Πολυπλόκαμη άρνηση

Tο «όχι» σημαίνει οριστική εγκατάλειψη μιας δικοινοτικής και διζωνικής λογικής

Κώστας, Μποτόπουλος

Τα Νέα, 2004-04-26


Οι δύο λαοί της Κύπρου ομίλησαν λοιπόν - και αποφάνθηκαν απολύτως συντονισμένοι με το εκατέρωθεν δημιουργημένο κλίμα. Το «όχι» του ελληνοκυπριακού πληθυσμού είναι βέβαια απολύτως σεβαστό, αλλά και αρκούντως βαρύ. Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι το μέγεθός του - η «βροντή» που πραγματικά έλαβε ως ανταμοιβή του αγώνα του ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας - δεν καθιστά αυτή την ετυμηγορία μόνο πιο νομιμοποιημένη, αλλά και πιο επικίνδυνη. Γιατί πίσω από το μοναδικό και μεγάλο «όχι» κρύβεται μια σειρά από λιγότερο εμφανείς και ίσως πιο έμμεσες αρνήσεις, που θα διαμορφώσουν ωστόσο εξίσου, αν όχι περισσότερο, τις από ’δώ και μπρος εξελίξεις.

Οι Ελληνοκύπριοι το Σάββατο είπαν πρώτα απ’ όλα «όχι» σε μια συνύπαρξη με κάποιους όρους αμοιβαιότητας με τους Τουρκοκυπρίους. Με την ψήφο τους στο δημοψήφισμα έδειξαν καθαρά ότι δεν είναι διατεθειμένοι να «ξεχάσουν» την εισβολή του ’74 στο όνομα μιας νέας πολιτικής πραγματικότητας, ότι η ύπαρξη των εποίκων τούς φοβίζει περισσότερο από ό,τι εμπιστεύονται την καλή βούληση της «πραγματικής» μειονότητας του νησιού και ότι δεν θεωρούν τη μειονότητα αυτή άξια να μοιρασθεί σε κάποιο βαθμό μαζί τους ένα επίπεδο ζωής και διεθνούς αναγνώρισης, που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά σε δικές τους προσπάθειες. H στάση αυτή κάθε άλλο παρά παράλογη είναι, πρέπει όμως να κριθεί και στο φως δύο κρισιμότατων παραμέτρων: ότι εκδηλώθηκε μετά το «κλείδωμα» της ένταξης του ελληνικού τμήματος της Κύπρου στην Ένωση και ότι δεν οδήγησε, έστω και τότε, σε άρνηση των ίδιων των βάσεων του σχεδίου Ανάν, αλλά στην καταψήφισή του για λόγους που ελάχιστα ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα (σήμερα δεν υπάρχει πια αμφιβολία ότι το τελικό σχέδιο ήταν σαφώς βελτιωμένο, και ευνοϊκότερο για τις ελληνοκυπριακές θέσεις, από όλα όσα προηγήθηκαν).

Το «όχι» στο σχέδιο Ανάν σημαίνει επίσης άρνηση μιας συγκεκριμένης, ώς σήμερα θεωρητικά επικρατούσας, κατεύθυνσης για την επίλυση του προβλήματος. Σημαίνει οριστική εγκατάλειψη μιας δικοινοτικής και διζωνικής λογικής και αναγκαστική στροφή είτε στον απόλυτο διαχωρισμό των κοινοτήτων είτε στην ψηλάφηση τής από όλες τις πλευρές επαχθέστερης συνομοσπονδιακής λύσης. H διαφορά είναι κρίσιμη: από ένα κράτος όπου οι δύο κοινότητες θα είχαν κάθε λόγο να τα βρουν για να προχωρήσουν μαζί, θα πρέπει να αρχίσουμε να συζητούμε για το πώς θα συμβιώσουν δύο ξεχωριστές ενότητες που θα δίνουν, ακόμα περισσότερο από ό,τι τώρα, μάχη για την επιρροή στην παραμικρή απόφαση. Μάχη που, στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, θα κρίνεται, για τους Ελληνοκυπρίους, και από ένα πρόσθετο βάρος: τη μη αποδοχή, ακριβώς, της προηγούμενης λύσης.

Το «όχι» της 24ης Απριλίου υπήρξε, ακόμη, μια «λεβέντικη» απάντηση στις έξωθεν πιέσεις αλλά και συγχρόνως το διόλου διορατικό κλείσιμο της διεθνοποίησης του προβλήματος. Το Κυπριακό κινδυνεύει να ξαναγίνει αμιγώς ελληνο-τουρκική διαφορά, ή, ακόμα χειρότερα, ελληνο-κυπριακή στην επιφάνεια αλλά με υπόγειες, ανεπίσημες και γι’ αυτό δυνητικά πολύ πιο ύπουλες προσπάθειες επεμβάσεων του διεθνούς παράγοντα. Ο υπερβάλλων ζήλος των Αμερικανών και του ΟΗΕ μπορεί να μην οφειλόταν σε αλτρουισμό, αλλά δυστυχώς το πιθανότερο είναι ότι, από μεθαύριο αλλά με πολύ δυσχερέστερους όρους, στους ίδιους θα στραφούμε για «βοήθεια».

Το «όχι», τέλος, με τα όσα ακούστηκαν πριν και μετά από αυτό, σφραγίζει την εξάντληση μιας κάποιας νηφαλιότητας, που είχε φέρει τα τελευταία χρόνια στα εθνικά θέματα μια σειρά θετικών διπλωματικών χειρισμών και απάμβλυνσης πυρήνων έντασης. H ένταση ξαναγυρνά, στην περιοχή και στις ψυχές μας. Και πλέον τα όπλα για να τη μειώσουμε χωρίς να ηττηθούμε είναι, φοβούμαι, αισθητά περιορισμένα.

Εκτύπωση στις: 2024-04-18
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=130&export=html