Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Συνεπιμέλεια και συμφέρον του παιδιού

Μιχάλης, Σταθόπουλος

Τα Νέα, 2020-12-19


Με αφορμή την πρωτοβουλία του υπουργείου Δικαιοσύνης για τροποποιήσεις στο οικογενειακό μας δίκαιο, έχει έλθει στην επικαιρότητα το ζήτημα της επιμέλειας των τέκνων σε περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή διάστασης των συζύγων και ειδικότερα το ζήτημα αν είναι προτιμότερο να υπάρχει σʼ αυτή την περίπτωση κοινή επιμέλεια των δύο γονέων (συνεπιμέλεια). Υπάρχει σχετικώς μεγάλη δημόσια προβολή της θέσης των υποστηρικτών της συνεπιμέλειας. Τα κύρια επιχειρήματα της θέσης αυτής, ότι δηλαδή τη συνεπιμέλεια την επιβάλλει η ανάγκη για ίση μεταχείριση των γονέων και για αποτροπή της αποξένωσης του ενός γονέα από το τέκνο, ηχούν στη γενικότητά τους και εκ πρώτης όψεως άξια υποστήριξης. Εγγύτερη όμως εξέταση δείχνει ότι το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό.

Αλλά τι εννοούμε όταν λέμε «συνεπιμέλεια»; Μπορεί, πρώτον, να εννοούμε την καθʼ ύλην κατανομή στους δύο γονείς των καθηκόντων που ανήκουν στην επιμέλεια, ίσως και τη συναπόφασή τους για τα σπουδαιότερα θέματα. Αλλά μπορεί, δεύτερον, να εννοούμε τη χρονική κατανομή των καθηκόντων, ώστε σε μια χρονική περίοδο να ασκεί όλα τα καθήκοντα ο ένας γονέας και στην επόμενη περίοδο ο άλλος, με συνεχή επανάληψη της εναλλαγής αυτής. Με τη δεύτερη αυτή εκδοχή το πρόβλημα της διαμονής του τέκνου λύνεται με πρόβλεψη εναλλασσόμενης κατοικίας του τέκνου (κάθε εβδομάδα ή κάθε μήνα ή κάθε εξάμηνο κ.λπ.), έτσι ώστε οι γονείς να έχουν σε ίσο χρόνο το παιδί μαζί τους. Αντίθετα, στην πρώτη μορφή συνεπιμέλειας ένα από τα προς κατανομή καθήκοντα είναι ο προσδιορισμός της διαμονής του τέκνου. Ο γονέας στον οποίο περιέρχεται αυτή η αρμοδιότητα θα έχει το παιδί μαζί του στην κατοικία του και επομένως θα έχει συχνότερη επαφή μαζί του, ενώ ο άλλος θα έχει δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί.

Ολες οι παραπάνω δυνατότητες είναι και υπό το ισχύον δίκαιο δυνατές. Επομένως είναι ανακριβές το συχνά λεγόμενο από τους υποστηρικτές της συνεπιμέλειας ότι πρέπει επιτέλους να την επιτρέψει ο νομοθέτης (σαν να είναι σήμερα απαγορευμένη). Ηδη από τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου το 1983 κατέστη δυνατή η συνεπιμέλεια, υπό όλες τις παραπάνω μορφές (ακόμη και με εναλλασσόμενη διαμονή του τέκνου), αποφασιζόμενη είτε από το δικαστήριο, ύστερα από σχετική συμφωνία των γονέων, είτε από μόνο το δικαστήριο, πάντοτε όμως με κριτήριο το συμφέρον του τέκνου. Η διαφορά είναι ότι πολλοί σημερινοί υποστηρικτές της συνεπιμέλειας δεν αρκούνται στη δυνατότητα του δικαστηρίου ή των γονέων να την αποφασίσουν, αλλά επιδιώκουν να καθιερωθεί από τον νόμο ως υποχρεωτική η ίση χρονική κατανομή της επιμέλειας, περιλαμβανομένης και της υποχρεωτικής εναλλαγής της διαμονής του τέκνου, κατά τρόπο δεσμευτικό για τον δικαστή. Θέλουν όχι τη δυνατότητα της συνεπιμέλειας, αλλά την άνωθεν επιβολή της.

Νομίζω ότι είναι αυτονόητο, αν πράγματι πιστεύουμε ότι η όποια λύση πρέπει να εξυπηρετεί πρωτίστως το συμφέρον του τέκνου, ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη όλες τις περιστάσεις της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης (που μπορεί να διαφέρουν από περίπτωση σε περίπτωση), πριν καταλήξουμε στην κατανομή της επιμέλειας. Βεβαίως πρέπει να ικανοποιούνται κατά το δυνατόν και τα θεμιτά συμφέροντα των γονέων, αλλά μόνο εφόσον δεν προσκρούουν στο συμφέρον του τέκνου. Συνεπώς δεν πρέπει να αγνοούνται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κρινόμενης περίπτωσης, η προσωπικότητα του κάθε γονέα, οι συγκεκριμένες συνθήκες μέσα στις οποίες θα εφαρμοστεί η συνεπιμέλεια με την ίση χρονική κατανομή της, ώστε να κριθεί αν αυτή μπορεί να λειτουργήσει ομαλά, αν οι γονείς είναι σε θέση (και μάλιστα ύστερα από τυχόν σφοδρή αντιδικία) να συνεργάζονται ή αν είναι πιθανές έριδες μεταξύ τους που θα τις «εισπράττει» το παιδί. Επίσης, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί αν είναι προς το συμφέρον του παιδιού η συνεχής αλλαγή του σχολείου του στην περίπτωση που οι αποστάσεις των κατοικιών των γονέων δεν είναι κοντινές. Ολα αυτά μπορεί να διαπιστώνονται μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση που κρίνει ο δικαστής. Αυτός δικάζει τις ατομικές περιπτώσεις, όχι ο νομοθέτης. Ο τελευταίος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ούτε να προεξοφλεί τις ειδικές συνθήκες της κάθε ατομικής περίπτωσης. Η γενική εκ των προτέρων ρύθμιση με νόμο θα ήταν βαρύ, κατά τη γνώμη μου, σφάλμα με υπαρκτό το ενδεχόμενο να αντιστρατεύεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις το συμφέρον του παιδιού, το οποίο δεν μπορεί πάντοτε να ταυτίζεται με την ισόχρονη παρουσία των γονέων στη φροντίδα του και τη συνεχή εναλλαγή της διαμονής του. Ολες οι άλλες επιδιώξεις πρέπει να υποχωρούν μπροστά στο συμφέρον του παιδιού.

Το συχνά λεγόμενο από τους υποστηρικτές της διά νόμου πρόβλεψης ισόχρονης κατανομής της επιμέλειας και στους δύο γονείς, με υποχρεωτική την εναλλασσόμενη διαμονή του τέκνου, ότι τούτο προβλέπεται σε διεθνή κείμενα ή σε ξένες νομοθεσίες, είναι επίσης ανακριβές. Διότι αυτό που πράγματι προβλέπεται διεθνώς (και δικαίως) είναι να δίνει ο νόμος τη δυνατότητα για συνεπιμέλεια και εναλλαγή διαμονής του τέκνου και να ενθαρρύνει σχετικώς τον δικαστή και όχι να επιβάλλει τούτο ο νόμος εκ προοιμίου.

Είναι αλήθεια ότι τα δικαστήριά μας, μολονότι έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν τη συνεπιμέλεια, συνήθως δεν προσφεύγουν σʼ αυτήν. Υπάρχουν βέβαια και δικαστήρια που την έχουν αποφασίσει, αλλά σε λίγες περιπτώσεις. Δεν φταίει γιʼ αυτό η νομοθεσία, αλλά η νομολογία. Αν θέλουμε να αλλάξουμε την τελευταία, θα ήταν παράλογο τούτο να γίνει με μεταφορά στον νομοθέτη της εξουσίας να γίνει στην ουσία αυτός που θα κρίνει in globo τις μελλοντικές δικαστικές υποθέσεις! Σωστότερο προς τούτο θα ήταν να ληφθούν άλλα μέτρα (ενδεχομένως και νομοθετικά) για την ενθάρρυνση των δικαστών να αποφασίζουν συνεπιμέλεια όταν συντρέχουν οι αναγκαίες προς τούτο συνθήκες. Σημαντικό μέτρο θα ήταν η ίδρυση οικογενειακών δικαστηρίων, στελεχομένων από εξειδικευμένους δικαστές, καθώς και η στήριξη της λειτουργίας αυτών των δικαστηρίων από ειδήμονες άλλων επιστημονικών κλάδων. Η μεγάλη δυσπιστία στους δικαστές μας υπονομεύει το κράτος δικαίου.

Κατόπιν αυτών διερωτάται κανείς: Εξυπηρετείται πράγματι το συμφέρον του παιδιού με την ικανοποίηση των αιτημάτων για άνωθεν (από τον νόμο) επιβολή της ισόχρονης συνεπιμέλειας των γονέων και της υποχρεωτικής εναλλαγής κατοικίας του τέκνου, όποιες και αν είναι οι συγκεκριμένες συνθήκες της διασπασμένης οικογένειας; Ή υπάρχουν πίσω από τα αιτήματα αυτά άλλες σκοπιμότητες πέρα από το συμφέρον του παιδιού;

Εκτύπωση στις: 2024-04-24
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=11465