Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Θέλουν οι Έλληνες μεταρρυθμίσεις;

Eκείνοι που δεν θέλουν αλλαγές έχουν το πάνω χέρι

Χρυσάφης Ι., Ιορδάνογλου

Τα Νέα, 2006-08-21


Εκ πρώτης όψεως, η απάντηση μοιάζει να είναι καταφατική. Κάθε αόριστη εξαγγελία μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα από την κυβέρνηση της N.Δ. ενισχύει τη θέση της στις δημοσκοπήσεις. Ο κόσμος, σαφώς, θέλει βελτίωση της απόδοσης των δημόσιων υπηρεσιών. Μετά όμως αρχίζουν τα παράδοξα. Μόλις οι εξαγγελίες πάρουν τη μορφή συγκεκριμένων μέτρων, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειοψηφία του κοινού είναι εναντίον.

Δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι είναι ασυνάρτητοι ή δεν ξέρουν το συμφέρον τους. Κάποια λογική εξήγηση πρέπει να υπάρχει.

H συνήθης εξήγηση είναι ότι είμαστε υπέρ των μεταρρυθμίσεων υπό τον όρο ότι θίγουν συμφέροντα άλλων, όχι τα δικά μας. Αυτό είναι γεγονός αλλά δεν απαντά σε ένα ερώτημα: Μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν την απόδοση των δημοσίων υπηρεσιών βλάπτουν λίγους αλλά ωφελούν πολλούς. Πώς προκύπτουν λοιπόν οι πλειοψηφίες ενάντια στις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες;

Μια λεπτότερη εκδοχή της παραπάνω εξήγησης είναι η εξής: Ο καθένας από εκείνους που έχουν να κερδίσουν από μια μεμονωμένη μεταρρύθμιση θα ωφεληθεί λίγο. Επιπλέον, αυτοί που θα κερδίσουν είναι πολλοί, διεσπαρμένοι και, ως εκ τούτου, κακά πληροφορημένοι και ανοργάνωτοι. Αντίθετα, εκείνοι που έχουν να χάσουν βλάπτονται πολύ και είναι καλύτερα πληροφορημένοι και οργανωμένοι. Άρα, μπορούν να τιμωρήσουν μια κυβέρνηση που τους θίγει. Τούτο παραλύει τη θέληση των πολιτικών. Το συμπέρασμα είναι ότι ο τελικός υπεύθυνος για την αδράνεια είναι η δειλία των πολιτικών απέναντι στα συντεχνιακά συμφέροντα προς όφελος των οποίων θυσιάζονται τα συμφέροντα της πλειοψηφίας.

H παραπάνω άποψη φωτίζει μέρος της πραγματικότητας, δεν λέει ολόκληρη την ιστορία. Μια δέσμη αλληλένδετων μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα θα ωφελήσει πολλούς - πολύ. Οι «πολλοί» δεν μένουν για πάντα απληροφόρητοι και η δύναμη της πρόθεσης ψήφου δεν είναι αμελητέα. Και όμως, οι αμυντικές συμμαχίες υπέρ του status quo εμφανίζονται συστηματικά. Μεγάλοι αριθμοί πολιτών και ολόκληρα κοινωνικά στρώματα που όχι μόνο δεν έχουν να χάσουν από κάποια μεταρρύθμιση αλλά έχουν να κερδίσουν, αποφασίζουν να της εναντιωθούν και να συνταχθούν με τους λίγους που θα χάσουν. Δεν πρόκειται για την κλασική ταξική αλληλεγγύη όπου ευνοημένα στρώματα εργαζομένων συμπαρίστανται στους αδύνατους. Συχνά συμβαίνει το αντίθετο. H επίκληση της αλληλεγγύης γίνεται το στρατήγημα μέσω του οποίου σχετικά ευνοημένες μειοψηφίες «στρατολογούν» την υποστήριξη των πιο αδικημένων. Το ερώτημα γιατί συμβαίνει τούτο παραμένει αναπάντητο.

Φταίει η κάκιστη πληροφόρηση που προσφέρουν τα τηλεοπτικά κανάλια, μπορεί να υποστηρίξει κάποιος. Πιθανότατα. Αλλά, ξανά, αυτό δεν είναι η πλήρης εξήγηση. Ο κόσμος κάνει «χάζι» με τα κανάλια. Δεν πιστεύει όμως ό,τι του λένε.

H εικασία μου είναι ότι πίσω από τις αμυντικές συμμαχίες υπέρ του status quo βρίσκεται ο φόβος της δημιουργίας προηγουμένων: σήμερα θίγονται κάποιοι άλλοι, αύριο μπορεί να έρθει η σειρά μου. Παρά το ότι το κράτος τους υπηρετεί χειρότερα από όσο θα έπρεπε, εκατομμύρια Ελλήνων βασίζονται λίγο ή πολύ στο κράτος. Οι περισσότεροί τους διαισθάνονται ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν έρχονται μεμονωμένα. Έρχονται σε πακέτα, σε δέσμες. H δέσμη των μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα που απαιτούνται (μιλώ για αλλαγές που διατηρούν τον δημόσιο χαρακτήρα των παρεχομένων υπηρεσιών, όχι για ιδιωτικοποιήσεις) θα αλλάξει τον τρόπο που το κράτος αναδιανέμει πόρους και ενσωματώνει κοινωνικές ομάδες. Πολλοί δεν ξέρουν εάν, «στη σούμα», θα βγουν χαμένοι ή κερδισμένοι από τέτοιες ανακατατάξεις. Προτιμούν λοιπόν τον «διάολο» που ξέρουν. H αβεβαιότητα είναι εκείνη που ωθεί σε αμυντικές συμμαχίες. Επιπρόσθετα, οι μεταρρυθμίσεις θα είναι άνευ νοήματος εάν δεν δώσουν ισχυρά κίνητρα σε κείνους που είναι πρόθυμοι να δουλέψουν σκληρότερα και αποδοτικότερα. Τούτο θα εντατικοποιήσει τους ρυθμούς δουλειάς στον δημόσιο τομέα (όπως το έχει ήδη κάνει στον ιδιωτικό). Πολλούς τους φοβίζει αυτό.

Εάν οι εικασίες μου είναι σωστές, τότε η μεταρρυθμιστική δυστοκία δεν είναι απλά θέμα υπόκλισης απέναντι σε συντεχνιακά συμφέροντα. H προοπτική της αντίστασης των άμεσα θιγομένων σε συνδυασμό με τη δυσπιστία του ευρύτερου κοινού είναι ικανές να κάνουν διστακτικό και τον πιο θερμό μεταρρυθμιστή.

Είναι λοιπόν η μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα καταδικασμένη; Όχι υποχρεωτικά. Χρειάζεται όμως περισσότερη ειλικρίνεια και σαφήνεια από την πλευρά των μεταρρυθμιστών. Σαφήνεια ως προς το ποιες είναι οι σκοπούμενες αλλαγές και γιατί είναι αναγκαίες. Αυτό θα περιόριζε την αβεβαιότητα και θα αποκάλυπτε ποιες από τις ενστάσεις εναντίον τους είναι γνήσιες και ποιες προσχηματικές. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε σαφήνεια και ειλικρίνεια από τα πολιτικά μας κόμματα.

Στη θητεία της παρούσας κυβέρνησης δεν θα υπάρξουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις. H N.Δ. ανέβηκε στην εξουσία εισπράττοντας τόσο από εκείνους που πίστευαν ότι ο κ. Σημίτης το πήγε πολύ μακριά όσο και από εκείνους που θεωρούσαν ότι δεν προχώρησε όσο έπρεπε. Τελικά, η νίκη της N.Δ. αποδείχθηκε νίκη της συντήρησης. Εκείνοι που δεν θέλουν αλλαγές έχουν το πάνω χέρι. H N.Δ. απλώς καθησυχάζει τους «φιλο-μεταρρυθμιστές» εξαγγέλλοντας μεταρρυθμίσεις τις οποίες δεν κάνει. Και στο σημείο αυτό δεν έχει καμιά πίεση από την αντιπολίτευση.

Μεσοπρόθεσμα όμως, οι μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία, τη δημόσια διοίκηση, τις δημόσιες επιχειρήσεις και την κοινωνική ασφάλιση είναι όροι για τη συνέχιση της αναπτυξιακής πορείας της χώρας και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Χωρίς αυτές θα βλέπουμε τα προβλήματα της οικονομίας και της κοινωνίας μας βαθμιαία να οξύνονται και θα αναρωτιόμαστε τι φταίει.

Ο X. Ιορδάνογλου διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Παν/μίου.

Εκτύπωση στις: 2024-04-18
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1314