Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Διαγραφή των χρεών προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα;

Φραγκίσκος, Κουτεντάκης

KReport, 2021-02-27


Σε μια πρόσφατη δημόσια παρέμβαση, ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος Thomas Piketty και άλλοι 100 οικονομολόγοι και πολιτικοί, υπογράφουν μια ριζοσπαστική πρόταση που έχει προκαλέσει συζήτηση. Αυτό που προτείνουν είναι η διαγραφή του χρέους των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Όπως υποστηρίζουν, τα κρατικά ομόλογα ευρωπαϊκών χωρών στο χαρτοφυλάκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας φτάνουν το ποσό των 2,5 τρισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 25% του συνολικού ευρωπαϊκού δημοσίου χρέους. Για να εξυπηρετηθεί αυτό το χρέος σε βάθος χρόνου, τα κράτη-μέλη θα πρέπει είτε να αυξήσουν τη φορολογία, είτε να μειώσουν τις δαπάνες, είτε να το ανακυκλώσουν με νέο χρέος.

Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με τις δημοσιονομικές πιέσεις της εποχής. Οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να ακολουθήσουν – όπως κάνουν ήδη – έντονα επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές προκειμένου να μετριάσουν τις δραματικές αρνητικές συνέπειες της πανδημίας στην οικονομία και την απασχόληση. Επιπρόσθετα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εξαγγείλει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μετάβασης προς την «πράσινη ανάκαμψη» που απαιτεί μεγάλες δημόσιες επενδύσεις που με τη σειρά τους προϋποθέτουν επαρκή δημοσιονομικά περιθώρια. Με λίγα λόγια, αυτό το δημόσιο χρέος λειτουργεί ανταγωνιστικά προς τις δημοσιονομικές προτεραιότητες των Ευρωπαϊκών χωρών.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα περίπου 400 δισ. ευρώ των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και των συνοδευτικών προγραμμάτων σε βάθος τριετίας είναι εμφανώς ανεπαρκή. Όπως τονίζουν, το ποσό υπολείπεται κατά πολύ, τόσο από την εκτίμηση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (300-400 δισ. ευρώ επενδύσεων ετησίως) όσο και από την πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2 τρισ. ευρώ συνολικά). Η αλήθεια είναι πως, παρά τις εντυπώσεις, η ευρωπαϊκή παρέμβαση παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από τις αντίστοιχες των άλλων μεγάλων οικονομιών, όπως Η.Π.Α., Κίνας και Ιαπωνίας. Με αυτά τα δεδομένα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να διασφαλίσει μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια προκειμένου να υλοποιήσει μια πιο αποφασιστική δημοσιονομική παρέμβαση μέσω της διαγραφής του χρέους που κατέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενός χρέους που, όπως λένε χαρακτηριστικά, «χρωστάει η Ευρώπη στον εαυτό της».

Όπως θα περίμενε κανείς, η πρόταση προκάλεσε αντιδράσεις, οι περισσότερες από τις οποίες εστιάζουν σε δύο θέματα: Τους ευρωπαϊκούς κανόνες που δεν επιτρέπουν τη διαγραφή χρέους και το πιθανό πλήγμα στην αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Το πρώτο επιχείρημα έχει ακουστεί τόσες φορές τα τελευταία χρόνια – και έχει παραβιαστεί άλλες τόσες– ώστε δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά. Άλλωστε τους κανόνες τους γράφουν και τους τροποποιούν τα κράτη-μέλη, ανάλογα με τις συνθήκες και τις προτεραιότητες κάθε εποχής, είναι συνεπώς θέμα πολιτικής βούλησης. Το δεύτερο είναι επίσης ήσσονος σημασίας καθώς αφενός μια Κεντρική Τράπεζα διαθέτει πολλά μέσα για να υποστηρίξει την αξιοπιστία της και αφετέρου ακόμα και εμπορικές τράπεζες μπορούν να λειτουργούν αποτελεσματικά και αξιόπιστα ακόμα και με αρνητικά κεφάλαια. Σε τελική ανάλυση, το πλήγμα στην αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα προκαλέσει η χλιαρή αντιμετώπιση της πανδημίας και η ενδεχόμενη ύφεση που θα ακολουθήσει, είναι σίγουρα σημαντικότερο. Εν ολίγοις, οι παραπάνω κριτικές δεν τεκμηριώνονται σε ισχυρά οικονομικά επιχειρήματα.

Υπάρχει ωστόσο μια κριτική, λιγότερο διαδεδομένη, από τον επίσης Γάλλο οικονομολόγο Olivier Blanchard που κατά τη γνώμη μου είναι και η πλέον ουσιαστική.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παρά τη θεσμική ανεξαρτησία της, δεν είναι μια οικονομικά ανεξάρτητη οντότητα αλλά «ανήκει» στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή καθένα από αυτά συμμετέχει στο κεφάλαιό της με συγκεκριμένη αναλογία, με βάση την οποία κατανέμονται και τα κέρδη της στις εθνικές κεντρικές τράπεζες κι από εκεί στα δημόσια ταμεία. Αν λοιπόν η ΕΚΤ διαγράψει χρέη, θα υποστεί ζημία που θα μεταφραστεί σε μειωμένα κέρδη των εθνικών κεντρικών τραπεζών και εν τέλει σε μειωμένα δημόσια έσοδα. Το ίδιο ακριβώς ποσό που θα κερδίσουν τα κράτη-μέλη από τη διαγραφή του χρέους θα το χάσουν από τα μειωμένα έσοδα που θα εισπράξουν από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Με άλλα λόγια, η όλη συναλλαγή δεν θα έχει καμία πραγματική δημοσιονομική συνέπεια σε ευρωπαϊκό επίπεδο: κανείς δεν θα χάσει αλλά και κανείς δεν θα κερδίσει. Αυτή είναι η άλλη πλευρά της διαγραφής χρέους που «χρωστάει η Ευρώπη στον εαυτό της».

Η κριτική του Blanchard είναι ορθή και προκύπτει από τη βασική οικονομική αλήθεια ότι δεν δημιουργείται πλούτος από το πουθενά, εν προκειμένω ούτε και δημοσιονομικά περιθώρια. Ωστόσο, δεν ακυρώνει τη σημασία της πρότασης. Αντίθετα, μας υπενθυμίζει ότι ο μόνος τρόπος για να προκύψουν οικονομικά αποτελέσματα από τη διαγραφή χρέους είναι μέσω αναδιανομής μεταξύ των κρατών-μελών. Αν η διαγραφή χρεών γίνει με διαφορετική αναλογία από την αναλογία των κρατών-μελών στο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τότε κάποιες χώρες θα ωφεληθούν και κάποιες άλλες θα ζημιωθούν. Αν για παράδειγμα διαγραφεί το χρέος των υπερχρεωμένων χωρών, όπως της Ιταλίας ή της Ελλάδας, αλλά όχι της Γερμανίας ή της Ολλανδίας, τότε οι πρώτες θα ωφεληθούν και οι δεύτερες θα ζημιωθούν. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η όλη συναλλαγή θα είναι και πάλι δημοσιονομικά ουδέτερη, ωστόσο τα περιθώρια που θα προκύψουν για τις πρώτες χώρες μπορούν να έχουν ισχυρότερη θετική οικονομική επίπτωση σε σχέση με τις αρνητικές επιπτώσεις του κόστους που θα υποστούν οι δεύτερες χώρες.

Όμως αυτό έχει δυο επιπλέον δύσκολες προϋποθέσεις: Πρώτον, αυτά τα περιθώρια πρέπει να αξιοποιηθούν γρήγορα και αποτελεσματικά. Πρέπει δηλαδή να σχεδιαστούν και να εκτελεστούν παρεμβάσεις σε τομείς με ισχυρά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στη συνολική οικονομία, πράγμα διόλου αυτονόητο. Δεύτερο, και δυσκολότερο, μια τέτοια συναλλαγή είναι ουσιαστικά μια (όχι και τόσο) καλυμμένη δημοσιονομική μεταβίβαση από κάποιες χώρες προς κάποιες άλλες, κάτι που, ως γνωστόν, αποτελεί ταμπού για πολλές χώρες. Η αλληλεγγύη, παρά τις συχνές διακηρύξεις, παραμένει το μεγάλο ζητούμενο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Εκτύπωση στις: 2024-04-24
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=11596