Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Εχει η Κύπρος «αποτρεπτική ισχύ»;

Κυριάκος, Πιερίδης

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2020-08-02


Από την τροπή των γεγονότων στις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας, η Κύπρος φάνηκε ξανά ότι αποτελεί τον… αδύναμο κρίκο ● Η Τουρκία κάνει βήμα με βήμα προσέγγιση με την Ελλάδα, αλλά διατηρεί τη «σκληρή» γραμμή έναντι της Κύπρου και της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, γιατί αισθάνεται ότι έχει σαφές διπλωματικό πλεονέκτημα, ήδη από το Κραν Μοντανά (2017) και μετά.

Συνεχείς περιπλοκές συναντά η Κύπρος στην εξωτερική πολιτική της, έχοντας μείνει ουσιαστικά απομονωμένη, χωρίς πραγματικές επιλογές στο ανοιχτό μέτωπο με την Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση έκανε στροφή για να αποφύγει την κλιμάκωση των εντάσεων, ανοίγοντας ξανά τον διάλογο με την Τουρκία για τις θαλάσσιες ζώνες. Το γεγονός έφερε προσωρινή ανακούφιση στους κόλπους της Ε.Ε., αλλά ταυτόχρονα απομακρύνει και τις όποιες συζητήσεις έγιναν για κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας.

Ο Κύπριος πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης, μετά την εξέλιξη αυτήν, βρίσκεται ακόμα πιο εκτεθειμένος στη διαρκή πίεση της τουρκικής διπλωματίας. Η Λευκωσία τελεί υπό το βάρος των τετελεσμένων στην ΑΟΖ και την ίδια στιγμή εισπράττει αποδοκιμασία από τον ΟΗΕ, που την προειδοποιεί για την επιδείνωση της προοπτικής επίλυσης του Κυπριακού.

Στο σκηνικό αυτό η Λευκωσία μοιάζει αποσυντονισμένη, αδυνατώντας να ανταποκριθεί στις προτροπές του ΟΗΕ για επανάληψη των διαπραγματεύσεων επίλυσης του Κυπριακού προς το τέλος του χρόνου με βάση του όρους Γκουτέρες. Για τους δύσκολους μήνες που ακολουθούν, ο πρόεδρος Αναστασιάδης αναζητεί άλλο έρεισμα, και διατείνεται ότι το βρίσκει αυτή τη φορά στη Γαλλία, προετοιμάζοντας, μάλιστα, ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα για «απόκτηση αποτρεπτικής ισχύος».

Η ελληνική στροφή

Η Λευκωσία παρακολούθησε και έλαβε εκ των υστέρων ενημέρωση από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για όσα ακολούθησαν την επείγουσα διαμεσολάβηση της Γερμανίας για εκτόνωση της κατάστασης στις θάλασσες. Η ελληνική κυβέρνηση άλλαξε έκδηλα τον βηματισμό της και το έπραξε έγκαιρα, ενεργοποιώντας τα κανάλια της μυστικής διπλωματίας (Βερολίνο 13/7). Το πρωθυπουργικό γραφείο φαίνεται καθαρά ότι καθόρισε μια πορεία που θα οδηγήσει σε ορατό χρόνο σε διμερή διάλογο με την Τουρκία, όχι εφ’ όλης της ύλης, αλλά στα πιο επίμαχα, δηλαδή τα όρια των θαλασσίων ζωνών. Από την πλευρά της, η Τουρκία τράβηξε πίσω το «Ορούτς Ρέις» και αναμένει οι βασικοί παίκτες να πάρουν θέση διαλόγου – από εκεί που έμειναν το 2016, αποσυμπιέζοντας για κάποιο χρόνο τα γεγονότα και το ρολόι που χτυπούσε αντίστροφα.

Σε όλο αυτό το διάστημα, τόσο η κυπριακή όσο και η ελληνική κυβέρνηση προέβαλλαν με επίταση την ανάγκη για καταρτισμό λίστας επιλογών για κυρώσεις από το Συμβούλιο της Ε.Ε. Θεωρητικά, η κυπριακή διπλωματία θεωρεί ότι θα πρέπει να ληφθεί απόφαση τέλη Αυγούστου για τομεακή ενεργοποίηση κυρώσεων, αναλόγως των τουρκικών κινήσεων. Μάλιστα, ο Κύπριος πρόεδρος και ο ΥΠΕΞ Ν. Χριστοδουλίδης εξέλαβαν την πολεμική δηλώσεων για το τι μπορεί να συμβεί στην εικαζόμενη ΑΟΖ της Ελλάδας ως δυνατή συγκυρία για να διαμορφωθεί κοινή θέση των «27». Στην πράξη, όμως, η Αθήνα προέβλεψε ότι τέτοιοι συσχετισμοί για κυρώσεις δεν υφίστανται στο Συμβούλιο. Γι’ αυτό εργάστηκε με περισσότερο ρεαλισμό, αποκατέστησε τα κανάλια διαλόγου με την Αγκυρα και με τη διατύπωση περί των «θαλασσίων ζωνών» πέτυχε να αποκλείσει συζήτηση αποστρατιωτικοποίησης νησιών. Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι όταν ο διάλογος αυτός ξεκινήσει θα αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, τώρα και της ΑΟΖ, ενώ αβίαστα θα προκύψουν στην εξέλιξη, ως άμεσα συνδεδεμένα, η έκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης και το ζήτημα του εναερίου χώρου.

Από την τροπή αυτών των γεγονότων στις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας, η Κύπρος φάνηκε ξανά ότι αποτελεί τον… αδύναμο κρίκο. Η Τουρκία κάνει βήμα με βήμα προσέγγιση με την Ελλάδα, αλλά διατηρεί τη «σκληρή» γραμμή έναντι της Κύπρου και της ελληνοκυπριακής ηγεσίας γιατί αισθάνεται ότι έχει σαφές διπλωματικό πλεονέκτημα, ήδη από το Κραν Μοντανά (2017) και μετά. Η νέα αποστολή του «Barbaros» δεν συνιστά και την πιο επιθετική κίνηση της Αγκυρας στις κυπριακές θάλασσες. Εκανε ήδη γεωτρήσεις, παρεμπόδισε ξένες εταιρείες και βρίσκεται παντού γύρω από την Κύπρο με ισχυρή παρουσία ναυτικού. Από μόνο του, όμως, το «Barbaros» είναι αρκετό για να υποψιαστεί η κοινή γνώμη στην Κύπρο τον ασφυκτικό κλοιό που βρίσκεται το νησί.

Ποια αποτρεπτική ισχύς;

Ο Κύπριος πρόεδρος βλέπει πολύ καθαρά τους τελευταίους μήνες τη συνεχή επιδείνωση της κατάστασης. Μέχρι στιγμής τη διαχειρίζεται επικοινωνιακά στο εσωτερικό με σχετική επιτυχία, παρά το βάρος των συνεχών τουρκικών τετελεσμένων. Την Τρίτη 28 Ιουλίου, ο Ν. Αναστασιάδης έκρινε σκόπιμο να καλέσει σε σύσκεψη τους πολιτικούς αρχηγούς με μόνο ένα θέμα στην ημερήσια διάταξη: τη στήριξη που είχε από τον πρόεδρο της Γαλλίας Μακρόν. Εξήγησε τη στρατηγική ταύτιση συμφερόντων με τη Γαλλία και ανέπτυξε την πολιτική του για «απόκτηση αποτρεπτικής ισχύος»: παραχώρηση διευκολύνσεων προς το γαλλικό ναυτικό και την αεροπορία, ανασυγκρότηση των αμυντικών δυνατοτήτων της Εθνικής Φρουράς, νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα.

Δεν είναι καθόλου βέβαιο τι κάτι από όλα αυτά όντως αποτελεί προϊόν μιας ρεαλιστικής προσέγγισης. Ορισμένοι αμφισβητούν πόσο «στρατηγική» είναι η συμπόρευση με τη Γαλλία και πόσο αυτή επηρεάζει ωμούς συσχετισμούς. Αλλοι, που γνωρίζουν τα στρατιωτικά δεδομένα, αμφισβητούν τη δυνατότητα ουσιαστικών διευκολύνσεων καθώς η ανεπάρκεια των κυπριακών υποδομών είναι γνωστή, ενώ η τελευταία φορά που έγινε τέτοια συζήτηση χρονολογείται προ… 20ετίας. Πολύ πιο αμφίβολη είναι η ικανότητα της Κύπρου να χρηματοδοτήσει ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα ύψους σχεδόν 300 εκατομμυρίων ευρώ που σε άλλες εποχές θα ήταν δυνατό, όχι όμως τώρα που, όπως και πολλές άλλες χώρες, η Κύπρος διανύει τη χειρότερη ύφεση από ποτέ, λόγω της πανδημίας.

Ο τόνος που δίνει ο Κύπριος πρόεδρος στις δημόσιες παρεμβάσεις του ηχεί «παράξενα» στα διεθνή κέντρα αποφάσεων. Στο ζήτημα των υδρογονανθράκων, η κυβέρνηση Αναστασιάδη έχει απολέσει το πλεονέκτημα και τώρα η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τους όρους ενός διαμοιρασμού, χωρίς επίλυση του Κυπριακού. Η δε ιδέα της στρατιωτικής προπαρασκευής βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τη θέση που μόλις πρόσφατα διατύπωσε ο ΟΗΕ (29/7) με το ψήφισμά του για την UNFICYP: «Το Συμβούλιο Ασφαλείας εκφράζει βαθιά ανησυχία για την κλιμάκωση των εντάσεων στην ανατολική Μεσόγειο γύρω από την έρευνα υδρογονανθράκων» και «καλεί τους ηγέτες των δύο Κοινοτήτων και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να αποφύγουν ενέργειες και ρητορική που μπορεί να βλάψει τις πιθανότητες επιτυχίας» (επίτευξης λύσης του Κυπριακού).

Ο γενικός γραμματέας Αντόνιο Γκουτέρες προσανατολίζεται να επαναλάβει την προσπάθεια επίλυσης αμέσως μετά τις εκλογές για την ανάδειξη Τουρκοκύπριου ηγέτη, οι οποίες θα γίνουν στις 11 Οκτωβρίου και έως το τέλος του 2020 θα ήθελε να φέρει σε νέα Διάσκεψη «5+1» όλα τα μέρη για καταληκτική διαπραγμάτευση.

Ελάχιστη σημασία έδωσε η κυπριακή κυβέρνηση στη μαζική αποδοκιμασία που κάνει το Συμβούλιο Ασφαλείας για όσα συμβαίνουν στο νησί, αφότου έκλεισαν τα σημεία διέλευσης. Ρητά το Συμβούλιο Ασφαλείας αναφέρεται στις 29 Φεβρουαρίου –μία ημερομηνία που παραπέμπει στην πρώτη απόφαση για κλείσιμο, από τον Ν. Αναστασιάδη– και υπενθυμίζει: «Το άνοιγμα των διόδων το 2003 ήταν ένα σημαντικό μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων που είναι ουσιώδες για τη διαδικασία που οδηγεί στη λύση…». Επί της ουσίας, δηλαδή, ο Κύπριος πρόεδρος στα μάτια του ΟΗΕ φαίνεται να ρίχνει και αυτός… λάδι στη φωτιά, υποβαθμίζοντας την προειδοποίηση, ότι το status quo δεν είναι στάσιμο.


Εκτύπωση στις: 2024-04-18
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=11164