Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Δικά μας λάθη, δικά τους πάθη

Γιάννης, Πανούσης

Ελευθεροτυπία, 2006-08-13


Τα ναρκωτικά και οι εν γένει τοξικοεξαρτήσεις (χωρίς να ξεχνάμε βέβαια τον επίσης διαβρωτικό ρόλο του αλκοόλ και του καπνού) έχουν εξελιχθεί σε δομικό στοιχείο του σύγχρονου πολιτισμού (τουλάχιστον του δυτικού), αλλά και σε «σταυρό» της πολιτικής διακυβέρνησης.

Η καταστολή -σε όλες τις μορφές και τις εκδοχές της (οι οποίες συχνά παίρνουν και ανθρωπιστικό χαρακτήρα!)- όχι μόνο δεν βελτιώνει σε τίποτα το ατομικό πρόβλημα, αλλά και χειροτερεύει γενικότερα τους όρους της μαύρης αγοράς, της εγκληματικότητας και της κλιμάκωσης - διεύρυνσης του κοινωνικού φαινομένου. Αρα προέχει η παιδαγωγική της πρόληψης και η κοινωνική αλληλεγγύη.

* Ιστορικά από την περιθωριοποίηση του φαινομένου (και των χρηστών) περάσαμε σε γενίκευση (σε διαταξικό επίπεδο) και από την ηθικοκατασταλτική διαχείριση σε θεραπευτικοκοινωνική (μείωση της βλάβης και κοινωνική επανένταξη).

Μολονότι γνωρίζουμε τις πηγές της παραγωγής αρκούμαστε στην επούλωση των πληγών. Μολονότι αυστηροποιούμε τις ποινές για τους εμπόρους, στην πραγματικότητα δυσκολευόμαστε να τους εντοπίσουμε και να τους τιμωρήσουμε μέσω άλλης νομοθεσίας (π.χ. ξεπλύματος μαύρου χρήματος) καθώς το όλο σύστημα (διακίνησης, εμπορίας κ.λπ.) έχει ενταχθεί στο οργανωμένο έγκλημα.

* Από την άλλη πλευρά τα ΜΜΕ χειροτερεύουν την κατάσταση μέσω ιδεολογικών κατασκευών. Η ελληνική κοινωνία, αλλά και οι αρμόδιοι φορείς, κινούνται άναρχα ανάμεσα στην πρόληψη και την καταστολή, την αυτοοργάνωση και τις θεσμικές λειτουργίες.

Το ίδιο διαπιστώνεται και με την αντιμετώπιση της χρήσης. Αλλοτε επικαλούμενοι ατομικά χαρακτηριστικά και άλλοτε κοινωνικούς κινδύνους, άλλοτε αναφερόμενοι στην πλήρη θεραπεία (και επανένταξη) και άλλοτε στη μείωση της βλάβης, άλλοτε θεοποιώντας την ιατρική δεοντολογία κι άλλοτε αφορίζοντας την ποινική μεταχείριση, όλοι, και εννοώ όλοι, έχοντας ο καθένας σχηματίσει στο μυαλό του ένα προσωπικό μοντέλο, πελαγοδρομούν ανάμεσα στο μηδέν και το άπειρο.

* Πρέπει και οι τέσσερις κρίκοι να συνδέονται και να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια αντίληψη. Πρόληψη, θεραπεία, νομική αντιμετώπιση, κοινωνική επανένταξη, συγκροτούν ενιαίο πλαίσιο σκέψης - δράσης, μέσα στο οποίο θα διαχειριστούμε τις όποιες ποσοτικές - ποιοτικές εκφάνσεις του φαινομένου.

* Στο όλο σύστημα ένας πρέπει να παίζει το ρόλο του συντονιστή. Κι αυτός πρέπει να είναι ειδικός επιστήμονας κοινής εμπιστοσύνης και όχι φορέας. Γύρω απ’ αυτόν πρέπει να περιστρέφονται -συντονιζόμενοι- οι διάφοροι (όσο γίνεται περισσότεροι) εταίροι υλοποίησης, οι αστερισμοί της ελπίδας.

1. Στον τομέα της πρόληψης τα τοπικά συμβούλια (ν. 27/3/99 και 3387/05) μαζί με τα άλλα κέντρα θα υπάγονται στον αναβαθμισμένο υπερνομάρχη ή περιφερειάρχη, διότι το πρόβλημα είναι υπερ-τοπικό και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται.

Μέχρι να δομηθούν αυτά (και ταυτόχρονα να αποδομηθούν οι διάφοροι «μονόδρομοι») πρέπει η δουλειά να γίνεται στον δρόμο (πολλοί street workers, πολλές κινητές μονάδες, πολλά κέντρα άμεσης βοήθειας -ακόμα και βοήθεια στο σπίτι- πολλά δίκτυα υποστήριξης).

2. Ως προς τη θεραπεία το βάρος πρέπει να πέσει στην αύξηση και ισομερή γεωγραφική κατανομή των προγραμμάτων. Τα προγράμματα αποκατάστασης ή μείωσης της βλάβης πρέπει να είναι ολοκληρωμένα (δηλαδή να υποστηρίζονται από ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς κ.ά.) και να μην αποτελούν αυτοσκοπό.

Το ΚΕΘΕΑ πρέπει ν’ αποκτήσει νέο, πιο ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, ώστε το έργο του να μην προσκρούει σε γραφειοκρατικές και στενόκαρδες διοικητικές αντιλήψεις.

Οι δήμοι πρέπει να παραχωρούν κτίρια και ελεύθερους χώρους για τη δημιουργία ανοικτών προγραμμάτων (σε υγιεινές περιβαλλοντικές συνθήκες) και να ευαισθητοποιούν τις τοπικές κοινωνίες, ώστε να στηρίζουν την προσπάθεια των χρηστών.

3. Ως προς τη νομοθετική μεταχείριση πρέπει να προβλέπονται και να χρησιμοποιούνται όλες οι δυνατές εναλλακτικές κυρώσεις (κοινωφελής εργασία, εποπτευόμενη ελεύθερη, ημιελεύθερη διαβίωση, συμμετοχή σε θεραπευτικό πρόγραμμα κ.ά.). Οταν ο εγκλεισμός είναι αναπόφευκτος δεν πρέπει να εκτελείται σε κοινές φυλακές, αλλά να λαμβάνει χώρα σε ειδικά θεραπευτικά καταστήματα (με εξατομικευμένα προγράμματα και εξειδικευμένο προσωπικό).

4. Τέλος ως προς την κοινωνική επανένταξη, δηλαδή τη συνευθύνη όλων (και όχι μόνο της πολιτείας ή των επιστημόνων), πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι:

α. Η κοινωνική επανένταξη των χρηστών ως προσωπική διαδρομή δεν ταυτίζεται με την αποθεραπεία, αφού προσδιορίζεται από παράγοντες ποικίλους και συχνά αντιφατικούς.

β. Η κοινωνική επανένταξη ως θεσμική διαδικασία δεν είναι φιλανθρωπία, αλλά υποχρέωση του κράτους πρόνοιας και αυθεντική έκφραση της αλληλεγγύης της κοινωνίας των πολιτών (και των ανθρώπων).

γ. Η κοινωνική επανένταξη ως δεύτερη ευκαιρία στην εποχή της διακινδύνευσης και των αποκλεισμών δεν μπορεί να πετύχει εάν δεν πιστεύουμε ότι όλοι (χωρίς διακρίσεις και στερεότυπα) έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν κοντά μας.

δ. Η κοινωνική επανένταξη ως αντεγκληματική προοπτική συνιστά την προσφορότερη πολιτική πρόληψης, καθώς σπάει το φαύλο κύκλο ή τον κρίσιμο κρίκο της αέναης υποτροπής και καταστολής.

Συνεπώς χρειάζεται:

* Η συνευθύνη των φορέων και εμπλεκόμενων (και όχι οι διακηρύξεις και οι μεγαλοστομίες).

* Η έμπρακτη συμπαράσταση - αρωγή και όχι μόνον η νομοθετική πρόβλεψη.

* Η κοινή γλώσσα και δράση των ειδικών (και όχι η διατύπωση αλληλοαναιρούμενων θεωριών).

* Η δημιουργία δικτύου υπηρεσιών (και όχι οι σπασμωδικές και σποραδικές ενέργειες ενός φορέα).

* Και τέλος, ο σεβασμός στα βιώματα και στις εμπειρίες των ίδιων των ανθρώπων (και όχι η επιβολή κρυφοκαταπιεστικών ή ηθικολογούντων μέτρων).

* Διαφορετικά ούτε η κοινωνία γίνεται πιο δίκαιη, ούτε οι πολίτες εμπιστεύονται περισσότερο τους θεσμούς, ούτε τα ναρκωτικά εξαφανίζονται από τα σπίτια μας. Η συχνή εναλλαγή ηθικολογίας και πραγματισμού, χρήσης βίας και σεβασμού δικαιωμάτων, συναίνεσης και κοινωνικού ελέγχου, δημοκρατίας και αποτελεσματικότητας, έχουν τόσο πολύ ζαλίσει το σύστημα, ώστε το μόνο που μας απομένει πια είναι να ξανασκεφτούμε από την αρχή, ν’ αναστοχαστούμε τα δικά μας λάθη (κι όχι την εσφαλμένη κίνηση των χρηστών).

* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ είναι καθηγητής Εγκληματολογίας.

Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1309