Η πολιτική ως πάθος και ως ευθύνη

Θανάσης, Γιαλκέτσης

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2020-12-13


Συμπληρώθηκαν φέτος 100 χρόνια από τον θάνατο του Μαξ Βέμπερ (1864-1920). Η επέτειος αυτή αποτέλεσε την αφορμή για την έκδοση του συλλογικού έργου «Max Weber - 100 χρόνια μετά», που επιμελήθηκε ο Γιάννης Κτενάς (Εκδόσεις Ευρασία 2020). Σημαντικοί μελετητές, Ελληνες και ξένοι, εξετάζουν στις σελίδες του τις διάφορες πτυχές της πολύτιμης πνευματικής κληρονομιάς του Βέμπερ τόσο ως πολιτικού στοχαστή όσο και ως κοινωνικού επιστήμονα.

Αναδεικνύεται έτσι ο ανεκτίμητος πλούτος του βεμπεριανού έργου, ενώ παράλληλα φωτίζεται και η συχνά παραγνωρισμένη συνάφειά του με τη ριζοσπαστική σκέψη. Την αξία της πνευματικής συμβολής του Μαξ Βέμπερ υπογραμμίζει και το κείμενο που ακολουθεί. Το υπογράφει ο Κάρλο Γκάλι, καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας και Ιστορίας των Πολιτικών Ιδεών στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Repubblica».

Ο Μαξ Βέμπερ είναι ένας θεωρητικός πατέρας της Κοινωνιολογίας· είναι ένας λαμπρός μελετητής της μεθοδολογίας των επιστημών· είναι ένας ρωμαλέος ιστορικός του πολιτισμού, των θρησκειών, του δικαίου και της οικονομίας, όπως φαίνεται από το γιγάντιο έργο του «Οικονομία και κοινωνία», που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του με την επιμέλεια της χήρας του Μαριάνε -η οποία του αφιέρωσε και μιαν επιβλητική βιογραφία. Και είναι βέβαια ένας πολιτικός επιστήμονας στον οποίο οφείλουμε, μεταξύ τόσων άλλων, την ταξινόμηση της εξουσίας σε παραδοσιακή, ορθολογική και χαρισματική. Ο Μαξ Βέμπερ υπήρξε μια πολυσύνθετη προσωπικότητα: αυστηρός πανεπιστημιακός καθηγητής, βασανιζόταν επί μακρόν από νευρικές κρίσεις.

Υπήρξε όμως και ένας δημοσιολόγος που επιδιδόταν στην πολεμική, ένας συναρπαστικός ρήτορας (οι διαλέξεις του «Η επιστήμη ως κάλεσμα και επάγγελμα» και «Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα» είναι δυο αριστουργήματα της δυτικής πολιτικής σκέψης) και ένας παθιασμένος αναλυτής της πολιτικής του καιρού του. Ενεπλάκη άλλωστε και ο ίδιος στην πολιτική δράση: μετείχε στη γερμανική αντιπροσωπεία στη διάσκεψη για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και στις διαπραγματεύσεις για τις πολεμικές επανορθώσεις και ήταν μέλος της επιτροπής που συνέταξε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης. Με δυο λόγια, ο Βέμπερ προσπάθησε να κατανοήσει το παρελθόν, ενώ παράλληλα εργαζόταν για να κατανοήσει την εποχή του, επιχειρώντας ακόμη και «να βάλει τα χέρια του στα γρανάζια της ιστορίας».

Ο Βέμπερ έδωσε μια δραματική ερμηνεία της πολιτικής. Υπογράμμιζε πάντοτε ότι, πλάι στα ορθολογικά στοιχεία που την χαρακτηρίζουν, υπάρχει σε αυτήν μια μη ορθολογική ρίζα (συνδεόμενη με θρησκευτικά κίνητρα), μη νόμιμη, επαναστατική – και αυτό από τις μεσαιωνικές κοινότητες. Η νεότερη εποχή γνωρίζει την ανάδυση γιγάντιων δυνάμεων, του κράτους και της αγοράς. Και οι δύο αυτές δυνάμεις είναι ορθολογικές, με διαφορετικούς έστω τρόπους, ενώ και οι δυο τους προορίζονται να συγκλίνουν σε ένα μοναδικό επιστημονικό-τεχνικό «ατσάλινο κλουβί»: στη γραφειοκρατία και στον βιομηχανισμό, που συνοδεύονται από τη μαζική δημοκρατία.

Το πεπρωμένο όμως των δυτικών κοινωνιών δεν είναι μόνο το να καταλήξουν έγκλειστες στην αυτοαναφορικότητα του τεχνικού λόγου, στην «κυριαρχία». Η νεωτερικότητα είναι και «πολιτική», δηλαδή διακινδύνευση, πάλη, προσπάθεια εθνικής κατίσχυσης. Ο ορίζοντάς της δεν είναι μόνον η καθησυχαστική και πνιγηρή ομοιομορφία του λόγου, αλλά είναι και ο πλουραλισμός των μεγάλων συλλογικών πολιτικών υποκειμένων, ο «πολυθεϊσμός των αξιών», ο ηθικός ανορθολογισμός του κόσμου, η σύγκρουση ανάμεσα στις διαφορετικές «πεποιθήσεις». Η πολιτική είναι ένα πεπρωμένο και ένα αίνιγμα: αυτό μας λέει ο μεγάλος αστός επιστήμονας, ο οποίος έχει το θάρρος να ερευνήσει ώς το βάθος την άβυσσο της ανθρώπινης μοίρας –η ανησυχία του Νίτσε, του κρυφού δασκάλου του, είναι εδώ προφανής.

Αυτή η διάγνωση του παρόντος δεν οδηγεί τον Βέμπερ στον εξτρεμισμό, αλλά τον ωθεί να αναζητήσει θέσεις ισορροπίας ακόμη και αν αυτή είναι εύθραυστη· τον οδηγεί σε βεβαιώσεις «υπευθυνότητας» απέναντι στο κράτος και στο να ασκεί πολεμική εναντίον αισθητισμών και προφητικών πεσιμισμών (άσκησε κριτική στον Σπένγκλερ και στους πανγερμανιστές), εναντίον τυχοδιωκτισμών και ερασιτεχνισμών. Ετσι, από τη μια μεριά περιφρονούσε το «καρναβάλι της επανάστασης» που παρακολούθησε στη Βαυαρία και υπήρξε πάντοτε αντισοσιαλιστής, καθώς ήταν απογοητευμένος από την έλλειψη διανοητικού βάθους ενός κόμματος, το οποίο στην πραγματικότητα περιοριζόταν στο να συνεχίζει να βαδίζει στον δρόμο που είχε ήδη ανοίξει ο καπιταλισμός. Και, από την άλλη μεριά, ένιωθε βαθιά ανησυχία για την ανικανότητα των Γερμανών να σκεφτούν και να εφαρμόσουν στην πράξη την πολιτική.

Η εκλογική και συνταγματική δομή της Γερμανίας του Γουλιέλμου –αυταρχική, επικεντρωμένη στην εξουσία του Κάιζερ και του στρατού– είναι βέβαια, κατά την άποψή του, ορθολογική (στον βαθμό που είναι γραφειοκρατική και μιλιταριστική), αλλά είναι απολιτική. Με άλλα λόγια, στη Γερμανία δεν υπάρχουν πολιτικοί συνηθισμένοι να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της πάλης, επειδή το Κοινοβούλιο δεν έχει πραγματική εξουσία και επειδή σε αυτό δεν γίνεται η «επιλογή των ηγετών», όπως αυτή γίνεται στις δημοκρατικές δυνάμεις. Αυτή η πολιτική ανεπάρκεια ευθύνεται για την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο, υποστηρίζει ο Βέμπερ το 1918. Η Γερμανία –στην πραγματικότητα όμως όχι μόνον η Γερμανία, αλλά όποιο κράτος θέλει να υπάρχει στον κόσμο– χρειάζεται όχι μόνον ορθολογική τάξη, αλλά και πολιτική και αυτό δεν μπορεί να το αποφεύγει.

Ο βεμπεριανός «επαγγελματίας πολιτικός» –επιλεγμένος στο Κοινοβούλιο και στην πάλη μεταξύ των κομματικών ηγετών και αποβλέπων σε μια ισχυρή κυβερνητική εξουσία– δεν είναι ένας ολοκληρωτικός δικτάτορας, αλλά ένα υπεύθυνο και απαλλαγμένο από ψευδαισθήσεις άτομο κι ωστόσο παθιασμένα (αλλά όχι τυφλά) ταγμένο στην υπηρεσία μιας υπόθεσης. Είναι ένας πολιτικός που ζει την πολιτική ως Beruf –ως επάγγελμα και ως κάλεσμα–, με την επίγνωση του ότι αυτή μας αδράχνει, ενώ εμείς προσπαθούμε να την αδράξουμε, επειδή η πολιτική είναι τόσο διοικητική και διαχειριστική ρουτίνα όσο και αναπόφευκτη δημοκρατία, αλλά είναι και –ως έσχατος ορίζοντας– σύγκρουση για την εξουσία σε ιστορική κλίμακα. Αυτή η υπαρξιακή πολιτική, αυτός ο σύνδεσμος τραγικότητας και πολυπλοκότητας, στον καιρό του Βέμπερ ήταν ακόμη στα χέρια των ευρωπαϊκών κρατών. Σήμερα όμως μόνο λίγα υποκείμενα είναι σε θέση να την εφαρμόζουν στην πράξη (η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία, ενώ η Ευρώπη αδρανεί), βάζοντας στο παιχνίδι τόσο την ορθολογικότητα της τεχνικής και της οικονομίας όσο και τη διακινδύνευση της βούλησης για δύναμη, στην υπηρεσία ενός συγκεκριμένου σχεδίου πολιτισμού.

Η πολιτική κατά τον Βέμπερ είναι ένα μη καθησυχαστικό πεπρωμένο ακριβώς εξαιτίας της αβεβαιότητας που εμπεριέχει. Ταυτόχρονα όμως είναι και ένα καθήκον, ένα χρέος. Οπως ο Μακιαβέλι, αναφορικά με τη σύγκρουση ανάμεσα σε τύχη και αρετή, απαιτούσε από τον πολιτικό (από τον ηγεμόνα) να μην τα παρατήσει ποτέ, έτσι ώστε να φέρει στο φως τον αναπόδραστο δεσμό λόγου και μη λόγου, που είναι το έσχατο βάθος της πολιτικής και της ανθρώπινης ζωής, έτσι και ο Βέμπερ αναθέτει στον πολιτικό το καθήκον να συνεχίζει τη δράση του και να λέει: παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουμε! Το αν ο Βέμπερ μάς μιλάει ακόμη ή αν σήμερα δεν κατορθώνουμε να κατανοήσουμε το μεγάλο μάθημα σοβαρότητας και θάρρους, που μας κληροδοτεί, είναι ένα πρόβλημα περισσότερο δικό μας παρά δικό του.


Εκτύπωση στις: 2024-03-28
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=11451&export=html