απολύτως σύμφωνος με την έννοια της κατανομής αρμοδιοτήτων, αλλά πιστεύω ότι η επαναλειτουργία του θεσμικού τριγώνου με το Συμβούλιο των υπουργών γενικών υποθέσεων είναι από τις πλέον σημαντικές προτεραιότητες. Οι υπουργοί εξωτερικών είναι οι πιο κατάλληλοι για να χειρισθούν τα προβλήματα, ό,τι και εάν λένε οι πρωθυπουργοί... και οι άλλοι υπουργοί.

Είναι ένα σύστημα το οποίο λειτουργεί καθημερινά αν το αφήσεις να λειτουργήσει, εάν πάψεις να παραμελείς την Επιτροπή, εάν στο Συμβούλιο γενικών υποθέσεων, όταν συζητούνται τα εσωτερικά προβλήματα της Ευρώπης, παρίστανται οι ίδιοι οι υπουργοί για να δεσμεύουν τις κυβερνήσεις τους.

Μετά από την επιχειρηματολογία αυτή υπέρ της κοινοτικής μεθόδου, θα μου επιτρέψετε μία μικρή παρέκκλιση για τους φοιτητές: προπολεμικώς, η ομοσπονδιακή κίνηση αγωνιζόταν ενάντια στον εθνικισμό, καθώς έβλεπε να έρχονται τα δράματα. Ταύτισε τον εθνικισμό και το έθνος, μέχρι σημείου που υιοθέτησε την ιδέα ότι η συστολή των εθνών ήταν προαπαιτούμενο της ειρήνης. Αυτό δεν αποτέλεσε ποτέ μέρος του σχεδίου μου, εξού και η διατύπωσή μου... Ομοσπονδία εθνών-κρατών.

Εντέλει, για να υπερασπισθούμε την ιδέα της διαφοροποίησης, μπορεί κανείς να θέσει ένα απλό ερώτημα, χωρίς να παραπέμψει σε περισσότερα παραδείγματα, εάν έπρεπε να περιμένουμε ότι οι τότε 15 χώρες μέλη της Ένωσης θα συμφωνούσαν για τη δημιουργία του Ευρώ, πού θα βρισκόταν το Ευρώ; Πού θα ήταν η Οικονομική και Νομισματική Ένωση;

Η διαφοροποίηση επιτρέπει να συμφιλιώσουμε την διεύρυνση με την εμβάθυνση. Ο κ. Γκένσερ ανέφερε συχνά αυτήν τη φράση: «δεν μπορεί κανείς να υποχρεώσει μια χώρα να πάει πιο μακριά, αλλά και αντιστρόφως δεν μπορεί η χώρα αυτή να εμποδίσει τους άλλους να το πράξουν». Αυτή είναι η δικαιολόγηση της διαφοροποίησης που μπορεί να λάβει χώρα σε περιόδους μεταβατικές ή ενισχυμένης συνεργασίας. Τα νέα κράτη μέλη είναι απολύτως αντίθετα σε αυτήν ιδέα, όπως διαπίστωσα κατά τις τελευταίες συναντήσεις μου με τους Πολωνούς και Τσέχους υπουργούς. Πιστεύω ότι αυτό που δεν τους επιτρέπει να θεωρήσουν με ακρίβεια το πρόβλημα συνδέεται με το πάθος για το ποδόσφαιρο, το οποίο έχει καταστεί ένα από τα σημαντικά στοιχεία της σύγχρονης ζωής, καθώς μας προσάπτουν ότι θέλουμε να παίξουμε στην πρώτη κατηγορία και ότι τους αναγκάζουμε να παίξουν στη δεύτερη κατηγορία. Όχι, δεν πρόκειται περί αυτού. Οι ενισχυμένες συνεργασίες υπακούουν στο γενικό γαμήλιο συμβόλαιο και στους κανόνες του παιγνιδιού. Δεν ισχύει ότι επειδή θα συσταθεί μία ενισχυμένη συνεργασία, θα καταστεί δυνατή η μη εφαρμογή των κανόνων του γαμήλιου συμβολαίου στους 25 ή τους 27. Κατά συνέπεια, πρέπει οπωσδήποτε να τους εξηγήσουμε ότι χωρίς ενισχυμένες συνεργασίες, χωρίς διαφοροποίηση, δεν θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε, να επωφεληθούμε από καινοτομίες, να πάμε πιο μακρυά, χωρίς να θυμώσουμε τους άλλους. Επειδή οι ενισχυμένες συνεργασίες παραμένουν ανοικτές σε όλους, υπό τον όρο ότι θέλουν και μπορούν.

Θα καταλήξω έτσι με τη Μεγάλη Ευρώπη, αυτή των 27 και αύριο άνω των 30; Μπορεί να ισχυρισθεί ότι στα επόμενα 15 χρόνια, είναι σε θέση να πραγματοποιήσει όλους τους σκοπούς που περιλαμβάνονται στις Συνθήκες; Απαντώ όχι και θα ήθελα σε ένα πνεύμα ρεαλισμού, να προτείνω τρεις επιδιώξεις για αυτή τη Μεγάλη Ευρώπη:

- Την ειρήνη και την αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ των χωρών και των λαών.

- Ένα πλαίσιο για σταθερή και αλληλέγγυα ανάπτυξη.

- Τον εμπλουτισμό της πολιτισμικής διαφορετικότητας.

Η πεποίθησή μου ως πολίτη είναι ότι εάν από τώρα έως το 2020 αυτοί οι στόχοι είχαν επιτευχθεί, οι ιστορικοί θα έλεγαν ότι η Ευρώπη κέρδισε το στοίχημά της και ότι έχει δαμάσει ένα μέρος των προβλημάτων της παγκοσμιοποίησης. Αλλά, εάν προσπαθήσουμε να τα κάνουμε όλα συγχρόνως, ε τότε, μου φαίνεται ότι δεν θα επιτύχουμε! Δεν θα κάνουμε άλλο από το να πολλαπλασιάζουμε την επίδραση που έχουν οι εξαγγελίες χωρίς συνέχεια...

Σε σχέση με το πλαίσιο για μία ανάπτυξη σταθερή και αλληλέγγυα, επανερχόμαστε στη συζήτηση για το σχέδιο της κοινωνίας. Θα επέμενα και πάλι στο τρίπτυχο της Ενιαίας Πράξης, το οποία παραμένει κατά τη γνώμη μου ο χρυσός κανόνας για να προοδεύσουμε: «ο ανταγωνισμός που αναζωογονεί, η συνεργασία που ενδυναμώνει, η αλληλεγγύη που ενώνει». Και η συζήτηση για την ιδέα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής εύχομαι να αρχίσει από το σημείο αυτό. Όταν βλέπω τις συζητήσεις για τις προοπτικές του προϋπολογισμού 2006/2013, υπάρχουν κατά βάθος δύο θεωρίες: είναι εκείνοι που λένε «να δώσουμε στα κράτη που είναι πιο πίσω τη μικρότερη επιταγή που είναι δυνατόν». Υπάρχουν και οι άλλοι που λένε, επικαλούμενοι το πνεύμα της Ενιαίας Πράξης, «το διακύβευμα είναι να εγκαθιδρύσουμε ένα συνεταιρισμό μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των κρατών και των Περιφερειών και αυτός ο συνεταιρισμός να ισχύει τόσο για τις Περιφέρειες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο πλαίσιο μιας πλούσιας χώρας όσο και για τις αναπτυσσόμενες Περιφέρειες μιας χώρας που βρίσκεται πιο πίσω».

Εάν αύριο υποχρεωνόμασταν να καταργήσουμε όλες τις ενισχύσεις οικονομικής και κοινωνικής συνοχής στην Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γαλλία με το πρόσχημα ότι πρέπει να βοηθήσουμε τα κράτη που είναι πιο πίσω, θα αφαιρούσαμε κατά τη γνώμη μου το αλάτι της γης. Γιατί τόσες Περιφέρειες ενδιαφέρονται για την Ευρώπη; Είναι επειδή επωφελούνται όχι μόνον από τις πιστώσεις, αλλά και από τον συνεταιρισμό τους με τους θεσμούς και τις άλλες Περιφέρειες. Είναι ουσιαστικό για να ενισχύσουμε και να εμπλουτίσουμε το ευρωπαϊκό πνεύμα.

V. Συμπέρασμα

Θα έλεγα, εν κατακλείδι, ότι η Ευρώπη μπορεί να πραγματοποιήσει αυτή τη φιλοδοξία για τον 21ο αιώνα με διαύγεια ως προς τις επιδιώξεις της και τη βάση μιας δυναμικής συναίνεσης μεταξύ των χωρών και με τη συμμετοχή σε αυτή των οικονομικών και κοινωνικών φορέων, των ενώσεων προσώπων, των εθνικών κοινοβουλίων, των πολιτών. Ο ρόλος των εθνικών κυβερνήσεων είναι ουσιώδης για να εξηγήσουν την Ευρώπη και να ενημερώσουν τους πολίτες για τα γενόμενα. Τότε και μόνον τότε θα έχουμε σύμφωνα με μια αγαπημένη μου διατύπωση μία Ευρώπη ταυτοχρόνως ισχυρή και γεναιόδωρη.

Τέλος, για να επανέλθω στην κρίση που μας απασχολεί, βρήκα λόγους ελπίδας σε αυτή την αναφορά του Jean Monnet που έλεγε: «σκεπτόμουν πάντα ότι η Ευρώπη θα προκύψει μέσα από τις κρίσεις και θα είναι το σύνολο των λύσεων που η Ευρώπη θα έδινε σε αυτές τις κρίσεις».

Η ομιλία παρουσιάστηκε κατά την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους 2005-2005 του Ευρωπαϊκού Κολλεγίου της Πάρμας. Το κείμενο μετέφρασε ο Επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Τασόπουλος.

Εκτύπωση στις: 2024-04-23
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1097