Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Οι διερευνητικές συνομιλίες: σε αναζήτηση του χαμένου χρόνου

Χρήστος, Ροζάκης

Τα Νέα, 2022-01-22


Οι διερευνητικές συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχουν μακρά προϊστορία. Αποτελούν το αποτέλεσμα της απόφασης του Συμβουλίου Κορυφής του Ελσίνκι (1999), που υποχρέωνε την Τουρκία, ως υποψήφια προς ένταξη χώρα, να επιλύσει τις διαφορές της με τα γειτονικά κράτη, ως τα τέλη του 2004, με επίβλεψη της διαδικασίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) και με πιθανή κύρωση (σε περίπτωση που οι διαδικασίες - συμπεριλαμβανόμενης και προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης - επίλυσης απέβαιναν άκαρπες) τη διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Αν και οι διερευνητικές συνομιλίες δεν ορίζονταν ρητά από την απόφαση του Ελσίνκι, ωστόσο αποτέλεσαν μια συμβιβαστική λύση, που αποδέχθηκαν τόσο η Ελλάδα, όσο και η Τουρκία, για την επίλυση των περιφερειακών προβλημάτων, πριν από την έναρξη των επίσημων διαπραγματεύσεων για την επίλυση του προβλήματος της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Γιατί την εποχή εκείνη δεν υπήρχε στην ημερήσια διάταξη ούτε το ζήτημα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης , ούτε το ζήτημα της Ανατολικής Μεσογείου. Τα περιφερειακά ζητήματα περιελάμβαναν την αιγιαλίτιδα ζώνη - τα εξωτερικά όρια της οποίας αποτελούν τα εσωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας -, και την ευθυγράμμιση του εθνικού χώρου με αυτά, και τις γκρίζες ζώνες, που είχαν πρόσφατα προστεθεί στο καλάθι των ελληνοτουρκικών, επιβαρύνοντάς το με ένα ακόμα απρόσμενο ζήτημα.

Ο Πρωθυπουργός κ. Κωνσταντίνος Σημίτης μού ανέθεσε να συναντηθώ με έναν τούρκο αξιωματούχο για να διευθετήσουμε τα προκριματικά, διαδικαστικά ζητήματα αυτής της νέας διαδικασίας. Πράγματι, σε συμφωνία με την τουρκική πλευρά πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση με τον τούρκο πρέσβη κ. Farouk Lοgoglou, στο Στρασβούργο, όπου υπηρετούσα ως αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ο κ. Logoglou ήταν ένας πολύ καλός διπλωμάτης, Ευρωπαίος με όλη τη σημασία της έννοιας, διαλλακτικός και ευγενής, που με διαβεβαίωσε από την πρώτη στιγμή ότι αν καταλήγαμε σε συμφωνία για την αιγιαλίτιδα, τότε η Τουρκία θα ήταν διατεθειμένη να αποσύρει τη νέα διεκδίκηση για τις γκρίζες ζώνες. Εγινε, έτσι, αντιληπτό ότι οι γκρίζες ζώνες αποτελούσαν στοιχείο διαπραγματευτικού «τερτιπιού», το οποίο η Τουρκία δεν θα επέμενε να το διατηρήσει. Βέβαια, σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει, καθώς οι γκρίζες ζώνες έχουν μονιμοποιηθεί ως πραγματική διαφορά, και μάλιστα έχουν επεκταθεί ώστε να περιλαμβάνουν και τα κατοικημένα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, μέσα από το επιχείρημα του όρου της αποστρατιωτικοποίησης, που από αυτήν δήθεν εξαρτάται και η κυριαρχία τους.

Στην πρώτη μας συνάντηση ο τούρκος πρέσβης μού δήλωσε ότι ελάχιστα γνώριζε από το Δίκαιο της Θάλασσας, κι ότι θα επιθυμούσε να προστεθεί και ένας άλλος διπλωμάτης, πιο χαμηλόβαθμος, που είχε τις σχετικές γνώσεις. Δέχθηκα το αίτημα, με τον όρο, χάρη στην ισότητα των όπλων, να διευρυνθεί και η ελληνική εκπροσώπηση, με έναν δικό μας. Πράγματι μετέφερα το τουρκικό αίτημα στην Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία και αποφάσισε να ορίσει τον αείμνηστο πλέον καθηγητή του Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών Αργύριο Φατούρο, ως το δεύτερο μέλος.

Στη δεύτερη συνάντησή μας, που έλαβε χώρα στο Μόναχο, το νέο τουρκικό μέλος εμφανίστηκε. Επρόκειτο για έναν διπλωμάτη, διαμετρικά αντίθετο με τον κ. Logoglou, προερχόμενο από το «βαθύ κράτος» της τουρκικής γραφειοκρατίας, με πολύ κακή γνώση της αγγλικής γλώσσας, ο οποίος δεν έπαιξε πολύ εποικοδομητικό ρόλο στις συζητήσεις που ακολούθησαν. Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν, σε καλό κλίμα, σε μια τρίτη συνάντηση στη Ρώμη, και τέλος στο Παρίσι.

Αυτές οι συζητήσεις περιεστράφησαν γύρω από το μέλλον των διερευνητικών. Αποφασίστηκε να εκκινήσουν από μια διερεύνηση του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης των δύο χωρών στο Αιγαίο. Και να συνεχίσουν, εάν δεν συμφωνούσαν στο εύρος, στο θέμα των γκρίζων ζωνών. Τέλος, θα έπρεπε να προβλεφθεί και η σύνταξη ενός Κοινού Ανακοινωθέντος, το οποίο θα υπογραφόταν από τα δύο μέρη, και στο οποίο θα περιλαμβανόταν η υποχρέωση έναρξης επίσημων διαπραγματεύσεων για την επίλυση της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Το έργο, συνεπώς, είχε ολοκληρωθεί, κι έτσι αποφασίστηκε η έναρξη των επίσημων διερευνητικών. Εξυπακούεται ότι οι διερευνητικές θα είχαν έναν μη δεσμευτικό χαρακτήρα κι ότι οι συζητήσεις μέσα σε αυτές θα έχαιραν μυστικότητας.

Αυτές ξεκίνησαν το 2002 με την ελληνική αντιπροσωπεία να αποτελείται από τους αείμνηστους πρέσβη Σκοπελίτη και τον καθηγητή Φατούρο. Οι οποίες και συνεχίστηκαν, με αμείωτη συχνότητα ως τις αρχές του 2004. Η πρόοδος η οποία επιτελέστηκε ήταν εντυπωσιακή: η Τουρκία, κάτω από την πίεση των όρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έδειξε ότι ήταν διατεθειμένη για υποχωρήσεις, κι έτσι, στα τέλη του 2003, είχαμε φτάσει στο ικανοποιητικό σημείο να αρχίσουμε να συζητάμε τη σύνταξη του Κοινού Ανακοινωθέντος. Είχαμε βρει μια συμβιβαστική λύση για την αιγιαλίτιδα ζώνη, που συνίστατο σε 12 ν.μ. για τα ηπειρωτικά εδάφη και με διαφοροποιημένο εύρος για τα νησιά.

Δυστυχώς οι εκλογές του 2004 άλλαξαν άρδην αυτό το αποτέλεσμα. Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν και με τη νέα κυβέρνηση, αλλά πλέον είχαν χάσει τη δυναμική των προηγούμενων χρόνων. Παράλληλα το πάθος της ΕΕ για ένταξη της Τουρκίας είχε σχεδόν εξατμιστεί, κάτω από τις αρνητικές εμπειρίες από τη μαζική ένταξη 10 νέων κρατών που δημιουργούσαν εμπλοκές στη λειτουργία της Ενωσης.

Ετσι, μόνο το 2009, και με τη νέα κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου επανεκκίνησαν ουσιαστικές συζητήσεις, που, όμως, δεν είχαν πια την ίδια δυναμική με αυτήν της πρώτης περιόδου, καθώς το δέλεαρ της ένταξης δεν ήταν πλέον παρόν. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση όρισε ως εκπρόσωπό της έναν ικανότατο διπλωμάτη, τον πρέσβη ε.τ. κ. Παύλο Αποστολίδη, επικουρούμενο από την καθηγήτρια της Νομικής του ΕΚΠΑ κ. Φαίη Παζαρτζή.

Παρά την απογοήτευση της Τουρκίας από τη στάση της ΕΕ οι συζητήσεις συνεχίστηκαν ως το 2016, οπότε με την ευκαιρία του διορισμού του κ. Sinirlioglou, βασικού διαπραγματευτή στις διερευνητικές, στη θέση του εκπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ, διακόπηκαν, με δική της ευθύνη. Για να επανεκκινήσουν στην τρέχουσα περίοδο, επί κυβέρνησης του κ. Κ. Μητσοτάκη, και με σύνθεση ελαφρώς τροποποιημένη, αλλά με τον ίδιο βασικό εκπρόσωπο. Αλλά και πάλι η Τουρκία επέδειξε το ίδιο αδιάλλακτο πρόσωπο, που την είχε χαρακτηρίσει σε όλη τη διάρκεια των σχετικά πρόσφατων επαφών. Κάτω από αυτή τη στάση οι όποιες συζητήσεις έγιναν θεωρητικές, κι η συνέχεια των διερευνητικών θα συνεχιζόταν μόνο ως ένα μέσο επικοινωνίας. Εκτός από το ενδεχόμενο μιας αλλαγής στάσης της κυβέρνησης Erdogan, κάτω από τις πρόσφατες γεωπολιτικές συνθήκες, τη δραστηριότητα που αναπτύσσει η ελληνική κυβέρνηση, και τις πιέσεις που δέχεται από την ΕΕ.

Από αυτή τη σύντομη αναδρομή στο απώτερο και πρόσφατο παρελθόν προκύπτει ένα συμπέρασμα: ότι η Τουρκία δύσκολα τιθασεύεται κι ότι ο μόνος δρόμος, μπροστά στο αδιέξοδο των διμερών επαφών, είναι η οδός ενός δικαιοδοτικού οργάνου, προφανώς του Διεθνούς Δικαστηρίου, το οποίο είναι το μόνο ικανό να δώσει οριστικές και δεσμευτικές λύσεις στα χρόνια προβλήματά μας. Αλλά κι αυτό, δυστυχώς, περνάει μέσα από τη συναίνεση της Τουρκίας, που δεν γνωρίζουμε κατά πόσον είναι εφικτή.


Εκτύπωση στις: 2024-04-18
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=12526