Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

8 πράγματα που πρέπει να ξέρουμε για την επόμενη μέρα των γερμανικών εκλογών

Κάκη, Μπαλή

Η Αυγή, 2021-09-28


Στη Γερμανία την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης την παίρνει αυτός που μπορεί να παρουσιάσει μια σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία

Το νέο πολιτικό τοπίο που προέκυψε από τις ομοσπονδιακές κάλπες της Κυριακής στη Γερμανία δεν επιτρέπει γρήγορες εκτιμήσεις για το ποιος θα διαδεχθεί τη Μέρκελ στην Καγκελαρία ούτε για το ποια θα είναι η επόμενη κυβέρνηση συνασπισμού. Αριθμητικά είναι εφικτοί τουλάχιστον τρεις συνδυασμοί, η συνέχιση του μεγάλου συνασπισμού, η συνεργασία SPD, Πράσινων και FDP, καθώς και η συνεργασία CDU / CSU, Πράσινων και FPD, με τον πρώτο να είναι πολιτικά ανεπιθύμητος. Οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης αναμένεται να κρατήσουν πολύ, με το πιο συνηθισμένο... αστείο στο Βερολίνο να είναι ότι η Μέρκελ πρέπει να προετοιμάσει άλλο ένα πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα. Πάντως, τα τέσσερα κόμματα που παίζουν ρόλο σ’ αυτή τη διαπραγμάτευση ξέρουν ότι πρέπει να γκαζώσουν. Το θέλουν τα ίδια, το θέλουν οι εταίροι της Γερμανίας στον κόσμο, το θέλει και το γερμανικό χρηματιστήριο.

1. Ποια είναι η διαδικασία από δω και πέρα;

Στη Γερμανία την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης την παίρνει αυτός που μπορεί να παρουσιάσει μια σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι κατ’ ανάγκη ο επικεφαλής του πρώτου κόμματος, αλλά θα μπορούσε να είναι και του δεύτερου. Από το βράδυ της Κυριακής, στον καθιερωμένο “γύρο των ελεφάντων”, ο νικητής σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς διεκδίκησε την Καγκελαρία ως επικεφαλής ενός συνασπισμού με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους (ας τον πούμε “σηματοδότη”, από τα χρώματα των τριών κομμάτων). Αλλά και ο ηττημένος χριστιανοδημοκράτης Άρμιν Λάσετ υποστήριξε πως μπορεί να γίνει ο επικεφαλής ενός συνασπισμού με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους (ας τον πούμε “Τζαμάικα”, όπως η σημαία της χώρας της ρέγκε, πάλι από τα χρώματα των τριών κομμάτων). Όταν ο ένας από τους δύο τα καταφέρει, πρώτα θα πρέπει να πάρει την έγκριση από τα συνέδρια των εμπλεκόμενων κομμάτων και στη συνέχεια θα πάει για ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή.

 2. Ποιος βγάζει καγκελάριο;

Για πρώτη φορά το τρίτο και το τέταρτο κόμμα -που μαζί έχουν πάρει το 26,3% των ψήφων, περισσότερο από 25,7 % του πρώτου SPD και του 24,1% της δεύτερης και καταϊδρωμένης CDU / CSU- θα αποφασίσουν ποια θα είναι η επόμενη κυβέρνηση και ο επόμενος καγκελάριος. Από το βράδυ της Κυριακής οι επικεφαλής των Πράσινων και των Φιλελεύθερων (FDP) περίπου ανακοίνωσαν ότι πρώτα θα συζητήσουν μεταξύ τους εάν μπορούν να βρουν ικανοποιητικά σημεία τομής των προγραμμάτων τους και βάσει αυτών θα προχωρήσουν σε διερευνητικές επαφές είτε με τους Σοσιαλδημοκράτες είτε με τους Χριστιανοδημοκράτες. Πράσινοι και FDP είναι επί της ουσίας ανταγωνιστές στον δρόμο για τον “εκσυγχρονισμό” της γερμανικής οικονομίας και κοινωνίας και θεωρούνται τα κόμματα που ψηφίζουν “αυτοί που αμείβονται καλύτερα”. Πάντως, οι Πράσινοι ενδιαφέρονται ως έναν βαθμό και για την κοινωνική δικαιοσύνη - και επιμένουν αφενός στην αύξηση του κατώτατου ωρομίσθιου στα 12 ευρώ, αφετέρου στην αύξηση της φορολογίας στα καύσιμα, αλλά και στα υψηλά εισοδήματα ώστε να γίνουν “πράσινες” επενδύσεις. Οι Φιλελεύθεροι, πάλι, θεωρούν εαυτούς τους πραγματικούς υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς και επιμένουν ότι δεν πρέπει να υπάρξουν αυξήσεις στη φορολογία -ειδικά για τους πλούσιους-, αλλά ούτε να διευρυνθεί το δημόσιο χρέος, καθώς είναι κάθετοι στο ότι τις “πράσινες” επενδύσεις θα τις κάνει ο ιδιωτικός τομέας.

3. Το στοίχημα του νικητή

Ο Όλαφ Σολτς, ο άνθρωπος που απέδειξε ότι το SPD μπορεί πάλι να νικήσει -τον κορόιδευαν άπαντες όταν είχε πάρει το χρίσμα την άνοιξη και είπε ότι «θέλω να κερδίσω», καθώς οι Σσοσιαλδημοκράτες ήταν στο 15% στις δημοσκοπήσεις- προχωρά από χθες σε μια επίθεση γοητείας έναντι των Πράσινων και των Φιλελεύθερων. Τους θυμίζει πόσο καλά έχουν κυβερνήσει μαζί - από το 1969 μέχρι το 1982 με το FDP, κι από το 1998 μέχρι το 2005 με τους Πράσινους. Και επισημαίνει ότι στις εκλογές της Κυριακής τρία κόμματα αύξησαν το ποσοστό τους, το SPD, οι Πράσινοι και το FDP, ερμηνεύοντάς το εμμέσως ως την εντολή από τους ψηφοφόρους να κυβερνήσουν μαζί. Το πιθανότερο είναι ότι αυτό το επιχείρημα θα μετρήσει στην αρχή - και ότι η πρώτη επιλογή των δύο μικρότερων κομμάτων θα είναι να δοκιμάσουν εάν τους βγαίνει η συμφωνία για τον “σηματοδότη”. Αλλά δεδομένη δεν θα πρέπει να θεωρείται. Πάντως, ο Όλαφ Σολτς έχει αποδείξει στη μακρά πολιτική καριέρα του ότι δεν το βάζει εύκολα κάτω, ότι έχει αντοχές κι ότι τα καταφέρνει στους συμβιβασμούς - ακόμη και εντός του κόμματός του, το οποίο είναι και το πιο δύσκολο.

4. Το άγχος του ηττημένου

Ο Άρμιν Λάσετ, που είναι ο υπεύθυνος για το χειρότερο εκλογικό ποσοστό της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας από το 1949, προσπαθεί να παίξει το χαρτί της “Τζαμάικας”, του συνασπισμού με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους, με επιχείρημα ότι είναι ικανός να κάνει βιώσιμους συμβιβασμούς. Ο Λάσετ κατάφερε να κυβερνάει το μεγαλύτερο γερμανικό κρατίδιο, της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας, με πλειοψηφία μίας έδρας - και με αγαστή συνεργασία με τους Φιλελεύθερους. Για τον Λάσετ είναι θέμα προσωπικής πολιτικής επιβίωσης να τα βρει με τα δύο μικρότερα κόμματα, ωστόσο δεν είναι καν δεδομένο ότι το κόμμα του θα του δώσει την ευκαιρία. Ήδη από το βράδυ της Κυριακής οι χριστιανοδημοκράτες πρωθυπουργοί στα ανατολικά κρατίδια δήλωσαν δημόσια ότι η CDU θα πρέπει να ανασυγκροτηθεί στα έδρανα της αντιπολίτευσης μετά το καταστροφικό αποτέλεσμα, ενώ και οι -ηττημένοι- ανταγωνιστές του Λάσετ για το χρίσμα της Χριστιανικής Ένωσης, ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ και ο άνθρωπος του γερμανικού ΣΕΒ Φρίντριχ Μερτς, του την έχουν στημένη στη γωνία. Τα συντροφικά μαχαιρώματα εντός της CDU / CSU δεν σταμάτησαν ποτέ από τη στιγμή που εγκατέλειψε την ηγεσία του κόμματος η Μέρκελ το 2018 - και αναμένεται να ενταθούν έτι περαιτέρω. Ωστόσο, όπως και ο Σολτς, έτσι και ο Λάσετ έχει αποδείξει ότι όσοι τον υποτιμούν το έχουν μετανιώσει. Και δεν υπάρχει καμία συγκολλητική ουσία εντός της CDU / CSU που να είναι ισχυρότερη από την προοπτική της παραμονής στην εξουσία.

5. Η κατάρρευση της Αριστεράς

Το κόμμα της Αριστεράς έζησε το μεγαλύτερο σασπένς σ’ αυτή την προεκλογική περίοδο - και όχι χάρη στο πρόγραμμά του. Το 6% που είχε στις δημοσκοπήσεις άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο του δράματος, του να πέσει δηλαδή κάτω από το όριο του 5% και να μείνει εκτός Βουλής. Αυτό το ποσοστό άφηνε οριακά ανοιχτό και το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας με το SPD και τους Πράσινους, αν και ήταν σαφές από την αρχή ότι ο Σολτς δεν το απέκλειε, όχι επειδή επιδίωκε μια πραγματική αριστερή στροφή, αλλά διότι ήθελε να μπορεί να παζαρέψει πιο σκληρά με τους Φιλελεύθερους. Τελικά η Αριστερά δεν πρόκειται να παίξει κανέναν ρόλο στον σχηματισμό κυβέρνησης, καθώς έπεσε στο 4,9% και δεν βγαίνουν τα κουκιά ακόμη και για το απίθανο ενδεχόμενο, ότι SPD και Πράσινοι θα ήθελαν να το δοκιμάσουν. Βέβαια, όπως και σε παλιότερες εκλογικές αναμετρήσεις, η Αριστερά κατάφερε να κερδίσει τουλάχιστον τρεις μονοεδρικές περιφέρειες, γεγονός που της επιτρέπει να παραμείνει στην ομοσπονδιακή Βουλή με 39 βουλευτές, αλλά χωρίς καθεστώς Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Χθες η ηγεσία της Αριστεράς απέπνεε απελπισία και αμηχανία και το ερώτημα είναι πότε θα αρχίσουν τα συντροφικά μαχαιρώματα που συνηθίζονται ιδιαίτερα εντός του κόμματος.

6. Η αντοχή της Ακροδεξιάς

Μπορεί η ακροδεξιά AfD να διολίσθησε από την τρίτη στην πέμπτη θέση στις εκλογές της Κυριακής, αλλά διατήρησε διψήφιο το ποσοστό της, στο 10,3%, κερδίζοντας σχεδόν 5 εκατομμύρια ψήφους. Μέχρι τώρα στη μεταπολεμική Ιστορία της Γερμανίας τα ακροδεξιά κόμματα δεν είχαν μεγάλη διάρκεια κοινοβουλευτικής ζωής. Η AfD, αντίθετα, επέδειξε αντοχές. Στα ανατολικά κρατίδια της Σαξονίας και της Θουριγγίας, μάλιστα, κατάφερε να αναδειχθεί πρώτο κόμμα και να αποσπάσει όλες τις μονοεδρικές έδρες από τους χριστιανοδημοκράτες. Αυτό σημαίνει ότι η γερμανική συντηρητική παράταξη θα συνεχίσει να σύρεται από η AfD σε πιο δεξιές θέσεις, όπως έγινε με το προσφυγικό. Από την άλλη πλευρά, είναι θετικό το γεγονός ότι η AfD δεν κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει την αγάπη που έδειξε στους αντιεμβολιαστές, οι οποίοι δεν είναι και λίγοι στη Γερμανία. Το νέο πολιτικό τοπίο στη Γερμανία θα ήταν ζοφερό εάν η Ακροδεξιά κατόρθωνε να αυξήσει το ποσοστό της.

7. Η κατρακύλα των χριστιανοκοινωνιστών

Στη Βαυαρία υπάρχει μια ιδιαιτερότητα: δεν κατεβαίνει το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα και τη συντηρητική παράταξη εκπροσωπούν οι χριστιανοκοινωνιστές (CSU). Ενίοτε διεκδικούν να κατεβάσουν αυτοί τον υποψήφιο καγκελάριο για τη Χριστιανική Ένωση. Το επέβαλαν δύο φορές -με τον Φραντς Γιόζεφ Στράους στον 20ό αιώνα και με τον Έντμουντ Στόιμπερ στον 21ο- και έχασαν τις εκλογές. Ωστόσο, στη Βαυαρία η CSU νιώθει παντοδύναμη και δεν πέρασε ποτέ στην αντιπολίτευση. Και ο νυν αρχηγός της, ο Μάρκους Ζέντερ, πίστευε ότι εάν ήταν αυτός υποψήφιος καγκελάριος της CDU / CSU, θα νικούσε. Το αποτέλεσμα της προχθεσινής κάλπης στη Βαυαρία όμως του έκοψε τα φτερά. Ήταν το χειρότερο για τη CSU από 1949.

8. Οι επιλογές της νεολαίας

Όποιος πίστευε ότι η Αριστερά, σε όλες της τις εκδοχές, έχει προνομιακή σχέση με τη νεολαία στη Γερμανία είδε τα εκλογικά αποτελέσματα να τον διαψεύδουν. Δύο κόμματα επέλεξαν πρωτίστως οι ψηφοφόροι που πήγαν για πρώτη φορά στις κάλπες, τους -μάλλον αναμενόμενους- Πράσινους (23%) και τους Φιλελεύθερους (23%), που για πρώτη φορά κατάφεραν να αγγίξουν τους νέους με την προεκλογική τους εκστρατεία. Σχετικά αυξημένο ήταν και το ποσοστό της Αριστεράς, 8%, σε σύγκριση με το απογοητευτικό 4,9% στο σύνολο του εκλογικού σώματος. Αντίθετα, οι σοσιαλδημοκράτες (15%), οι χριστιανοδημοκράτες (10%) και οι ακροδεξιοί (6%) πήραν πολύ χαμηλότερα ποσοστά από τους νέους ψηφοφόρους σε σχέση με το σύνολο του σώματος.

Ωστόσο, τα θέλω της νεολαίας έχουν μόνο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Επί της ουσίας οι επιλογές τους δεν έχουν καμία σημασία, καθώς το εκλογικό σώμα είναι τόσο γερασμένο ώστε να αποφασίζουν οι άνω των 60 για το ποιος θα είναι ο νικητής. Αυτοί είναι το 40% του εκλογικού σώματος και έδωσαν κατά πλειοψηφία την ψήφο τους (34%) στο SPD και όχι όπως συνήθως με διαφορά στη Χριστιανοδημοκρατία (33%). Οπότε και τα περισσότερα κόμματα με το πρόγραμμά τους απευθύνονται στους μεγαλύτερους, παρά τις ηρωικές δηλώσεις “για το μέλλον των παιδιών μας”.


Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=12191