Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Ο αντιφασιστικός λόγος και η λαϊκιστική αποδυνάμωσή του

Δημήτρης, Γιατζόγλου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2020-10-21


Απαιτώντας και προσδοκώντας την τιμωρία των εγκλημάτων της Χρυσής Αυγής και την αποπομπή της από το πολιτικό σύστημα, ο αντιφασισμός κατέβηκε στον δρόμο ͘ αδιαφορώντας για τη δυσφορία των ορθοτομούντων την πολιτική κανονικότητα, που θέλει τη θεσμική λειτουργία αποστειρωμένη από τις παρεμβάσεις του πλήθους.

Αυτή η κίνηση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, εκφράζοντας χωρίς «ναι μεν αλλά» το λαϊκό περί δικαίου αίσθημα, διεύρυνε και πύκνωσε το πολιτικό μέτωπο εναντίον του νεοναζιστικού συμμοριτισμού. Παλαιές αλλά και σημερινές, λανθάνουσες ιδεολογικές συγγένειες της Χ.Α. με τη διάσπαρτη Ακροδεξιά, αφελείς (;) θεωρήσεις της ως «αυθεντικού λαϊκού κινήματος» και αντιμετώπισής της στο πολύ πρόσφατο παρελθόν ως χρήσιμης πολιτικής εφεδρείας του συντηρητικού χώρου, αναγκάστηκαν να κρυφτούν στη σιωπή, να επιστρατεύσουν την αμνησία, να καταφύγουν στην παραχάραξη.

Η καταγραφή της Χ.Α. στη συλλογική συνείδηση ως αντιδημοκρατικού απόβλητου είναι μια ρωγμή στην πειστικότητα του ιδεολογήματος «των δύο άκρων». Το αν η ρωγμή θα διευρυνθεί ή θα κλείσει είναι ένα ανοικτό ζήτημα. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο κ. Βορίδης δεν θα επαναφέρει, με την πρώτη ευκαιρία, την παρότρυνσή του στον σημερινό πρωθυπουργό για «παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξανάρθει η Αριστερά στην εξουσία».

Θα χρειαστεί από την Αριστερά ένας συνεχής και επίπονος αγώνας, ώστε τέτοιου είδους ακροδεξιές ονειρώξεις να μη νομιμοποιηθούν ως πρακτικές του δημοκρατικού πολιτικού ανταγωνισμού. Θα χρειαστεί οι πολίτες να κατανοήσουν ότι η διολίσθηση από το δόγμα «νόμος και τάξη» σε μια φασίζουσα κανονικότητα δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Θα απαιτηθεί ένα μαζικό και ενωτικό κίνημα της νεολαίας που μπορεί να γίνει ο φορέας ενός σύγχρονου και πολύπλευρου αντιφασισμού.

Επί πεντέμισι χρόνια, η μάχη που δόθηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου από την πολιτική αγωγή –με αξιοθαύμαστη επιμονή και συστηματικότητα, εμψυχωμένη από το ακλόνητο ηθικό σθένος της Μάγδας Φύσσα– είχε ως αιχμή τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν και όχι τις διαβόητες «ιδέες» του εκτρώματος. Αυτό όριζαν οι συνταγματικές επιταγές και το δικαιικό πλαίσιο. Οι φόνοι και οι βιαιότητες καταδικάστηκαν και απονομιμοποιήθηκαν. Μια ευρεία πολιτική συμπαράταξη διεκδίκησε συμμετοχή στη νίκη. Η Ν.Δ. και το πολιτικό της προσωπικό επέδειξε μια αξιοσημείωτη ευελιξία. Ακόμα και ως αναδίπλωση, η συμμετοχή της ήταν μια θετική εξέλιξη.

Στην αντιφασιστική «αγόρευση» του πλήθους έξω από το Εφετείο κυριάρχησε η πεποίθηση ότι η ενότητα εγκληματικών πρακτικών και «ιδεών» της Χ.Α. είναι αδιάσπαστη· ότι δηλαδή η καταδίκη στο δικαστήριο ήταν μια μερική όψη της πολιτικής-ιδεολογικής καταδίκης του νεοφασισμού και κατ’ επέκταση της Ακροδεξιάς. Στην αίθουσα, και σε πείσμα του υποκριτικού νομικισμού, η ιδεολογία ήταν αδιαλείπτως παρούσα. Οπως σημειώνει ο Κ. Δουζίνας, «το Δίκαιο δεν διακρίνεται από την Πολιτική. Απλώς δίνει διαφορετική μορφή στις ιδεολογικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις».

Η αποφασιστική, μαζική κίνηση του πλήθους στις επισφαλείς συνθήκες της πανδημίας και η καθολική και συνεκτική, αντιφασιστική ετυμηγορία του, που απογύμνωσε τον «ορθολογισμό» των «δεν παρεμβαίνουμε στο έργο της δικαιοσύνης» από κάθε πολιτικό και ηθικό κύρος, είναι μια ένδειξη κι ένα βήμα ότι ο αντιφασισμός μπορεί να συγκροτηθεί σε λαϊκή ιδεολογία.

Οχι αμυντική, ως διαρκής μνημονική ανάκληση της φρίκης που γνώρισε η ανθρωπότητα, ή ακόμα και ως «συνταγματοποίηση» της δημοκρατικής άμυνας της κοινωνίας, απέναντι στη σύγχρονη πρόκληση της ακροδεξιάς. Για πολλούς –και ιδιαίτερα για νέους ανθρώπους– ο αντιφασισμός είναι μέρος της απάντησης στο ερώτημα «πώς θα αλλάξουμε τον κόσμο» τον κόσμο της φτώχειας, των ανισοτήτων, του μεταδημοκρατικού αυταρχισμού, του ρατσισμού κάθε είδους.

Οι «δημόσιες χρήσεις» του αντιφασιστικού λόγου είναι βέβαια τόσες, όσες και οι διαφορετικές προσεγγίσεις του φασισμού και του ναζισμού – ιδεολογικές, ιστορικές, επιστημονικές. Υποκείμενες στον πολιτικό ανταγωνισμό και στις σκοπιμότητες που πολλές φορές αυτός συνεπάγεται. Με αποκρύψεις της γενεαλογίας τους, όπως για παράδειγμα, εδώ σε μας, της ιστορικής τους διασύνδεσης με τον δωσιλογισμό και το μετεμφυλιακό του αποτύπωμα στο σύστημα εξουσίας. Με διαφορετικές απαντήσεις στα ερωτήματα, αν αυτά τα «φαινόμενα» ερμηνεύονται ως «ιστορικές εκτροπές» της νεωτερικότητας ή ανήκουν στην ενδεχομενικότητά της. Αν ερμηνεύονται με την αναγωγή τους στο «εποικοδόμημα», ή με τη διερεύνηση της συνάρθρωσής τους με την υλικότητα των καπιταλιστικών σχέσεων.

Χρειαζόμαστε ως Αριστερά την εμβάθυνση στη διακριτότητα των απαντήσεων. Αλλά χρειαζόμαστε ταυτόχρονα την σταθεροποίηση ενός αντιφασιστικού πολιτικού μετώπου, που να σηματοδοτεί το δημοκρατικό πλαίσιο και όριο του πολιτικού ανταγωνισμού. Πρόκειται αναμφίβολα για μια δύσκολη διαλεκτική. Διότι τα πολιτικά μέτωπα δεν χτίζονται μόνο «από τα κάτω». Δεν χτίζονται επίσης στη βάση τής εκ των προτέρων αποδοχής της δικής σου ηγεμονίας, δηλαδή του πολιτικού σεχταρισμού της «καθαρότητας».

Είναι μάλλον αδύνατο να θάψεις τα ακροδεξιά «τσεκούρια» και να εξουδετερώσεις τη ρητορική του μίσους με τη λογική της περιχαράκωσης, όποιες επινοήσεις ιδεολογικού λαϊκισμού κι αν επιστρατεύσεις. Η δραστικότητα του αντιφασιστικού λόγου δεν την έχει ανάγκη.

Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=11353