Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

821 – 2021 / Γιατί έγινε και πώς πέτυχε η Επανάσταση;

Αντώνης, Λιάκος

Αυγή, 2021-05-30


Αντώνης Λιάκος: Η μελέτη ξεκινά από μακροϊστορικές διαπιστώσεις, όπως η αυξητική τάση του πληθυσμού στα νεότερα χρόνια

Πέραν των εορτασμών, εκείνο που θα μείνει από την επέτειο των 200 χρόνων της Επανάστασης είναι ο τρόπος που θα (ξανα)διαβάσουμε την Ιστορία της. Η Ελληνική Επανάσταση είναι ένα τεράστιο γεγονός που συνεχώς θα ξεδιπλώνεται στα μάτια μας αναλόγως των ερωτημάτων μας.

Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος, σ’ ένα μικρό, ευσύνοπτο αλλά εφ’ όλης της ύλης βιβλίο, «Το 1821 ως επανάσταση. Γιατί ξέσπασε και γιατί πέτυχε» (εκδόσεις ΕΝΑ, 2021), θέτει τα δυο κεντρικότερα ερωτήματα: Γιατί έγινε επανάσταση και γιατί πέτυχε;

Στην εποχή μας έχουν γραφεί πολλά για τις επαναστάσεις, τις εξεγέρσεις, τα κοινωνικά κινήματα, τη συλλογική δράση. Η πολιτική επιστήμη, η ιστορική κοινωνιολογία, η συγκριτική ιστορία έχουν δημιουργήσει ένα σώμα θεωρητικής γνώσης. Γιατί, πότε και πώς συμβαίνουν επαναστάσεις, πώς πετυχαίνουν ή αποτυχαίνουν; Δεν είναι καιρός να δούμε την Ελληνική Επανάσταση μέσα από αυτές;

Το 1821 δεν χάνει τη δική του φυσιογνωμία. Ωστόσο γειώνεται στην Ιστορία. Ο συγγραφέας δεν προέρχεται από τον κύκλο των ιστορικών της Επανάστασης και της Τουρκοκρατίας. Ίσως γι’ αυτό, βλέποντας την Επανάσταση απ’ έξω, αποτολμά μια συνολική και περιεκτική εξήγηση. Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη: Πρώτο, το θεωρητικό πλαίσιο μελέτης των επαναστάσεων, δεύτερο, τις προϋποθέσεις της επανάστασης, τρίτο, το γιατί της επιτυχίας.

Ποιες οι προϋποθέσεις της Επανάστασης;

Η μελέτη ξεκινά από μακροϊστορικές διαπιστώσεις, όπως η αυξητική τάση του πληθυσμού στα νεότερα χρόνια. Κάθε μεγάλη αυτοκρατορία απάντησε διαφορετικά, πράγμα που καθόρισε αφενός την εσωτερική της εξέλιξη, αφετέρου τη διεθνή ισορροπία δυνάμεων και κατανομή ισχύος. Τι σημαίνουν αυτά για την Οθωμανική Αυτοκρατορία;

Οι ισορροπίες των πρώτων αιώνων της Pax Ottomana (του 15ου και 16ου), που επέτρεψαν την αύξηση του πληθυσμού και την αναζωογόνηση των περιοχών του ελληνικού χώρου, που είχε ερημώσει από τους προηγούμενους της οθωμανικής κατάκτησης αιώνες πολέμων και καταστροφών, ανατρέπονται κυρίως από τον 18ο αι. και εξής. Ωστόσο το οθωμανικό πλαίσιο παραγωγής δεν μπορεί να απορροφήσει τα νέα πληθυσμιακά πλεονάσματα και οι πόλεις, στις οποίες κυριαρχούν οι Οθωμανοί, δεν μπορούν να γίνουν οι μοχλοί μας νέας ανάπτυξης.

Η αποξένωση επομένως ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς, κατά βάση αγροτικούς, που στρέφονται σε νέες πλουτοπαραγωγικές δραστηριότητες ή εποικίζουν τα ορεινά, μεγαλώνει την απόσταση ανάμεσα στα δυο στοιχεία της αυτοκρατορίας, το μουσουλμανικό και το χριστιανικό, παράγοντας μια διπλή κοινωνία. Το πολιτικό πλαίσιο της αυτοκρατορίας (δικαιώματα) και το οικονομικό (παραγωγικές ευκαιρίες και διέξοδοι) αποδεικνύεται εξαιρετικά περιοριστικό και εκλύει δυσαρέσκεια.

Η αναπλαισίωση της δυσαρέσκειας

Δεν φτάνει όμως η δυσαρέσκεια για να γίνουν επαναστάσεις. Χρειάζεται και το υποκείμενο. Η οικονομική ανάπτυξη των ελληνορθόδοξων πληθυσμών έχει τονιστεί και τεκμηριωθεί ως αιτία δικτύωσης και σύμπηξής τους σε στοιχειώδες κοινωνικό υποκείμενο. Αλλά ούτε αυτή μπορεί να παραγάγει τις αιτίες μιας ανατροπής. Οι επαναστάσεις δεν γίνονται ούτε όσο τα πράγματα χειροτερεύουν ούτε όσο βελτιώνονται. Συμβαίνουν όταν η βελτίωση ανακόπτεται, όταν ματαιώνονται οι ελπίδες ή όταν οι απειλές υπερισχύουν των ελπίδων.

Πότε συνέβη αυτό; Μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων. Γιατί από τους πολέμους και τον ηπειρωτικό αποκλεισμό επωφελήθηκαν οι Έλληνες, αλλά το τέλος τους ανέκοψε την ανάπτυξη και αύξησε τις απαιτήσεις του κράτους εις βάρος τους. Το αδύνατο της επιστροφής στο χθες παρήγαγε δυσαρέσκεια.

Αλλά για να μετασχηματιστεί η δυσαρέσκεια σε πολιτική κρίση πρέπει να ανασημασιοδοτηθεί σε νέο πλαίσιο, να εγγραφεί σε πολιτικό λόγο, πρέπει τα παράπονα να μεταφραστούν σε συνθήματα. Κι εδώ ανέλαβε ρόλο μια γενιά διαφωτιστών, την ονομάζει δεύτερη γενιά. Δεν διαδίδει καινοτομική γνώση όπως η πρώτη. Μεταδίδει όμως καινοτομικό πολιτικό λόγο, δημιουργεί διαχωριστικές γραμμές στις οποίες οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί, ο σουλτάνος και οι υπήκοοί του μετασχηματίζονται σε κατακτητές και κατακτημένους.

Δημιουργεί ένα καινούργιο φαντασιακό -την ελευθερία, την αποκατάσταση της Ελλάδας, για να συγκροτηθούν οι χριστιανοί (ελληνόγλωσσοι και πολλοί αλλόγλωσσοι) σε δρων υποκείμενο. Ο μετασχηματισμός των παραπόνων και της δυσαρέσκειας σε πολιτική αντίθεση και αιτία κινητοποιήσεων είναι από τα κρισιμότερα στοιχεία των επαναστάσεων. Αλλά καμιά επανάσταση των «από κάτω» δεν πετυχαίνει χωρίς τη σύμπραξη κάποιων ελίτ.

Διαφορετικά προγράμματα

Ο συγγραφέας αναφέρεται σε τέσσερις ελίτ του ελληνορθόδοξου κόσμου. Η Εκκλησία, οι Φαναριώτες, το ένοπλο στοιχείο (κλεφταρματολοί) και οι πρόκριτοι. Οι δύο πρώτες είναι εγκατεστημένες στην καρδιά της αυτοκρατορίας, οι δυο τελευταίες στην περιφέρεια, στην Πελοπόννησο και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πώς όμως από το ανταγωνιστικό πλαίσιο μπορεί να γεννήσει ένα εναλλακτικό σχέδιο; Και πόσα είναι αυτά; Διακρίνει δυο, ας τα ονομάσουμε συμβατικά, προγράμματα.

Το πρώτο αφορά την προοπτική μιας εξέλιξης της αυτοκρατορίας στην οποία οι ελληνορθόδοξες ελίτ θα γίνονταν συνδιαχειρίστριες της αυτοκρατορίας μαζί με τους Οθωμανούς (οι οποίοι αποτελούσαν μια διακριτή ελίτ απέναντι στον τουρκικό και τους άλλους μουσουλμανικούς πληθυσμούς). Η προοπτική αυτή έβρισκε υποστηρικτές στις κεντρικά τοποθετημένες ελίτ, την Εκκλησία και τους Φαναριώτες.

Το δεύτερο αφορούσε την απόσπαση περιφερειών από την αυτοκρατορία, της Πελοποννήσου σε πρώτο πλάνο, της ηπειρωτικής χώρας στη συνέχεια, και την υπαγωγή τους σε μια τοπική εξουσία υπό την προστασία μιας ξένης δύναμης. Το γεγονός της εναλλασσόμενης κυριαρχίας Βενετών και Οθωμανών στις περιοχές αυτές, που από την οπτική της Κωνσταντινούπολης αποτελούσαν εσχατιές της αυτοκρατορίας, ενίσχυε αυτή την οπτική, που ακόμη κι ο Κολοκοτρώνης την είχε δοκιμάσει.

Η δημιουργία μιας ελληνικής επικράτειας βρίσκεται πιο κοντά στη δεύτερη παρά στην πρώτη οπτική επιθυμητής εξέλιξης των πραγμάτων. (Άλλωστε και οι δυο στρατηγικές συνυπήρχαν στον 19ο αιώνα - Μεγάλη Ιδέα και Ελληνο-οθωμανισμός). Πώς όμως από αυτή φτάνουμε στην Ελληνική Επανάσταση; Ο σ. χρησιμοποιεί την έννοια της «κινητοποίησης πόρων» και της εκμετάλλευσης των «ευκαιριών».

Η πρώτη κατηγορία αφορά τούς οικονομικούς, ιδεολογικούς, πολιτισμικούς, οργανωτικούς, ένοπλους, ανθρώπινους κ.ά. πόρους, οι οποίοι μπορεί είτε να υπάρχουν, όπως π.χ. τα ένοπλα σώματα, είτε να δημιουργηθούν, όπως λ.χ. η Φιλική Εταιρεία. Από την άλλη πλευρά οι ευκαιρίες στις οποίες αναφέρεται αφορούν το περιβάλλον, τόσο το διεθνές όσο και της αυτοκρατορίας.

Το βάρος του διεθνούς πλαισίου

Παρά την αναντίρρητη εμβρίθεια του σ., ο οποίος έχει ξεσκονίσει την υπάρχουσα βιβλιογραφία, αν είχε στο οπτικό του πεδίο ορισμένες από τις σημαντικότερες μελέτες που τώρα είναι εν τω γίγνεσθαι ή μόλις έχουν εμφανιστεί, θα μπορούσε να ενισχύσει το κεφάλαιο αυτό και να καταστήσει τις ευκαιρίες κεντρικότερες ή μάλλον καταλυτικές ως προς το επαναστατικό εγχείρημα. Αναφέρομαι στις μελέτες των Μαουρίτσιο Ιζαμπέλα, του Ιλιτζάκ Σουκρού και του Δημήτρη Αρβανιτάκη.

Με δυο λόγια: Αν η Γαλλική Επανάσταση έπαιξε καταλυτικό ρόλο, δεν ήταν ως «ευκαιρία» για μια προειλημμένη απόφαση. Μέσω των Ναπολεόντειων Πολέμων, που θα πρέπει να τους αντιληφθούμε ως πρώτο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε καταλυτικό ρόλο, πέραν και μαζί με τα καινά δαιμόνια που διέσπειρε. Αποσταθεροποίησε μια αρχιτεκτονική ισχύος μακράς διάρκειας τόσο στο μεσογειακό όσο και στο οθωμανικό πεδίο.

Η Μεσόγειος κυριαρχούνταν, από τον 15ο αιώνα, από τρεις μεγάλες δυνάμεις. Η ανατολική Μεσόγειος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η δυτική από την Ισπανία, ενώ στο κέντρο της επεκτεινόταν η βενετική επικράτεια. Ο Ναπολέων διαλύει το κράτος της Βενετίας και την ισπανική μοναρχία με διεθνείς συνέπειες από την πολιτική αναδόμηση της Ιταλίας έως την ανεξαρτησία των κρατών της Νότιας Αμερικής. Εισβάλλει στην Αίγυπτο και προκαλεί σεισμική ακολουθία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Στην αποσταθεροποιημένη Μεσόγειο αφενός εισέρχονται δυο νέες μεγάλες δυνάμεις, η Βρετανία και η Ρωσία, αφετέρου σε όλες τις μεσογειακές περιοχές, από την Πορτογαλία έως τον Λίβανο, μικρές και μεγάλες ομάδες, πόλεις, επαρχίες, περιφέρειες, εθνότητες, κάστες κ.λπ. μπαίνουν σε διαδικασία αναπροσδιορισμού της θέσης τους και των εξουσιών τους. Δημιουργείται ένα μωσαϊκό κινημάτων, εξεγέρσεων, επαναστάσεων. Ανάμεσά τους και η ελληνική.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρίσκεται σε μεγάλη αναταραχή από το 1806, από τον Καύκασο έως τις ακτές του Ιονίου, σε μια κρίση τοπικών εξεγέρσεων και αιματηρών καταστολών, αποκορύφωμα της οποία ήταν η σφαγή των Γενιτσάρων το 1826. Ο πόλεμος διαφορετικών συστημάτων ιδεών είναι το επιστέγασμα αυτού του σεισμού. Η Ελληνική Επανάσταση δεν έγινε σε πείσμα ενός δυσμενούς διεθνούς περιβάλλοντος. Το αντίθετο.

Η στρατηγική επιτυχίας

Οι ιστορικοί συνήθως σκέπτονται με την ετερογονία των σκοπών. Υπάρχει μια υπόγεια σχέση ανάμεσα στην Ιστορία και την ειρωνεία. Οι ιστορικοί δηλαδή βλέπουν τους ανθρώπους για άλλα να αγωνίζονται και άλλα να τους προκύπτουν. Οι πολιτικοί επιστήμονες βρίσκονται πιο κοντά στον πρακτικό λόγο.

Ο Παπανικολόπουλος σωστά τονίζει ότι η επιτυχία μιας επανάστασης δεν εξαρτάται μόνο από τις συνθήκες που την προκαλούν, από δομικού χαρακτήρα παράγοντες, αλλά και από την εμπρόθετη δράση, από την ικανότητα της ηγεσίας. Από αυτή την άποψη η ιστορία της επανάστασης γίνεται ένα χρήσιμο εγχειρίδιο στρατηγικής συλλογικής δράσης. Βέβαια με την επιφύλαξη ότι οι κρίσεις βασίζονται στην ασφάλεια του εκ των υστέρων αποτελέσματος. Τέσσερις από τις παρατηρήσεις του θα αναφέρω εδώ.

Η πρώτη αφορά τη συμμετοχή των διαφορετικών ηγετικών ομάδων. Στο βιβλίο ανασκευάζεται για τα καλά η λαϊκο-ρωμαντική αντίληψη για την αντίθεση των προκρίτων στην Επανάσταση που την έκανε ο λαός κ.λπ., μια αντίληψη που ακούγεται συχνά στην Αριστερά. Αντίθετα τονίζεται ότι όρος επιτυχίας υπήρξε ο συνδυασμός ικανοτήτων διαφορετικών ηγετικών ομάδων, τις οποίες δεν μπορεί να διαθέτει μόνο μια ηγετική ομάδα.

Η δεύτερη αφορά τη διαλεκτική παραδοσιακού / προνεωτερικού στοιχείου και νεωτερικών / εκσυγχρονιστικών διαδικασιών. Τα ζητήματα αυτά είχαν απασχολήσει την ιστοριογραφία τη δεκαετία του 2000 (Διαμαντούρος, Λέκκας, Θεοτοκάς, Κοταρίδης κ.ά.). Το ένα δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς το άλλο. Και το παραδοσιακό δεν μπορούσε να επιβιώσει χωρίς το νεωτερικό, αλλά και το νεωτερικό πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιώντας ως όχημα το προνεωτερικό (στο οποίο βέβαια πλήρωσε την οφειλή του). Παραδοσιακό και νεωτερικό μετασχηματίστηκαν μέσα από την πράξη της Επανάστασης.

Η τρίτη αφορά τη σχέση εσωτερικών δυνάμεων και εξωτερικής παρέμβασης. Συχνά τονίζεται ο σωστικός ρόλος του Ναβαρίνου, αλλά σωστά αναρωτιέται ο σ.: Χωρίς την ανθεκτικότητα του επαναστατικού εγχειρήματος, χωρίς επίσης τη διπλωματική δραστηριότητα των Ελλήνων που κεφαλαιοποίησαν τις ρωγμές στο διεθνές σύστημα που είχε ανοίξει η επανάσταση, τι θα διέσωζε το Ναβαρίνο;

Τέλος, το τέταρτο σημείο που αξίζει να προσεχθεί, επειδή ανταποκρίνεται και στις σύγχρονες τάσεις στην ιστοριογραφία, είναι η έμφαση στον ρόλο των συναισθημάτων στην Επανάσταση. Ο σ. δεν παρατηρεί απλώς τα συναισθήματα, αλλά εντάσσει την κινητοποίησή τους στην επαναστατική στρατηγική.

Κλείνει ένας κύκλος

Με το βιβλίο αυτό φαίνεται ότι οι μεγάλες διαφορές στην εκτίμηση της Επανάστασης του 1821, που είχαν ανοίξει στον πρώτο αιώνα της ανεξαρτησίας (με την αμφισβήτηση από τον Κορδάτο της εκδοχής της εθνικής ιστοριογραφίας), στο επιστέγασμα του δεύτερου αιώνα της ανεξαρτησίας φαίνεται να λήγουν. Η εθνική ιστοριογραφία ερμήνευε την Επανάσταση ως την πιο πετυχημένη έκφραση του διακαούς πόθου για την ελευθερία ή ως την αφύπνιση της Ελλάδας μετά από αιώνες δουλείας.

Η κοινωνική ιστοριογραφία την έθεσε στο πλαίσιο της μετάβασης από έναν προαστικό σε έναν αστικό τρόπο παραγωγής και στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των κοινωνικών τάξεων. Μετά τον Κορδάτο επικράτησε μια εθνο-λαϊκιστική ερμηνεία της επανάστασης, όπου από τη μια μεριά ο λαός και οι κλεφταρματολοί, από την άλλη οι κοτζαμπάσηδες και ο αντιδραστικός κλήρος. Αυτή η αντίληψη ενίσχυσε και ενισχύθηκε από την κατοχική Αντίσταση προβάλλοντάς την αναδρομικά.

Στη μεταπολεμική εποχή άρχισε να σχηματίζεται μια ερμηνεία που αντιπαρέθετε τον Διαφωτισμό και γενικά το νεωτερικό στοιχείο στο προνεωτερικό. Σ’ αυτό το σχήμα θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν τόσο αυτό που με κάποια ευρύτητα θα ονομάζαμε σχολή Δημαρά όσο και η γενιά που εμπνεύστηκε από το έργο των Ηλιού, Ασδραχά, Παναγιωτόπουλου και Κρεμμυδά.

Ο Γκούναρ Χέριγκ έθεσε το αίτημα να μελετηθεί το 1821 μέσα από το θεωρητικό πλαίσιο της μελέτης των επαναστάσεων. Το βιβλίο του Παπανικολόπουλου αποτελεί μια πειστική απόκριση στο αίτημα αυτό, πράγμα που αναγνωρίζει εξαρχής ο συγγραφέας. Το γεγονός ότι κλείνει ένας κύκλος συζητήσεων για την Επανάσταση δεν σημαίνει πως η Ιστορία έπαψε να είναι πολιτικό διακύβευμα στην Ελλάδα. Απλώς το πεδίο έχει μετατεθεί στη συνολική εκτίμηση της Ιστορίας και κυρίως στην ερμηνεία της Μεταπολίτευσης και της κρίσης.


Εκτύπωση στις: 2024-04-19
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=11848