Οι βαθύτεροι λόγοι του «Όχι»

Tο (ακρωτηριασμένο) αμιγές ελληνικό κράτος και η αβεβαιότητα της συνύπαρξης

Ηλίας, Νικολακόπουλος

Τα Νέα, 2004-04-26


Πριν από πενήντα ακριβώς χρόνια, τον Απρίλιο του 1954, η τότε κυβέρνηση του Αλ. Παπάγου αποφάσισε να καταθέσει την πρώτη ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ για το Κυπριακό.

Είχε προηγηθεί, λίγες μέρες νωρίτερα, η πρώτη μυστική αποστολή όπλων στην Κύπρο από την ολιγομελή επιτροπή αγώνα, την οποία είχαν συγκροτήσει στην Αθήνα ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο Γ. Γρίβας με στόχο τη δυναμική αντιπαράθεση στη βρετανική αποικιακή διοίκηση (επιτροπή που αποτέλεσε το πρόδρομο σχήμα της ΕΟΚΑ).

Εγκαινιάστηκε έτσι, σχεδόν ταυτόχρονα, μια διπλή στρατηγική, από την ελληνική και την ελληνοκυπριακή πλευρά, με κοινό και επίσημα διακηρυγμένο στόχο την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Στόχο, που με δραματικό τρόπο συνόψισε τον Αύγουστο του 1954 ο Μακάριος με τον περίφημο όρκο της Φανερωμένης: «Θα παραμείνωμεν πιστοί έως θανάτου εις το εθνικόν αίτημα (...) εν και μόνο επιδιώκοντες, εις ένα και μόνο αποβλέποντες: την Ένωσιν και μόνο την Ένωσιν».

Το όραμα της Ένωσης ενέπνευσε τους δυναμικούς αγώνες και τις ηρωικές θυσίες των Ελλήνων της Κύπρου την περίοδο 1955-59. Γι’ αυτό και η αναγκαστική εγκατάλειψη της Ένωσης στο όνομα μιας νέας πραγματικότητας, την οποία συνιστούσε η ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία και η επιβαλλόμενη συνεργασία και συνδιοίκηση με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, δεν έγινε πραγματικά αποδεκτή από μια μεγάλη μερίδα των Ελληνοκυπρίων. Το φάντασμα της Ένωσης, με τις σαφείς όμως πλέον αντιτουρκικές του συνδηλώσεις, εξακολουθούσε να κυριαρχεί - για άλλους ως «εφικτό», για άλλους απλώς ως «ευκταίο» - υπονομεύοντας συνεχώς τα θεμέλια και τη λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με τελική κατάληξη, στην παρανοϊκή και εγκληματική εκδοχή του, την τουρκική εισβολή και την ντε φάκτο διχοτόμηση της Κύπρου.

Μετά την καταστροφή του 1974, το μόνο που παρέμεινε από τους αρχικούς στόχους και τις στρατηγικές επιλογές που οριστικοποιήθηκαν την άνοιξη του 1954 ήταν η σταθερή προσήλωση στη διεθνοποίηση του Κυπριακού στο πλαίσιο μάλιστα των Ηνωμένων Εθνών. Με το βροντερό τους προχθεσινό Όχι, οι Έλληνες της Κύπρου απέδειξαν όμως ότι και αυτή η επιλογή λειτουργούσε περισσότερο ως φαντασιακή αναφορά και λιγότερο ως απτή πραγματικότητα.

H συντριπτική πλειοψηφία που εξασφάλισε το Όχι σε όλες ανεξαιρέτως τις μερίδες του πληθυσμού δεν αντιπροσωπεύει κάποια προσωρινή και ευκαιριακή απόρριψη του συγκεκριμένου σχεδίου με τις περίπλοκες και δυσλειτουργικές ρυθμίσεις που προέβλεπε. Αντανακλά μια πολύ βαθύτερη απορριπτική στάση απέναντι σε οποιαδήποτε συμβίωση και συνεργασία με τους Τουρκοκύπριους, ιδιαίτερα έντονη στις νεώτερες γενιές. Είναι χαρακτηριστική η αυθόρμητα αρνητική υποδοχή που είχε από την κοινή γνώμη της Κύπρου το σχέδιο Ανάν μόλις πρωτοπαρουσιάστηκε τον Νοέμβριο του 2002 και πριν καν συζητηθούν οι λεπτομέρειές του.

Και η απορριπτική αυτή στάση καταγράφηκε μάλιστα παρά την ανεπιφύλακτα θετική υποδοχή του πρώτου σχεδίου Ανάν από τις τότε κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου. Ακόμη και τα δύο θετικότερα στοιχεία που περιείχε - η επανένωση της Κύπρου και η επιστροφή εδαφών - δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν ως κίνητρα για μια θετική αξιολόγησή του. H μαζικά αρνητική ψήφος των προσφύγων στο προχθεσινό δημοψήφισμα, ακόμη κι αυτών που θα επέστρεφαν στα σπίτια τους σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, είναι από την άποψη αυτή αποκαλυπτική. Μόνη σχετική εξαίρεση, κι αυτή ως ένα μόνο βαθμό, οι Βαρωσιώτες, οι οποίοι θα επέστρεφαν αμέσως στην Αμμόχωστο, εκατό μέρες μετά την έγκριση του σχεδίου. Όμως, ακόμη και σ’ αυτήν την ειδική υποκατηγορία προσφύγων το ποσοστό του Ναι δεν πρέπει να ξεπέρασε το 40% έως 45%.

Ένας δεύτερος βασικός λόγος που εξηγεί το εντυπωσιακό ποσοστό του Όχι είναι ότι ο ιστορικός συμβιβασμός τον οποίο συνιστούσε η αποδοχή, ήδη από το 1977, της διζωνικής - δικοινοτικής ομοσπονδίας ουδέποτε επεξηγήθηκε πραγματικά στον ελληνοκυπριακό πληθυσμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε φορά που επιχειρήθηκε από τον ΟΗΕ μια συγκεκριμένη εξειδίκευση του ασαφούς όρου της διζωνικής - δικοινοτικής ομοσπονδίας (πρωτοβουλία Ντε Κουέγιαρ, δέσμη ιδεών Γκάλι, κ.τ.λ.), συναντούσε σφοδρή αντίδραση σε επίπεδο κοινής γνώμης από την ελληνοκυπριακή πλευρά. H πάγια ρητορική των ελληνοκυπριακών πολιτικών κομμάτων ότι δεν πρόκειται ποτέ να νομιμοποιηθούν τα τετελεσμένα της εισβολής και ότι όλοι οι πρόσφυγες θα επιστρέψουν στα σπίτια τους είναι φανερό ότι συντηρούσε (δίκαιες μεν αλλά σαφώς μαξιμαλιστικές) προσδοκίες, οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να συνδυαστούν με την έννοια που έδιναν οι Τούρκοι και οι Τουρκοκύπριοι στον όρο διζωνική - δικοινοτική ομοσπονδία.

H τεράστια απόκλιση που προέκυπτε ανάμεσα στον επίσημο διπλωματικό λόγο της Κυπριακής Δημοκρατίας και στις προσδοκίες που συντηρούσε στο εσωτερικό ο καθημερινός λόγος των MME και των κομμάτων αναδείχτηκε σε όλη του την έκταση όταν πλέον υλοποιήθηκε σε λεπτομερές σχέδιο ο επώδυνος συμβιβασμός τον οποίο συνεπάγεται η συγκρότηση ενός ομόσπονδου κράτους. H μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων, η οποία, για πρώτη φορά στην ιστορία της Κύπρου, είχε τη δυνατότητα να ζήσει τα τελευταία σαράντα χρόνια σε ένα (έστω και εδαφικά ακρωτηριασμένο) αμιγές ελληνικό κράτος δεν έβρισκε κανέναν επαρκή λόγο να ανταλλάξει την κατάκτησή της αυτή με την αβεβαιότητα μιας ελληνοτουρκικής σύμπραξης.

Όμως, και οι προοπτικές που διανοίγονται με το Όχι ενδέχεται να οδηγήσουν επίσης σε έναν επώδυνο συμβιβασμό, τον οποίο ελάχιστοι είναι προς το παρόν πρόθυμοι να ονοματίσουν (το «βελούδινο διαζύγιο»), παρ’ όλο που ένα μεγάλο τμήμα της ελληνοκυπριακής κοινωνίας φαίνεται να το προτιμά από οποιαδήποτε προσπάθεια να εξευρεθεί μια αμφίβολης λειτουργικότητας συμβιβαστική και συμβιωτική λύση. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι όμως προφανές ότι οι επιλογές και η στρατηγική μιας ολόκληρης πεντηκονταετίας θα έχουν καταλήξει σε πλήρη αποτυχία.

Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=133&export=word