Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Οι αδυναμίες της Γερμανίας, ο ρόλος του Μακρόν και ο ευέλικτος Ερντογάν

Κάκη, Μπαλή

Αυγή, 2020-08-30


Κάθε μέρα που περνάει με τα πολεμικά πλοία της Τουρκίας, της Ελλάδας και των συμμάχων των δύο χωρών -ενίοτε κοινών- να συνωστίζονται στην ανατολική Μεσόγειο κάνοντας ασκήσεις με αληθινά πυρά, κάθε μέρα που περνάει με τα τουρκικά ερευνητικά σκάφη να παραβιάζουν είτε την κυπριακή ΑΟΖ είτε την περιοχή πάνω από την ελληνική υφαλοκρηπίδα είτε και τα δύο, κάθε μέρα που περνάει με αερομαχίες πάνω από το Αιγαίο κάνει την κατάσταση στην περιοχή εξαιρετικά επικίνδυνη.

Αυτό μάλιστα που την κάνει εκρηκτική είναι το ενδεχόμενο ενός ατυχήματος, το ότι μπορεί κάποιου τα νεύρα να μην αντέξουν, το ότι μπορεί μια νέα... επακούμβηση να ξεφύγει. Σχεδόν τρεις εβδομάδες είναι όλα και όλοι στο κόκκινο, άρα “μια σπίθα είναι αρκετή για να φέρει την καταστροφή”.

Αυτή ήταν η διατύπωση που χρησιμοποίησε για να περιγράψει την κατάσταση ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας όταν ήρθε την περασμένη εβδομάδα στην Αθήνα και την Άγκυρα προσπαθώντας να κάνει τον πυροσβέστη.

“Πρέπει να αντιμετωπιστεί εδώ και τώρα το ζήτημα των παράνομων γεωτρήσεων” τόνισε από την πλευρά του ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοσέπ Μπορέλ, επειδή “η παρουσία τουρκικών σκαφών σε ελληνικά και κυπριακά ύδατα είναι επικίνδυνη και θα μπορούσε να προκληθεί συμπλοκή”.

Το Ματζικέρτ και η Ελλάδα του σήμερα

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι εντάσεις στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο απασχολούν τους εταίρους μας, αλλά ποτέ μέχρι τώρα δεν έπαιρναν τόσο στα σοβαρά το ενδεχόμενο ενός “θερμού επεισοδίου” μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν βέβαιο πως όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά ούτε η Τουρκία έχει πρόθεση να κάνει πόλεμο.

Ο Ερντογάν δεν έχει τάσεις αυτοκτονίας, δεν τα παίζει όλα για όλα απέναντι σε έναν κανονικό αντίπαλο. Όσο κι αν γιορτάζει τη μάχη του... Ματζικέρτ, όσο κι αν προσπαθεί να πείσει τους σουνίτες του πλανήτη ότι αυτός είναι ο προστάτης της Ούμα, όσο κι αν υιοθετεί τη γραμμή των εθνικιστών συμμάχων του επειδή για την ώρα τη θεωρεί πλειοψηφική στην Τουρκία της κρίσης, ο -ευέλικτος κι όχι απρόβλεπτος- Ερντογάν μπλέκεται σε πολέμους με χώρες ουσιαστικά διαλυμένες, είτε πρόκειται για το βόρειο Ιράκ, είτε για τη Συρία, είτε για τη Λιβύη.

Εισβάλλει σε χώρες “ρευστές”, όπου πολλοί άλλοι παίκτες διεκδικούν επιρροή, όπως και η Τουρκία, που θέλει να είναι σημαίνουσα περιφερειακή δύναμη.

Η Ελλάδα, αντιθέτως, είναι μια χώρα κανονική, μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, με ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και ισχυρές συμμαχίες. Πόλεμο με την Ελλάδα ο Ερντογάν δεν θέλει να κάνει, παρά τους λεονταρισμούς του. Ωστόσο κάποιοι φοβούνται μήπως η σύγκρουση ξεκινήσει κατά λάθος. Και χαθεί η μπάλα. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η Γερμανία δεν έχει παραιτηθεί ακόμη από την προσπάθεια διαμεσολάβησης μεταξύ των δύο χωρών, παρά την αποτυχημένη αποστολή του Μάας την προηγούμενη Τρίτη.

Ως προεδρεύουσα της Ε.Ε. αυτό το εξάμηνο -αλλά και του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όσο κι αν έχουμε ξεχάσει την ύπαρξή του- δεν θέλει ούτε να διανοηθεί ότι μπορεί να σκάσει μια ελληνοτουρκική σύγκρουση στη βάρδιά της. Και μαζί μ’ αυτήν ένα νέο προσφυγικό κύμα, το οποίο μπορεί να μην φτάσει ποτέ στο έδαφός της, αλλά θα είναι σε θέση να διαλύσει ό,τι έχει απομείνει αφενός από τα Βαλκάνια, αφετέρου από την ευρωπαϊκή συνοχή, σε συνθήκες γενικευμένης υγειονομικής και οικονομικής κρίσης.

Τα γερμανικά όρια και περιθώρια

Βέβαια, όσοι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στη Γερμανία για να μεσολαβήσει στα ελληνοτουρκικά -το κάνει η Αθήνα, η κυβέρνηση, αλλά και η αντιπολίτευση, έστω με αποχρώσεις, το κάνει και η Άγκυρα- δεν θα πρέπει να υπερεκτιμούν τις δυνατότητες του Βερολίνου. Μπορεί η Μέρκελ να έχει κάνει όνομα στη διαχείριση κρίσεων στη δεκαπεντάχρονη θητεία της, αλλά το ειδικό βάρος της Γερμανίας είναι μεγάλο μόνο στην οικονομία.

Στην γεωπολιτική είναι πεπερασμένο. Κι αυτό έχει φανεί σε όλες τις προσπάθειες που έχει κάνει μέχρι τώρα είτε στο μέτωπο της Λιβύης -η περιβόητη Διαδικασία του Βερολίνου δεν έχει φέρει σπουδαία αποτελέσματα και είναι άλλοι οι παίκτες που μπορούν να επιβάλουν και να επιτηρήσουν μια εκεχειρία διαρκείας.

Μπορεί το 2015 η Μέρκελ και ο τότε Πρόεδρος της Γαλλίας Ολάντ, με τη διαμεσολάβησή τους στο Μινσκ μεταξύ Πούτιν και Ποροσένκο, να έσωσαν προς στιγμή την παρτίδα και να σταμάτησαν μια γενίκευση της σύρραξης μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, αλλά μέχρι σήμερα, πέντε χρόνια μετά, η εκεχειρία στην ανατολική Ουκρανία παραμένει εύθραυστη. Γιατί, λοιπόν, μια γερμανική διαμεσολάβηση να είναι πιο πετυχημένη στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας;

Οι ίσες αποστάσεις

Ίσως το μόνο πραγματικό πλεονέκτημα της Μέρκελ σ’ αυτή τη διαμεσολάβηση είναι οι ίσες αποστάσεις που με θρησκευτική ευλάβεια κρατάει. Είναι προφανές ότι πρέπει και οι δύο πλευρές να θέλουν να μιλάνε μαζί της, να της έχουν μια στοιχειώδη εμπιστοσύνη, όσο γίνεται τέλος πάντων στις διεθνείς σχέσεις. Βεβαίως και είναι καθήκον μας “να στηρίξουμε τους Έλληνες εκεί που έχουν δίκιο” είπε τις προάλλες στη συνέντευξη Τύπου εφʼ όλης της ύλης που έδωσε στο Βερολίνο στέλνοντας μήνυμα αλληλεγγύης στην Αθήνα, αλλά και μήνυμα... δικαιοσύνης στην Άγκυρα.

Διακηρυγμένος στόχος της Μέρκελ είναι να πείσει τις δύο πλευρές να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να μοιραστούν “δίκαια” τις οικονομικές ζώνες. Η καγκελάριος διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι πρέπει να υπάρξει αποκλιμάκωση -και τη ζητάει και από τις δύο πλευρές.

Φροντίζει, μάλιστα, να μην κάνει όλη τη δουλειά μόνη της. Συντονίζεται με τον Γάλλο Πρόεδρο Εμ. Μακρόν, τον οποίο λατρεύει εσχάτως η Αθήνα, έστω κι αν διστάζει να αγοράσει τις φρεγάτες που της πλασάρει, αλλά και με τον επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοσέπ Μπορέλ, τον οποίο εμπιστεύονται αρκετά οι Τούρκοι, έστω κι αν του θύμωσαν προχθές όταν τους απείλησε με κυρώσεις εάν η Τουρκία δεν απέχει από “μονομερείς ενέργειες” στην ανατολική Μεσόγειο και δεν κάνει “προόδους” μέχρι τη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε στα τέλη Σεπτεμβρίου.

Το τρίο της μεσολάβησης

Σε αυτό το τρίο, για να μην χρησιμοποιήσουμε την επώδυνη λέξη “τρόικα”, ο Μακρόν είναι αυτός που δηλώνει ότι υπερασπίζεται τις “κόκκινες γραμμές του δυτικού κόσμου”: “Μπορώ να σας πω ότι οι Τούρκοι μόνο τη συνέπεια λόγων και πράξεων υπολογίζουν και σέβονται. Αυτό που έκανε η Γαλλία το φετινό καλοκαίρι ήταν σημαντικό, ήταν μια πολιτική κόκκινων γραμμών” είπε.

Ο Μπορέλ είναι αυτός που επιμένει στο καρότο και το μαστίγιο: “Πρέπει να ακολουθήσουμε τη λεπτή γραμμή μεταξύ της διατήρησης ενός πραγματικού χώρου για διάλογο και της επίδειξης συλλογικής ισχύος για την υπεράσπιση του κοινού μας συμφέροντος” είπε.

Και η Μέρκελ είναι αυτή που στέλνει το μήνυμα στην Τουρκία ότι πρέπει να σεβαστεί το Διεθνές Δίκαιο, αλλά παράλληλα έχει συναίσθηση πόσο “πολύπλοκη” και απαραίτητη είναι η σχέση της Ευρώπης -και της Γερμανίας- με την Τουρκία.

Το γερμανικό πολιτικό σύστημα είναι γεμάτο στελέχη τουρκικής ή κουρδικής καταγωγής -από τη Χριστιανοδημοκρατία μέχρι την Αριστερά και τους Πράσινους-, η Γερμανία κάνει μεγάλες εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού στην Τουρκία, περισσότερες απ’ ό,τι θα της επέτρεπαν οι... αρχές της, ενώ και οι διμερείς οικονομικές σχέσεις είναι κάτι παραπάνω από σημαντικές.

Με δυο λόγια η Γερμανία μπορεί να πιέσει -και να πονέσει- την Τουρκία, αλλά δεν θα το κάνει εάν δεν φτάσει στο μη περαιτέρω. Το ερώτημα είναι ποιο είναι αυτό το όριο -κι αν μπορεί να ζήσει με αυτό η ελληνική κυβέρνηση.


Εκτύπωση στις: 2024-04-16
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=11202