ΒΟΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: Να μπει τέλος στο μαρτύριο του Σισύφου

Σωτήρης, Βαλντέν

Εποχή, 2020-12-06


Οι υπουργοί της ΕΕ συζητούν μεθαύριο (8/12) για πολλοστή φορά την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία. Αν η Βουλγαρία δεν άρει το βέτο της, η Βόρεια Μακεδονία θα δει να φράζεται και πάλι ο δρόμος της προς την Ευρώπη. Μια τέτοια εξέλιξη θα επέφερε βαρύ πλήγμα στις δημοκρατικές δυνάμεις της γειτονικής χώρας, θα έπληττε δε σοβαρά την ευρωπαϊκή πορεία ολόκληρων των Δυτικών Βαλκανίων και τη σταθερότητα στην περιοχή.

Στην Ελλάδα, όπου το μακεδονικό κυριάρχησε πολλές φορές στην πολιτική σκηνή, ουδείς ασχολείται σήμερα με την Βόρεια Μακεδονία και τα Βαλκάνια. Ωστόσο, τα όσα συμβαίνουν βορείως των συνόρων μας δεν παύουν να επηρεάζουν καίρια την ασφάλειά μας και να διαμορφώνουν σε σημαντικό βαθμό το διεθνές μας περιβάλλον.

Από την ανεξαρτησία στις Πρέσπες

Από την πρώτη στιγμή της ανεξαρτησίας της το 1991, η Βόρεια Μακεδονία έθεσε ως κεντρικό της στόχο την προσχώρηση στην ΕΕ. Στα πρώτα 27 χρόνια, το δρόμο τής έφραζε η Ελλάδα. Με αφορμή ένα εν πολλοίς φαντασιακό ζήτημα, ασκήσαμε μια πολιτική που καταγράφεται ως μαύρη κηλίδα στην ιστορία μας (εμπάργκο, βέτο, καταδίκη από το Διεθνές Δικαστήριο, αγνόηση της καταδίκης, κλπ.). Η στάση αυτή ζημίωσε σημαντικά τη γείτονα, αλλά και τη δική μας εξωτερική πολιτική, ενώ υπέθαλψε τον εθνικισμό τόσο σε μας, όσο και εκεί.

Ευτυχώς, προ διετίας η στείρα αντιπαράθεση για το όνομα άρθηκε. Στα Σκόπια μια νέα δημοκρατική και μετριοπαθής κυβέρνηση αντικατέστησε το αυταρχικό καθεστώς Γκρούεφσκι και εγκατέλειψε τις εθνικιστικές ακρότητες. Σε εμάς, η κυβέρνηση Τσίπρα βρήκε το θάρρος που έλειψε στους προκατόχους της να προωθήσει μια αμοιβαία συμφέρουσα λύση, με εκατέρωθεν συμβιβασμούς. Η Συμφωνία των Πρεσπών πολεμήθηκε λυσσαλέα από εθνικιστές και λαϊκιστές και στις δύο χώρες, με πρώτη τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Τελικά πάντως επικυρώθηκε, ο δε κ. Μητσοτάκης, ως πρωθυπουργός πλέον, με μια (ευπρόσδεκτη) θεαματική «κυβίστηση», την εφαρμόζει.

Για τη γείτονα, ο συμβιβασμός των Πρεσπών δεν ήταν εύκολος. Χρειάστηκε να αποστεί από δικαιώματα που της δίδει το διεθνές δίκαιο, όπως ο αυτοπροσδιορισμός του ονόματος και το ενδιαφέρον για τυχόν μειονότητά της σε γειτονική χώρα. Δέχτηκε ακόμη να περιληφθούν στη διακρατική συμφωνία ζητήματα που θα έπρεπε να απασχολούν τους ιστορικούς, όχι τις κυβερνήσεις. Διαφύλαξε όμως τα βασικά: τη λέξη Μακεδονία στο όνομα, τη μακεδονική γλώσσα και (έμμεσα) το μακεδονικό έθνος.

Το βουλγαρικό βέτο

Η ανακούφιση από τη Συμφωνία των Πρεσπών δεν διήρκεσε όμως πολύ. Ο πρόεδρος Μακρόν συνέδεσε παράλογα την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Βόρειας Μακεδονίας και Αλβανίας με την επίλυση των μεγάλων υπαρξιακών ζητημάτων της ΕΕ. Πρόβαλε γι’ αυτό βέτο, την ώρα που επί μήνες η διεθνής κοινότητα (και η ίδια του η χώρα) ασκούσαν ασφυκτική πίεση στα Σκόπια να δεχθεί τον συμβιβασμό με την Ελλάδα, ακριβώς για να ανοίξει ο δρόμος προς την Ευρώπη. Χρειάστηκαν δύο σχεδόν χρόνια για να πειστεί ο Μακρόν για την γκάφα του και στην ΕΕ να ξεπεράσει τις αντιρρήσεις του με κάποιες προσχηματικές μεταρρυθμίσεις της ενταξιακής διαδικασίας.

Πάνω όμως που επρόκειτο επιτέλους να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, η Βουλγαρία ανέσυρε τις παραδοσιακές αντιρρήσεις της για την μακεδονική ταυτότητα και πρόβαλε με τη σειρά της βέτο. Σε αυτό συνέβαλε η εξάρτηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην Σόφια από ένα ακροδεξιό κόμμα. Όμως, όπως παλαιότερα στην Ελλάδα, η «εθνική» θέση έχει πλατιά στήριξη, μαζί και από τους Σοσιαλιστές.

Το βουλγαρικό εθνικό αφήγημα δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τη μακεδονική εθνογένεση. Θεωρεί τους Μακεδόνες, Βούλγαρους και τη μακεδονική γλώσσα διάλεκτο της βουλγαρικής. Ακόμη δε και στην επίσημη εκδοχή που αποδέχεται την ύπαρξη χωριστού έθνους από τη δεκαετία του 1940 και μετά, η αναγνώριση είναι «μισή», δεν επεκτείνεται λ.χ. στη γλώσσα. Επί πλέον, η Βουλγαρία ορθώνει εμπόδια σε μια προσέγγιση με βάση τη «μοιρασμένη» (shared) ή «κοινή» ιστορία των δύο λαών, διεκδικώντας στην ουσία την αποκλειστική ιδιοκτησία της.

Ο βουλγαρικός εθνικισμός αναθεωρεί την ιστορία του Β’ Παγκόσμιου πολέμου: αρνείται πως η Βουλγαρία υπήρξε δύναμη κατοχής στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, αφού απλά «διοικούσε» ή και «απελευθέρωσε» ομοεθνείς. Αντίθετα, αναδεικνύει το ρόλο της χώρας ως «απελευθερωτή» της Γιουγκοσλαβίας, όταν το 1944 άλλαξε στρατόπεδο μπροστά στον προελαύνοντα Κόκκινο Στρατό.

Οι εθνικιστικές βουλγαρικές θέσεις για το μακεδονικό έθνος, τη γλώσσα και την ιστορία θυμίζουν τις αντίστοιχες θέσεις του ελληνικού εθνικισμού και πλήττουν τον πυρήνα της εθνικής ταυτότητας του γειτονικού μας λαού. Η αποδόμηση αυτής της ταυτότητας θα είχε ολέθριες συνέπειες για τη συνοχή της Βόρειας Μακεδονίας και τη σταθερότητα στην περιοχή, με πιθανή εξέλιξη τη διαίρεση της χώρας σε βουλγαρική και αλβανική σφαίρα. Παρεμπιπτόντως, θα επιβεβαιωνόταν έτσι η μωρία των υπερπατριωτών μας, αφού, αν οι γείτονες δεν είναι Μακεδόνες, δεν θα είναι «γυφτοσκοπιανοί», αλλά Βούλγαροι.

Το πώς η Βόρεια Μακεδονία ορίζει τις εθνικές της ταυτότητες και πώς θα ρυθμίσει τις διαφορές της με την Βουλγαρία είναι δικό της ζήτημα. Κάποιες πάντως πτυχές του ζητήματος ενδιαφέρουν και εμάς, ως Έλληνες και ως Ευρωπαίους.

Ο ρόλος της Βουλγαρίας κατά τον πόλεμο δεν είναι λ.χ. διμερές θέμα. Η φασιστική Βουλγαρία κατέλαβε τμήματα γειτονικών της χωρών (περιλαμβανομένης της Ελλάδας) και διέπραξε φρικαλεότητες. Η άρνηση των εγκλημάτων αυτών δεν μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση για καλές σχέσεις με τη σημερινή Βουλγαρία, όπως οι καλές σχέσεις με τη σημερινή Γερμανία δεν προϋποθέτουν την άρνηση του Ολοκαυτώματος και των άλλων θηριωδιών των γερμανών Ναζί.

Άρνηση του αντιφασισμού

Το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας και, σε μεγάλο βαθμό, το μακεδονικό έθνος είναι «παιδιά» του αντιφασισμού. Αλλά και το εγχείρημα της ενωμένης Ευρώπης έχει χτιστεί πάνω στην αντιφασιστική κληρονομιά. Υπάρχουν όμως δυνάμεις που ενοχλούνται από αυτό. Με αιτιολογία ή πρόσχημα τον αντικομμουνισμό, επιχειρούν να ξαναγράψουν την ιστορία. Θεωρούν τη Σοβιετική Ένωση και όχι τον Χίτλερ υπεύθυνη για τον πόλεμο και τα Waffen SS απελευθερωτές των βαλτικών χωρών. Στην Βουλγαρία καταγγέλλουν τον Τίτο, όχι τόσο για το δικτατορικό του καθεστώς (που ήταν πολύ ηπιότερο των σταλινικών καθεστώτων των γειτόνων της), όσο για την αντίσταση στους βούλγαρους κατακτητές και την ενθάρρυνση της μακεδονικής εθνογένεσης.

Σε όλη την Ευρώπη, η άρνηση του αντιφασισμού είναι όχημα για την αναβίωση ενός ωμού και αντιδραστικού εθνικισμού. Από την άποψη αυτή, κάποιες διατυπώσεις πρόσφατης συνέντευξης του Ζάεφ που φαίνονται να κάνουν παραχωρήσεις στον βουλγαρικό αναθεωρητισμό ήταν μάλλον ατυχείς. Εξάλλου επικρίθηκαν και στη χώρα του από προοδευτικές προσωπικότητες.

Η Αθήνα φαίνεται πως τηρεί σήμερα υπεύθυνη στάση στην ΕΕ και αποστασιοποιείται από τις βουλγαρικές θέσεις. Θα ήταν σκόπιμο να ασκήσει την επιρροή της, αξιοποιώντας τις καλές σχέσεις με τη Βουλγαρία και συμβάλλοντας με τη δική μας εμπειρία στην επίτευξη συμβιβασμού. Η κατάσταση στα Βαλκάνια είναι κάθε άλλο παρά καθησυχαστική. Κρίσεις σοβούν στις περισσότερες χώρες και θα ήταν τραγικό και για τα ελληνικά συμφέροντα να προστεθεί άλλη μια επικίνδυνη εστία στο μόνο ίσως σημείο της περιοχής που επιτρέπει αισιοδοξία, και μάλιστα την ώρα που αντιμετωπίζουμε μείζονες προκλήσεις αλλού. Ελπίζει κανείς πως αυτή τη φορά η ΝΔ θα αντισταθεί σε εθνικιστικούς πειρασμούς. Γιατί δεν είναι λίγοι οι υπερπατριώτες που επιχαίρουν όταν η Βουλγαρία αναλαμβάνει να συνεχίσει το έργο τους για διάλυση της Βόρειας Μακεδονίας.

Ελπίζω να βρεθεί άμεσα λύση. Η κυβέρνηση των Σκοπίων επιδεικνύει διαλλακτικότητα. Στην πρόσφατη συνέντευξή του, ο Ζάεφ τείνει χείρα προνομιακής φιλίας στην Βουλγαρία, καταδικάζει την αντιβουλγαρική προπαγάνδα, δεσμεύεται για μη έγερση μειονοτικού και προσκαλεί την Βουλγαρία να ελέγχει τον εναέριο χώρο της χώρας του από κοινού με την Ελλάδα. Ευνόητο είναι όμως πως η αποδόμηση της εθνικής ταυτότητας των Μακεδόνων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από καμία κυβέρνηση στα Σκόπια. Η Σόφια δεν πρέπει εξάλλου να παραγνωρίζει πως η μακεδονική ταυτότητα έχει παγιωθεί επί πολλές δεκαετίες.

Η Ευρώπη δεν μπορεί να αφήσει για άλλη μια φορά να επικρατήσουν εθνικοί εγωισμοί στα Βαλκάνια. Θα ήταν ηθικά απαράδεκτο να συνεχιστεί το 30χρονο μαρτύριο του Σισύφου για το λαό της Βόρειας Μακεδονίας. Θα αποτελούσε τρανταχτή διάψευση των αξιών που πρεσβεύουμε. Και βέβαια θα έπληττε παραπέρα την αξιοπιστία της ΕΕ, προς ζημία των συμφερόντων όλων μας.


Εκτύπωση στις: 2024-04-18
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=11435&export=html