Δυο συνέπειες της κρίσης που θέλουμε να μείνουν την επόμενη μέρα

Μαρία, Στρατηγάκη

Αυγή, 2020-07-14


Ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της υγειονομικής κρίσης που θέλουμε να μείνουν και την επόμενη μέρα; Με ποια αιτήματα το φεμινιστικό κίνημα θα μπορούσε να επηρεάσει σε αυτή την κατεύθυνση; Ποιες είναι οι μικρές, ίσως, ανατροπές των στερεοτύπων με τις μεγάλες τους συνέπειες;

- Η οικονομία της φροντίδας έχει αναδειχθεί σήμερα σε κεντρικό αίτημα των γυναικείων και φεμινιστικών οργανώσεων στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, το κόστος των υπηρεσιών φροντίδας γίνεται αντιληπτό όχι μόνο ως πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και ως επένδυση. Η επένδυση στις υπηρεσίες φροντίδας αποτελεί επένδυση που δημιουργεί απασχόληση και η ποιότητα της φροντίδας αποτελεί πλούτο της χώρας και στοιχείο ανθεκτικότητας.

Ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της υγειονομικής κρίσης που θέλουμε να μείνουν και την επόμενη μέρα; Με ποια αιτήματα το φεμινιστικό κίνημα θα μπορούσε να επηρεάσει σε αυτή την κατεύθυνση; Ποιες είναι οι μικρές, ίσως, ανατροπές των στερεοτύπων με τις μεγάλες τους συνέπειες;

Η αξία της εργασίας των γυναικών στην πρόνοια

Η κρίση είχε ως αποτέλεσμα να επαναφέρει στο προσκήνιο τη σημασία του κράτους πρόνοιας που είχε πληγεί και υποχωρήσει σημαντικά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κατά τα τελευταία 30 χρόνια κάτω από την κυριαρχία της αγοράς και του ιδιωτικού τομέα. Ως γνωστόν, το κράτος πρόνοιας, παρά τις αντιφάσεις του ως προς την έμφυλη συγκρότηση του (φεμινιστική κριτική της δεκαετίας του ‘80), είχε μια ιστορική και αδιαμφισβήτητη συμβολή στην αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας και τη δημόσια ζωή, μεταφέροντας έξω από το σπίτι μεγάλο μέρος της φροντίδας των εξαρτημένων ατόμων και προωθώντας έτσι την ισότητα των φύλων. Δεν είναι τυχαίο που τα σοσιαλδημοκρατικά κράτη της Βόρειας Ευρώπης είναι αυτά με τα καλύτερα αποτελέσματα στην ισότητα των φύλων.

Η καθολική πρόσβαση σε βρεφονηπιακούς σταθμούς από τη στιγμή της γέννησης των παιδιών, οι εκτεταμένες γονικές άδειες, η χρηματοδότηση του δημοσίου συστήματος υγείας και πρόνοιας μέσω της φορολογίας και όχι μέσω των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και άλλα παρόμοια μέτρα, πρόσφεραν στις γυναίκες πλήρη πρόσβαση στην κοινωνική προστασία και στις συντάξεις, ανεξάρτητα από τη διάρκεια και τις διακοπές της εργασιακής τους ζωής, ενώ πρόσφεραν σε όλους και όλες καθολικές παροχές στη βάση της ιδιότητας του πολίτη και όχι της ιδιότητας του απασχολούμενου.

Στην πρόσφατη υγειονομική κρίση οι εργαζόμενοι στην υγεία και τις κοινωνικές υπηρεσίες (στην πλειονότητά τους γυναίκες) αναγνωρίσθηκαν κοινωνικά και αναβαθμίσθηκε η αξία ορισμένων παραγνωρισμένων και υποαμειβόμενων «γυναικείων» επαγγελμάτων. Οι νοσοκόμες και οι καθαρίστριες στον τομέα της υγείας εκθειάσθηκαν ως ηρωίδες της κρίσης και οι υπηρεσίες τους θεωρήθηκαν ύψιστες υπηρεσίες πρώτης ανάγκης. Οι γυναίκες αυτές χωρίς τυμπανοκρουσίες έβαλαν την υγεία τους σε κίνδυνο για να υπηρετήσουν το επάγγελμά τους και τον κοινό (εθνικό) υγειονομικό στόχο.

Είναι σαφές ότι οι γυναίκες, πλειονότητα όχι μόνον των εργαζομένων αλλά και των αποδεκτών των κοινωνικών υπηρεσιών (ακόμα και αν δεν είναι εκείνες οι άμεσα ωφελούμενες), απολαμβάνουν τα αγαθά του ισχυρού και καθολικού κράτους πρόνοιας που τις απαλλάσσει από τη συνεχή διαπραγμάτευση για το ποιός/ποιά θα φροντίσει τα εξαρτημένα άτομα, με τα γνωστά άνισα αποτελέσματα λόγω των έμφυλων ιεραρχιών μέσα στην οικογένεια.

Στη σοσιαλδημοκρατική Νορβηγία η αξιοποίηση των νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών από το πετρέλαιο της δεκαετίας του ‘70 αξιοποιήθηκε αποκλειστικά για την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και των κοινωνικών έργων. Η Νορβηγία θεωρείται ότι αντεπεξήλθε καλύτερα στη κρίση του κορωνοϊού και λόγω αυτών των επενδύσεων.

Οι δομές για τις κακοποιημένες γυναίκες που τόσο μας απασχόλησαν (και σωστά) στην κρίση αποτέλεσαν και αυτές τμήμα του κράτους πρόνοιας σε πολλές χώρες από τη δεκαετία του ’70, και δεν περίμεναν 40 χρόνια, όπως στην Ελλάδα, για να δημιουργηθούν με κοινοτικούς πόρους, το 2011!

H oικονομία της φροντίδας στο Ταμείο Ανάκαμψης

Η δεύτερη και σημαντικότερη συνέπεια της πανδημίας είναι στο πεδίο της οικονομίας. Είναι η ευκαιρία που έχουμε να προωθήσουμε μια αλλαγή του οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης με την εισαγωγή της έννοιας της «οικονομίας της φροντίδας». Τι ακριβώς είναι η οικονομία της φροντίδας; Εντελώς σχηματικά, είναι η οικονομία που αναγνωρίζει και υπολογίζει συστηματικά την αξία του τεράστιου όγκου της εργασίας της φροντίδας, en;v και επενδύει στη φροντίδα εξαρτημένων, αρρώστων, παιδιών, ηλικιωμένων, αναπήρων. Η έννοια αποτελεί μια εξέλιξη της αναγνώρισης της απλήρωτης εργασίας και των αναλύσεων των φεμινιστριών της δεκαετίας του ‘70. Όμως, η έννοια της «οικονομίας της φροντίδας» επεκτείνεται πέρα από την αμοιβή της εργασίας. Περιλαμβάνει και την κοινωνική αξία της φροντίδας, την ποιότητα ζωής και αναδιατάσσει τις προτεραιότητες της ανάπτυξης των κοινωνιών μας, το ίδιο το αξιακό σύστημα της οικονομικής ανάπτυξης.

Η οικονομία της φροντίδας έχει αναδειχθεί σήμερα σε κεντρικό αίτημα των γυναικείων και φεμινιστικών οργανώσεων στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, το κόστος των υπηρεσιών φροντίδας γίνεται αντιληπτό όχι μόνο ως πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και ως επένδυση. Η επένδυση στις υπηρεσίες φροντίδας αποτελεί επένδυση που δημιουργεί απασχόληση και η ποιότητα της φροντίδας αποτελεί πλούτο της χώρας και στοιχείο ανθεκτικότητας.

Στην Ευρώπη, η πανδημία ανέδειξε το συνεχές της φροντίδας από το σχολείο στα νοσοκομεία και από τα νοσοκομεία στους οίκους ευγηρίας και στις δομές για ανάπηρα άτομα. Ένα συνεχές που έμενε στο σκοτάδι της δημοσιότητας, όταν το φώς και το χρήμα έπεφτε κατά προτεραιότητα στις παραγωγικές εργασίες και κλάδους και όχι στις αναπαραγωγικές (για να χρησιμοποιήσουμε και κλασσικούς όρους).

Στην ΕΕ σήμερα, το 75% της άτυπης φροντίδας παρέχεται από γυναίκες, το 93% όσων εργάζονται στη φροντίδα των παιδιών είναι γυναίκες, το 86% όσων εργάζονται στις προσωπικές υπηρεσίες φροντίδας στον τομέα της υγείας, καθώς και 4.5 από τα 5.5 εκατομμύρια των εργαζομένων στις υπηρεσίας μακροχρόνιας φροντίδας στα σπίτια, είναι επίσης γυναίκες. Παρόλο που αυτές οι εργασίες φροντίδας αποδείχθηκαν σημαντικές για την επιβίωση της κοινωνίας, οι περισσότερες είναι υποαμειβόμενες, ευκαιριακές και με χαμηλά επίπεδα κοινωνικής προστασίας.

Το Ευρωπαϊκό Λόμπυ Γυναικών διεκδικεί σήμερα ένα Care Deal for Europe, όπως το έχει ζητήσει από καιρό, αλλά σήμερα λόγω πανδημίας το αίτημα έγινε επίκαιρο, γιατί δίνεται η ευκαιρία να αναρωτηθούμε ποιες είναι οι βασικές υπηρεσίες που προσφέρουν αξία στην κοινωνία και την οικονομία για να επενδυθούν εκεί οι απαιτούμενοι πόροι. Μόνο με τέτοιες επενδύσεις μπορεί να κλείσει το χάσμα του φύλου στις αμοιβές και στις συντάξεις. Φαίνεται ότι ο κορωνοϊός κατάφερε αυτό που το δεύτερο φεμινιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να καταφέρει για 40 χρόνια. Το ίδιο έγινε και με την ενδοοικογενειακή βία. Και αυτή «βγήκε από το σπίτι» και απασχόλησε το δημόσιο λόγο με αφορμή την έξαρσή της λόγω του εγκλεισμού.

Όμως, εκτός από τη φροντίδα, οι ακτιβίστριες φεμινίστριες μέσα και έξω από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς διατύπωσαν ένα ακόμα απτό και ανανεωμένο λόγω συγκυρίας αίτημα: «Τα μισά χρήματα της ανάκαμψης στις γυναίκες». Το σύνθημα διακινήθηκε ψηφιακά κατά τα πρότυπα του τέταρτου κύματος φεμινισμού, που είναι ο ψηφιακός ακτιβισμός.

Επί της ουσίας το αίτημα συνδέεται με το παλιό -αλλά πάντα επίκαιρο- αίτημα του gender budgeting, δηλαδή μιας δημοσιονομικής πολιτικής που είναι ευαίσθητη στο φύλο. Από τη Συνδιάσκεψη του Πεκίνου, το 1995, διεκδικούμε να γίνεται συστηματική αποτίμηση του ποιοι/ποιες ωφελούνται άμεσα από τις δημοσιονομικές δαπάνες και τις κρατικές επενδύσεις. Το αίτημα επανέρχεται σήμερα με αφορμή το σχεδιασμό των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, και θα πρέπει να υποστηριχθεί και στην Ελλάδα, αφού και εδώ εγκαινιάζονται νέοι τρόποι απόφασης για την αξιοποίηση των κονδυλίων αυτών.

Στη Γαλλία, το Ανώτατο Συμβούλιο Ισότητας ζητά αιρεσιμότητα της ισότητας σε όλες τις δαπάνες ανάκαμψης για τις επιχειρήσεις, για τις θέσεις εργασίας και για τους κλάδους. Αυτό σημαίνει ότι, πριν στηριχθεί κάποιος κλάδος ή επάγγελμα ή επιχείρηση, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συμμετοχή των γυναικών και να επιχειρείται η στήριξη με τέτοιο τρόπο ώστε να μην πληγούν δυσανάλογα οι γυναίκες. Γιατί οι γυναίκες, σε αντίθεση με την κρίση του 2010, εργάζονται περισσότερο σε κλάδους, δουλειές και επιχειρήσεις που πλήττονται περισσότερο: τουρισμός, μικρές επιχειρήσεις, υπηρεσίες φροντίδας, κ.λπ.

Αυτές τις ολίγες, αλλά σημαντικές, κατά την γνώμη μου, ανατροπές στον τρόπο που σκεφτόμαστε την οικονομική ανάπτυξη θα πρέπει να ενισχύσουμε, για να προωθήσουμε την ισότητα των φύλων. Κάθε κρίση μπορεί να δίνει μια ευκαιρία, ιδιαίτερα όταν κλονίζει πάγιες βεβαιότητες και αποσταθεροποιεί καταστάσεις που έφθασαν να μοιάζουν ως «φυσιολογικές», όπως στην περίπτωση των έμφυλων ανισοτήτων.


Εκτύπωση στις: 2024-03-28
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=11124&export=html