Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Η ελληνοτουρκική διένεξη για το Αιγαίο: από την υστερία στη λογική

Αλέξης, Ηρακλείδης

Κυριακάτικη Αυγή, 2006-06-04


Η πρόσφατη αεροπορική σύγκρουση στο Αιγαίο, η οποία έλαβε χώρα για ένα ζήτημα επουσιώδες, όπως το FIR (Περιοχή Πληροφόρησης Πτήσεων) που δεν αφορά καν κυριαρχία, οι πρωτοφανείς εκδηλώσεις υστερίας και η παραπληροφόρηση που ακολούθησαν στη χώρα μας είναι ενδεικτικές για το σημείο στο οποίο έχουν φτάσει οι ελληνοτουρκικές σχέσεις σήμερα. Σε ένα πρώτο επίπεδο, υπάρχουν τρεις κύριοι υπεύθυνοι γι’ αυτή την κατάντια: η περιδεής πολιτική Μολυβιάτη, ο παράγοντας Τάσσος Παπαδόπουλος (συν τη μη επίλυση του Κυπριακού λόγω της αδιαλλαξίας της Λευκωσίας) και η σαφής άνοδος του εθνικισμού τόσο στην Ελλάδα όσο και --ίσως ακόμη περισσότερο-- στην Τουρκία. Από την άλλη, "το τρένο" που λέγεται ΕΕ σε σχέση με την Τουρκία --που έπαιζε καταλυτικό ρόλο στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων-- έχει αρχίσει να αγκομαχά. Κινδυνεύει να εκτροχιαστεί, με φταίχτη τόσο την Τουρκία όσο και την ίδια της ΕΕ, ειδικότερα λόγω της στάσης ορισμένων κρατών, και συγκεκριμένα της Γαλλίας, της Αυστρίας, της Δανίας και, βέβαια, της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Από την άλλη, η 23η Μαϊου ίσως ανοίξει την αυλαία για τον μακρύ δρόμο προς την οριστική επίλυση της διένεξης στο Αιγαίο, που φέτος συμπληρώνει 33 χρόνια (η διένεξη ξεκίνησε το 1973). Ήδη στο ΥΠΕΞ, υπό την Ντόρα Μπακογιάννη, παρουσιάζεται έντονος και, απ’ ό,τι φαίνεται, γόνιμος προβληματισμός, πέρα από τις γνωστές αγκυλώσεις. Από την άλλη, η Τουρκία βρίσκεται βυθισμένη σε κρίση. Έτσι, σε αντίθεση με την περίοδο 2003-2004, η στιγμή δεν είναι ακόμη κατάλληλη για τολμηρά βήματα διαλόγου και διαπραγματεύσεων.

Πάντως, δύσκολα πείθει πλέον η θέση Μολυβιάτη ότι παγώνουμε τα ζητήματα του Αιγαίου μέχρις ότου η Τουρκία μπει στην ΕΕ, με την ελπίδα ότι τότε πια θα φανεί πιο διαλλακτική. Η θέση αυτή δεν πείθει για τρεις λόγους.

Πρώτον, η οδός της ΕΕ δεν είναι εξασφαλισμένη για την Τουρκία και ο δρόμος, ούτως ή άλλως, είναι μακρύς, με πολλές δύσκολες στιγμές στην πορεία του.

Δεύτερον, οι διαφορές στο Αιγαίο, όσο δεν λύνονται, θα αποτελούν πηγή τριγμών και κρίσεων --ακόμη και θερμών επεισοδίων-- σε σχεδόν καθημερινή βάση, με συνεπακόλουθη εθνικιστική υστερία.

Τρίτον, αυτό που γίνεται λιγότερο αντιληπτό στην Ελλάδα είναι το γεγονός ότι η Άγκυρα μοιάζει απίθανο να γίνει πιο συμβιβαστική αν μπει στην ΕΕ, γιατί στο Αιγαίο, ειδικά σε σχέση με την αιγιαλίτιδα ζώνη, θεωρεί, και όχι αδικαιολόγητα, ότι διακυβεύονται ζωτικά εθνικά της συμφέροντα, μια και το Αιγαίο, με τυχόν επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, θα γίνει "ελληνική λίμνη" και η Τουρκία θα εγκλωβισθεί τελείως, σαν να ήταν χώρα κλειστή χωρίς διέξοδο στη θάλασσα.

Ας δούμε όμως, μία-μία, τις πέντε κύριες διαφορές στο Αιγαίο.

Ι. Ως προς την υφαλοκρηπίδα, με βάση τη μέχρι τώρα διεθνή νομολογία, τα νησιά και η ηπειρωτική ακτογραμμή δεν έχουν την ίδια βαρύτητα. Τα νησιά έχουν μειωμένη υφαλοκρηπίδα (μισή ή πιο κάτω) αν βρίσκονται "από τη λάθος πλευρά" των δύο ηπειρωτικών ακτογραμμών. Κατά πάσα πιθανότητα, ένα διεθνές δικαστήριο θα έδινε το 25%-30% της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου στην Τουρκία. Εδώ σημασία έχει να ακολουθηθεί η οδός των "δακτύλων" στο συνυποσχετικό, ώστε να μην περικυκλωθούν ελληνικά νησιά από τουρκική υφαλοκρηπίδα. Από την άλλη, η υφαλοκρηπίδα είναι αλληλένδετη με την αιγιαλίτιδα ζώνη, και συγκεκριμένα με ποιο εύρος αιγιαλίτιδας θα υπολογισθεί η υφαλοκρηπίδα.

ΙΙ. Έτσι, ερχόμαστε στην αιγιαλίτιδα ζώνη. Υπάρχει το νομικό δικαίωμα της επέκτασης στα 12 ν. μίλια, που είναι και η μάξιμουμ επέκταση η οποία επιτρέπεται από τη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας. Από την άλλη, όπως είπαμε, μια τέτοια ενέργεια θα οδηγούσε σε ένα Αιγαίο-"ελληνική λίμνη". Θα έκλεινε η ανοικτή θάλασσα στο Αιγαίο, αυτή η σημαντική διεθνής θαλάσσια οδός, κάτι απαράδεκτο όχι μόνο για την Τουρκία αλλά και για όλα τα άλλα κράτη, ειδικά αυτά των χωρών της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου. Η Ελλάδα, ως μεγάλη ναυτική χώρα που είναι, κανονικά, θα έπρεπε να έχει ιδιαίτερη ευαισθησία στο θέμα αυτό, όπως είχε παλιότερα: έως το 1960 επέμενε μάλιστα μόνο στα 3 μίλια στις διασκέψεις του ΟΗΕ για τη Θάλασσα, κάτι που υποστήριζε και η Βρετανία ως δύναμη με μεγάλο εμπορικό στόλο.

ΙΙΙ. Όσο για τον εναέριο χώρο, η ελληνική αναντιστοιχία (6 μίλια αιγιαλίτιδα-10 μίλια εναέριος) αποτελεί διεθνές παράδοξο, που δεν βρίσκει καμία βάση στο υπάρχον διεθνές δίκαιο. Υπάρχουν διάφορα ευρηματικά ελληνικά επιχειρήματα, όπως ότι πρόκειται για δεύτερη αιγιαλίτιδα ζώνη (Κ. Οικονομίδης) ή ότι κανονικά η αιγιαλίτιδα είναι 10 μίλια αλλά παραμένει ανενεργή ως προς τα 4 μίλια (Κ. Ιωάννου), που όμως δεν πείθουν και οδηγούν σε μειδιάματα διεθνώς. Πιο σοβαρή είναι η ιδέα το τοπικού εθίμου (Χ. Ροζάκης) και της συναίνεσης ή του γνωστού ως estoppel, αλλά και εδώ θα ήταν σχεδόν αδύνατο να πεισθεί ένα διεθνές δικαστήριο, κυρίως γιατί πρόκειται για σαφή παραβίαση διεθνούς κανόνα. Ο δε κανόνας αυτός που ισχύει από το 1919 (δηλαδή ότι ο εναέριος χώρος έχει το ίδιο ακριβώς εύρος με την αιγιαλίτιδα ζώνη, κάτι που βασίζεται και στη στοιχειώδη κοινή λογική) αναφέρεται και σε άρθρο της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας (1983), σύμβαση που κατά τα άλλα επικαλούμεθα.

ΙV. Η ελληνοτουρκική διαφορά ως προς την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νήσων του ανατολικού Αιγαίου προκύπτει από το γεγονός της (επανα)στρατιωτικοποίησης των νησιών αυτών από την πλευρά της Ελλάδας. Το καθεστώς της αποστρατιωτικοποίησης ή όχι των ελληνικών νήσων του ανατολικού Αιγαίου δεν είναι ενιαίο, αλλά ορίζεται από τρία διαφορετικά νομικά καθεστώτα, ένα για κάθε κατηγορία νησιών. Συγκεκριμένα:

Η Λήμνος και η Σαμοθράκη διέπονται από τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά (1923) και από τη Σύμβαση του Μοντραί του 1936, η οποία αντικατέστησε την πρώτη, συνολικά (κατά την Ελλάδα) ή εν μέρει (κατά την Τουρκία).

Η Μυτιλήνη, η Χίος, η Σάμος και η Ικαρία διέπονται από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης (1923).

Τα Δωδεκάνησα διέπονται από τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (1947).

Το τελικό συμπέρασμα, από τη νομική σκοπιά, είναι ότι η Ελλάδα έχει μάλλον νομικά δίκιο για την πρώτη κατηγορία νησιών, η Τουρκία για τη δεύτερη και το πράγμα "παίζεται" στην τρίτη κατηγορία νησιών.

Τα Ίμια/Καρντάκ είναι η πιο πρόσφατη προσθήκη στην ήδη βεβαρημένη ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο, που έκανε την εμφάνισή της, απρόσμενα, πριν δέκα χρόνια. Οι δύο αυτές βραχονησίδες αποτέλεσαν το εφαλτήριο προκειμένου να μιλήσει η Τουρκία και για πολλές άλλες περιοχές όπου τα υδάτινα σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας δεν είναι επακριβή και χρήζουν αποσαφηνίσεως. Απ’ ό,τι φαίνεται, μεταξύ των Δωδεκανήσων και της Τουρκίας υπάρχει σαφής οριοθέτηση (λόγω ιταλοτουρκικών συμφωνιών κατά τον Μεσοπόλεμο). Όμως, δεν υπάρχει οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων μεταξύ των δύο χωρών από το Καστελλόριζο ώς τον Έβρο. Το ζήτημα περιπλέκεται και από το γεγονός ότι η Ελλάδα ακολουθεί τη μέθοδο της χάραξης των χωρικών υδάτων με βάση τη φυσική ακτογραμμή~ μόνο σε ό,τι αφορά τους κόλπους ακολουθεί τις ευθείες γραμμές, αλλά μόνο ως το εύρος των 10 ν. μιλίων. Αντίθετα, η Τουρκία ακολουθεί τις ευθείες γραμμές και όχι τη φυσική ακτογραμμή, ενώ στους κόλπους ακολουθεί εύρος μέχρι και 24 ν. μίλια.

***

Καταλήγοντας, από νομική πλευρά τα πράγματα είναι ισομερή, και καμία χώρα δεν υπερτερεί σαφώς. Η διένεξη όμως δεν είναι μόνο νομική. Η νομική πλευρά είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Στην ουσία, η διένεξη είναι περισσότερο πολιτική και κοινωνιοψυχολογική, κυρίως σύγκρουση εθνικών ταυτοτήτων και εθνικών αφηγήσεων. Είμαστε, θα έλεγα, "φαντασιακοί εχθροί". Συνεπώς, η καταλληλότερη μέθοδος ειρηνικής επίλυσης είναι ο διάλογος και οι διαπραγματεύσεις, και κατ’ εξαίρεση η προσφυγή στα διεθνή δικαστήρια, αν παραστεί ανάγκη για θέματα κατεξοχήν νομικά. Με τον διάλογο και τις ουσιαστικές διαπραγματεύσεις θα φανεί, σιγά σιγά, ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είναι επεκτατικός και επιθετικός στο Αιγαίο -- και ας φαντάζει έτσι στην άλλη πλευρά. Εμείς ακόμη τρέμουμε τον "εξ ανατολών κίνδυνο", και εκείνοι την "αναζωπύρωση της Μεγάλης Ιδέας" και την "επαναφορά της Συνθήκης των Σεβρών". Καιρός να πάψει αυτή η αμοιβαία παράνοια.

Ο Αλέξης Ηρακλείδης διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Εκτύπωση στις: 2024-04-26
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1196