Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Η πολιτική χρειάζεται για να αποφεύγει τους πολέμους, όχι να τους προετοιμάζει

Μαρία, Ρεπούση

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2022-10-20


Δεν είναι η πρώτη φορά που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι καθημερινά πρώτη είδηση στην τηλεοπτική τουλάχιστον ειδησεογραφία. Η είδηση έχει στη χώρα μας τη μορφή απειλής της ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας και οι Ελληνες πολίτες παρακολουθούν στρατιωτικούς, αναλυτές επί των εθνικών λεγόμενων θεμάτων, καθηγητές διπλωματικής ιστορίας και πολιτικούς να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την ακεραιότητα των νησιών. Και να συναγωνίζονται μεταξύ τους για την αναγκαιότητα της επίδειξης πυγμής απέναντι στους Τούρκους. Το ίδιο γίνεται και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.

Τα ελληνικά νησιά παρουσιάζονται ως ορμητήριο κατά της τουρκικής ακεραιότητας και η ελληνική εξωτερική πολιτική ως εκστρατεία δυσφήμησης της Τουρκίας στα διεθνή φόρα και αποξένωσής της από τους δυτικούς συμμάχους της. Στην Τουρκία μάλιστα είναι ενδεχομένως η πρώτη φορά που η Ελλάδα και οι Ελληνες γίνονται ο κατεξοχήν Αλλος στην τουρκική εθνική αφήγηση. Ενώ για μας, για την ελληνική ιστορική κουλτούρα, οι Τούρκοι ήταν, με εξαίρεση ένα πολύ μικρό διάστημα, πάντα «ο εθνικός εχθρός», στην Τουρκία τα πράγματα ήταν μοιρασμένα, για να μην πω ότι οι Κούρδοι είχαν τη μερίδα του λέοντος.

Για πρώτη φορά λοιπόν έχουμε μια επιδείνωση η οποία εγγράφεται στην εκεί συλλογική μνήμη και δεν είναι πρόσκαιρο παρακολούθημα της τουρκικής κυβερνητικής πολιτικής. Και ο Ερντογάν να φύγει, αυτό θα μείνει, φοβάμαι. Και θα είναι εκεί για να υποστηρίζει την επιθετική πολιτική της Αγκυρας. Η Ελλάδα κατέληξε να συγκεντρώσει πάνω της όλον τον αντιδυτικισμό της Τουρκίας, όλο το αίσθημα της δυτικής αδικίας απέναντι στο τουρκικό έθνος. Ενα έθνος που σύμφωνα με τα τουρκικά λεγόμενα σηκώνει όλο το βάρος της αθρόας μετανάστευσης και προστατεύει έτσι τα ευρωπαϊκά σύνορα, ένα έθνος που ενώ είναι μεγάλο, όχι μόνον η Δύση δεν αναγνωρίζει το μεγαλείο του αλλά το μεταχειρίζεται ως παρία της διεθνούς σκηνής. Τα πράγματα έγιναν λοιπόν πολύ πιο σοβαρά από ό,τι θα περίμενε κανείς καθώς η Ιστορία μάς διδάσκει ότι πριν από τους πραγματικούς πολέμους προηγούνται οι συμβολικοί πόλεμοι του δίκαιου και του άδικου που οι αντίπαλοι επικαλούνται για την επίλυση των διαφορών τους. Η απειλή βιώνεται στη συλλογική κουλτούρα και το βίωμα αυτό προετοιμάζει την πραγματοποίησή της.

Εχουμε δίκιο λοιπόν να ανησυχούμε. Εχουμε να κάνουμε με ένα εξαιρετικά δύσκολο και απειλητικό πρόβλημα. Από τη μια να βιώνουμε μια συνεχή απειλή από τη γείτονα χώρα και από την άλλη να είμαστε υποχρεωμένοι/ες να συμβιώσουμε με αυτήν καθώς η Τουρκία δεν θα πάψει ποτέ να είναι δίπλα μας. Από τη μια, για να αποτρέψουμε την απειλή να κορυφώνουμε την ένταση προετοιμάζοντας και δηλώνοντας σε όλους τους τόνους τη στρατιωτική και διπλωματική ετοιμότητά μας και από την άλλη να χρειαζόμαστε πάση θυσία να πέσουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης για να ανοίξει ο δρόμος του διαλόγου.

Γι’ αυτό εξάλλου χρειάζεται η πολιτική. Για να μπορεί να επιλύει τέτοιου είδους ζητήματα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Οχι για να ετοιμάζει πολέμους αλλά για να τους αποφεύγει. Χωρίς να είναι ενδοτική αλλά λογισμένα μαχητική και κυρίως αποτελεσματική στην επίλυση των διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στα κράτη. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο πόλεμος που δεν λέει να τελειώσει οφείλει πολλά να μας διδάξει.


Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=12952