Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Η ιστορία και το μέλλον του οκτάωρου στην Ελλάδα

Αντώνης, Λιάκος

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2021-05-06


Οι αναφορές στην ιστορία του οκτάωρου περιορίζονται συνήθως στη θρυλική απεργία του Σικάγου, το 1886, και στα αιτήματα στους εορτασμούς της Πρωτομαγιάς. Ασφαλώς το αίτημα υπήρχε στο πρόγραμμα των σοσιαλιστών και των εργατικών ενώσεων από τα τέλη του 19ου αιώνα. Αλλά η καθιέρωση και η γενίκευση του οκτάωρου είναι μια άλλη ιστορία.

Χρειάστηκε να γίνει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918), η Επανάσταση στη Ρωσία (1917), οι εξεγέρσεις στη Γερμανία και στην Ουγγαρία (1919), ώστε να καθιερωθεί το οκτάωρο το 1919 στα Συνέδρια Ειρήνης που τερμάτισαν τον πόλεμο και ανασχημάτισαν τον κόσμο. Την παρακολούθηση της γενίκευσής του στην Ευρώπη και στον κόσμο ανέλαβε το Διεθνές Γραφείο Εργασίας. Διαφημίστηκε ως αφετηρία για τη χειραφέτηση των εργατών.

Οι εργάτες θα γίνονταν πολίτες και θα απολάμβαναν τα αγαθά του βιομηχανικού πολιτισμού, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουν στην επανάσταση. Η εφαρμογή του όμως αποδείχτηκε δυσχερής. Οσο απομακρυνόταν ο κίνδυνος επανάστασης τόσο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αναζητούσαν τρόπους για να αθετήσουν την αρχική τους συμφωνία. Το 1922 ο εκπρόσωπος του γαλλικού ΙΟΒΕ (δηλαδή ο Γάλλος Σκέρτσος της εποχής) δήλωνε: «Το οκτάωρο καθιερώθηκε για να νικηθούν οι Μπολσεβίκοι. Τώρα που ο κίνδυνος πέρασε, οι Γάλλοι πρέπει να επιστρέψουν στο δεκάωρο».

Προσχώρηση και αθέτηση

Η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που υπέγραψαν τη συμφωνία για το οκτάωρο το 1919 και δεσμεύθηκε να το εφαρμόσει σταδιακά. Είχε ανάγκη δάνεια και την υποστήριξη στη Μικρασιατική Εκστρατεία και έκανε ό,τι μπορούσε για να την εξασφαλίσει. Από την εκστρατεία στην Ουκρανία εναντίον των Σοβιετικών το 1919 έως την υπογραφή φιλεργατικών νόμων.

Ποιες συνθήκες όμως επικρατούσαν στην Ελλάδα τότε; Υπήρχαν επαγγέλματα με εργάσιμη από την ανατολή στη δύση του ήλιου, άλλα με 14-15 ώρες, με 12-14 και τα πιο ευνοϊκά με 10-12 ώρες. Οι εμποροϋπάλληλοι εργάζονταν 8 με 10 ώρες, αλλά συνήθως τους απασχολούσαν και στη μεσημβρινή δίωρη διακοπή. Στις συνθήκες αυτές, τα αιτήματα μείωσης του χρόνου εργασίας δεν ήταν το οκτάωρο αλλά το δεκάωρο, και στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα το εννιάωρο. Ωστόσο, όπως σημειωνόταν στις εκθέσεις των επιθεωρητών εργασίας, «τα ωρολόγια εις πλείστας περιπτώσεις λειτουργούν κατά την διάθεσιν των εργοδοτών».

Το 1922-23, λόγω του προσφυγικού, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε αναβολή της εφαρμογής του οκτάωρου. Ο πρόεδρος των βιομηχάνων Ανδρέας Χατζηκυριάκος υποστήριζε ότι η εφαρμογή του θα έθετε σε κίνδυνο την ελληνική βιομηχανία, θα επιβάρυνε 20% το κόστος και θα μείωνε την ανταγωνιστικότητά της. Το 1924-25 εντάθηκαν οι κινητοποιήσεις, μαζί με άλλα αιτήματα, αλλά αποδίδονταν στους ελάχιστους την εποχή εκείνη κομμουνιστές, πράγμα που ανάγκασε τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπαναστασίου να δηλώσει ότι «Εάν με την πρόφασιν του κομμουνισμού κτυπήσωμεν ολόκληρον την εργατικήν τάξιν […] η εξέργερσις θα είναι αναπόφευκτος και μοιραία».

Οι κυβερνήσεις της εποχής προσπαθούσαν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην αναβολή του οκταώρου, και στην αποφυγή σύγκρουσης με το ΔΓΕ που επόπτευε την εφαρμογή των συμβάσεων. Οταν με υπόμνημα του 1925 η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε τέσσερα χρόνια αναβολής, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, ήταν καταπέλτης: «Η Ελλάδα έχει υπογράψει. Υπέγραψε πρώτη. Εχει δεσμευθεί απέναντι στα άλλα κράτη. Οι ιδιαίτερες συνθήκες που προβάλλει είναι προφανώς άξιες προσοχής, αλλά κάθε κράτος ιδιαίτερες συνθήκες επικαλείται».

Η αναβλητικότητα της ελληνικής κυβέρνησης είχε όμως και διεθνή ερείσματα. Εως τότε λίγες χώρες είχαν επικυρώσει τη σύμβαση για το οκτάωρο, και υπήρχαν πολλές ανατροπές λόγω της κρίσης. Ακόμη και στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, το οκτάωρο εφαρμόστηκε σε κλάδους που είχαν ισχυρό συνδικαλισμό με μεγάλη διαπραγματευτική δύναμη. Και στην Ελλάδα, επίσης, η εφαρμογή του οκτάωρου κατακερματίστηκε. Ως το 1940 είχαν εκδοθεί 50 νομοθετικά κείμενα για τη ρύθμιση των ωρών εργασίας και ο νομικός πολυδαίδαλος εμπόδιζε τον έλεγχο της πραγματικής εφαρμογής, η οποία απείχε πολύ από τις επίσημες διακηρύξεις. Σε πολλούς κλάδους, η αμοιβή με το κομμάτι εξανάγκαζε σε 12 και περισσότερες ώρες εργασίας.

Το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο

Χρειάστηκε άλλος ένας μεγάλος παγκόσμιος πόλεμος για να γίνει το οκτάωρο πυρήνας ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Στην Αμερική, το New Deal, από το 1938, το μετέτρεψε πλέον σε κοινωνικό και πολιτισμικό κεκτημένο των βιομηχανικών εργατών. Στη Βρετανία οι βάσεις του κράτους πρόνοιας μπήκαν στη διάρκεια του πολέμου. Τα αμερικανικά συνδικάτα υποστήριξαν το Σχέδιο Μάρσαλ που είχε και εργατικό τμήμα. Αμερικανοί και Βρετανοί συνδικαλιστές υποστήριξαν την ανασυγκρότηση της Ευρώπης στο πνεύμα του Ψυχρού Πολέμου, αλλά πάνω στη γραμμή των κεκτημένων τους που περιλάμβανε οκτάωρο και συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Φορντισμός, ισχυρά συνδικάτα και κράτος πρόνοιας βάδισαν χέρι χέρι στη μεταπολεμική Ευρώπη.

Και η μεταπολεμική Ελλάδα ακολούθησε τον δρόμο αυτό, παρά τον Εμφύλιο. Εδώ όμως οι μισθοί ήταν πολύ μικροί, οι συλλογικές συμβάσεις κρατικά ελεγχόμενες, όπως και τα συνδικάτα, και οι δαπάνες για το κράτος πρόνοιας οι μισές από τις ευρωπαϊκές. Το πρόβλημα με το ωράριο ήταν όχι η νομική του καθιέρωση, αλλά η εφαρμογή του, λόγω του εκτεταμένου συστήματος υπεργολαβιών και αμοιβής με βάση το έργο. Εντούτοις το οκτάωρο παγιώθηκε.

Στη δεκαετία του 1960 προβλήθηκε το αίτημα της πενθήμερης εργασίας των 40 ωρών. Τώρα η Ευρώπη προπορεύτηκε από την Αμερική, και κατ’ αναλογία οι ώρες, ο εργάσιμος χρόνος, μειώθηκε περισσότερο. Στην Ελλάδα, σταθμός ήταν η Μεταπολίτευση: η πενθήμερη εργάσιμη εβδομάδα καθιερώθηκε πρωταρχικά για τους εργαζομένους στη βιομηχανία το 1975, ενώ το μέτρο της πενθήμερης εργασίας (και των 40 ωρών εργασίας) επεκτάθηκε συνολικά στους εργαζομένους το 1984.

Πού βρισκόμαστε τώρα;

Από τη δεκαετία του 1990, και η Ελλάδα και η Ευρώπη έχουν εισέλθει σε δεκαετίες απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Η παγκοσμιοποίηση και οι μεγάλες τεχνολογικές μεταβολές έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στον κόσμο της εργασίας και στον τύπο του εργαζομένου. Ο θόρυβος όμως για τις νέες δυνατότητες του εργαζόμενου που κάνει marketing τον εαυτό του, συσκοτίζει τις σκληρές πραγματικότητες που άρχισαν με τους μετανάστες και τους νέους: υποκατώτατος μισθός, μπλοκάκι, γραφεία ενοικίασης εργαζομένων, υπεργολαβίες. Πρόκειται για ολόκληρα στρώματα επισφαλώς εργαζομένων ανθρώπων. Ούτε μόνο νέοι είναι, ούτε αποκλειστικά γυναίκες, ούτε μετανάστες. Είναι μια καινούργια κανονικότητα.

Ακόμη και τους πολύ υψηλής μόρφωσης νέους, που χρησιμοποιούνται ως παράδειγμα εργαζόμενου που δεν χρειάζεται την εργατική νομοθεσία, η επισφάλεια και η ανασφάλεια είναι κανόνας. Καθώς η ανεργία έχει γίνει το κυριότερο πρόβλημα, η κριτική στις νέες εργασιακές σχέσεις όχι μόνο έχει υποχωρήσει, αλλά σχεδόν ποινικοποιούνται οι ρυθμισμένες με τα κεκτημένα της προηγούμενης περιόδου εργασιακές σχέσεις. Η τηλεργασία μοιάζει να ρυθμίζεται αποκλειστικά από τους εργοδότες. Ο συνδικαλισμός έχει παρακμάσει, και μας το θυμίζει το σκέλεθρο της ΓΣΕΕ, η βιομηχανία έχει διαλυθεί, κάθε γενιά που μπαίνει στην αγορά εργασίας μπαίνει με κανόνες χειρότερους από της προηγούμενης.

Σε αυτό το τοπίο, ο συνασπισμός εξουσίας επιχειρεί προγραμματικά να κάνει άπειρα ελαστική την προσφορά εργασίας, ανατρέποντας όλες τις προηγούμενες ισορροπίες ως προς το ωράριο, τις συλλογικές συμβάσεις, την ελευθερία του συνδικαλισμού, την επιθεώρηση εργασίας. Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι βρίσκονται πλέον, αναγκαστικά, εκτός αυτών των ρυθμίσεων, εντούτοις, αυτές συνιστούν έναν άξονα κοινωνικού συμβολαίου που διαμορφώθηκε με αγώνες αλλά και μετά από δυο μεγάλους πολέμους.

Πράγματι, η τηλεργασία και οι μεταβολές στην εργασία από την τεχνολογία θέτουν ζητήματα ευρείας αναρρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Θέτουν το μεγάλο ζήτημα ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Αλλά οι επιχειρούμενες από την κυβέρνηση αλλαγές, χωρίς κοινωνική διαπραγμάτευση, βρίσκονται στο πνεύμα της κατάργησης της ίδιας της έννοιας του κοινωνικού συμβολαίου. Πάρε τη δουλειά ή φύγε! Αυτή η μονόπλευρη πλέον διευθέτηση των εργασιακών σχέσεων ανατρέπει κατακτήσεις που χρειάστηκαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και χιλιάδες εργατικοί αγώνες για να επιτευχθούν. Ανατρέπει ισορροπίες που βρίσκονται στον πυρήνα των σύγχρονων δημοκρατιών, δηλαδή τη συνεχή προσπάθεια αντιστοίχισης οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής δικαιοσύνης.


Εκτύπωση στις: 2024-04-20
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=11765