Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Επιστροφή στο παρελθόν;

Πολυμέρης, Βόγλης

Τα Νέα, 2020-09-05


Εμφύλιος για δεκαετίες δίχασε την ελληνική κοινωνία. Καθεμιά από τις δυο πλευρές που συγκρούστηκαν δημιούργησε τη δική της αφήγηση για τον εμφύλιο, είχε τους δικούς της ήρωες, τις δικές της τελετές. Καθεμιά πλευρά συγκρότησε τη συλλογική, πολιτική ταυτότητα με βάση το διαιρετικό γεγονός του Εμφυλίου. Αυτό που συχνά ξεχνιέται ήταν ότι μετά τη λήξη του Εμφυλίου οι δύο πλευρές δεν ήταν ισότιμες, ότι διαιωνίστηκε η διάκριση μετά νικητών και ηττημένων. Η πλευρά των νικητών, ταυτισμένη με το κράτος και την πολιτική εξουσία, συγκρότησε μέχρι τη Μεταπολίτευση την επίσημη, κυρίαρχη μνήμη. Παράλληλα συγκρότησε μια συλλογική, πολιτική ταυτότητα βασισμένη στη δυσφήμηση του αντιπάλου. Για τη Δεξιά, όσοι ήταν αριστεροί ήταν «κομμουνιστοσυμμορίτες», «εχθροί του έθνους», «προδότες», «μιάσματα». Για δεκαετίες οι τελετές μνήμης για τη λήξη του Εμφυλίου αλλά και οι τελετές στο Μακρυγιάννη για τα Δεκεμβριανά και τα δεκάδες μνημεία που ανεγέρθηκαν, τα στρατιωτικά νεκροταφεία που έγιναν για τους πεσόντες στρατιώτες και αξιωματικούς δεν είχαν ως στόχο απλά να τιμήσουν τους νεκρούς αλλά να συκοφαντήσουν τους αντιπάλους. Τα θύματα ήταν, κατά τη συνήθη έκφραση, «αγρίως σφαγιασθέντες υπό των κομμουνιστοσυμμοριτών». Από την άλλη πλευρά, οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού παρέμεναν αμνημόνευτοι στη δημόσια σφαίρα, ξεχασμένοι. Δεν υπήρχαν ούτε τελετές ούτε μνημεία για αυτούς. Η ίδια η Αριστερά παρέμενε αμήχανη απέναντι σε αυτό το κομμάτι του παρελθόντος της. Προτιμούσε να μνημονεύει το πατριωτικό και ηρωικό παρελθόν της Εθνικής Αντίστασης, παρά ένα παρελθόν συνδεδεμένο με την ήττα. Εάν αναφερόταν στον Εμφύλιο, τότε αναδείκνυε τους πολιτικούς κρατουμένους και τη Μακρόνησο για να τονίσει τη συνέχεια με τις πολιτικές διακρίσεις και διώξεις του μετεμφυλιακού κράτους.

Από τη δεκαετία του 1980 και στο όνομα της «εθνικής συμφιλίωσης» αφενός η εαμική Αντίσταση ενσωματώθηκε στο ηρωικό, εθνικό παρελθόν και αφετέρου ο Εμφύλιος Πόλεμος αναγνωρίστηκε ως γεγονός (ο οποίος μέχρι το 1989 ονομαζόταν από τους νικητές αλλά και από την πολιτεία ως «συμμοριτοπόλεμος»). Η αναγνώριση σε αυτήν την περίπτωση λειτούργησε ως προϋπόθεση για να περάσει ο Εμφύλιος στη λήθη, να ξεχαστεί. Και πράγματι, σταδιακά αυτό συνέβη. Η γενιά που έζησε και συμμετείχε στον Εμφύλιο δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή και η ελληνική κοινωνία άλλαξε τόσο πολύ στο πέρασμα των δεκαετιών ώστε οι συγκρούσεις και τα διακυβεύματα του Εμφυλίου να μην απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνία. Επιπλέον, οι πολιτικές ταυτότητες όχι μόνο γενικά αποδυναμώθηκαν αλλά συγκροτούνται όλο και λιγότερο με βάση το παρελθόν. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι το παρελθόν έχει ξεχαστεί. Η πρόσφατη διαμάχη σχετικά με τις τελετές για τον Εμφύλιο δίνει την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε πώς θέλουμε να σχετιζόμαστε με το παρελθόν. Υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στην απότιση φόρου τιμής στους νεκρούς και στη σπίλωση της μνήμης των νεκρών του αντιπάλου. Επιπλέον θέλουμε να κατανοήσουμε το παρελθόν ή να εξιδανικεύσουμε το παρελθόν; Το δεύτερο καταλήγει σε μια εργαλειακή χρήση του παρελθόντος που αναπαράγει παρωχημένες ιδέες και στερεότυπα. Για να το θέσω διαφορετικά, όλοι πλέον αντιλαμβάνονται ότι στον Εμφύλιο οι στρατιώτες δεν ήταν «μοναρχοφασίστες» ούτε οι αντάρτες «κομμουνιστοσυμμορίτες». Όποιος αναπαράγει τη ρητορική του παρελθόντος, δεν είναι απλά εγκλωβισμένος σε αυτό το παρελθόν, αλλά επιδιώκει να δημιουργήσει σήμερα μια συλλογική ταυτότητα βασισμένη στη δαιμονοποίηση και τον αποκλεισμό του άλλου.

Εκτύπωση στις: 2024-03-28
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=11215