Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Παιδεία και έρευνα στην Ελλάδα

Δημόσια συζήτηση ─ συνάντηση εργασίας για τα ζητήματα της τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και της Έρευνας

2006-10-03


Ο Όμιλος Προβληματισμού και Παρέμβασης «Αριστερά Σήμερα» (ΑΡΣΗ) οργάνωσε με ιδιαίτερη επιτυχία την πρώτη δημόσια εκδήλωσή του ( δημόσια συζήτηση ─ συνάντηση εργασίας) για τα ζητήματα της τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και της Έρευνας, τη Δευτέρα 2 Οκτωβρίου στο κεντρικό αμφιθέατρο του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Αίθουσα Δρακόπουλου).

Στη συνάντηση, ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης (καθηγητής στο ΕΜΠ) παρουσίασε μια συνολική πρόταση για την παιδεία και την έρευνα στην Ελλάδα, με συγκεκριμένες θέσεις για τις ακαδημαϊκές ελευθερίες, την ακαδημαϊκή, διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των ανώτατων εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων, την αξιολόγηση των πανεπιστημίων και των πανεπιστημιακών, την εκλογή των διοικητικών οργάνων, το σύστημα εισαγωγής των νέων φοιτητών, την οργάνωση των σπουδών, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού καθώς και το ρόλο των ΤΕΙ.

Την πρόταση σχολίασαν ο Αριστείδης Μπαλτάς (καθηγητής στο ΕΜΠ), ο Λεωνίδας Λουλούδης (αντιπρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου), η Βάσω Κιντή (επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών), ο Ηρακλής Δημόπουλος (καθηγητής στο ΤΕΙ Πειραιά), ο Δημήτρης Λουκάς (ερευνητής στο Δημόκριτο) και ο Χάρης Τσούκας ( καθηγητής στο Alba και στο Πανεπιστήμιο του Warwick), με συντονιστή τον Δημήτρη Κυρτάτα (αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας).

Ενιαία οργάνωση και λειτουργία της Ανωτάτης Εκπαίδευσης κια Έρευνας

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ .
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ .

ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΝΙΑΙΟ ΧΩΡΟ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΈΡΕΥΝΑΣ .

Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ .

1. Ίδρυση Υπουργείου Παιδείας και Έρευνας .

2. Προσαρμογή και ένταξη των ΤΕΙ στο πανεπιστημιακό σύστημα .

3. Ενιαίο καθεστώς για τους ερευνητικούς φορείς .
4. Κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών .

5. Αξιολόγηση, διαφάνεια και δημοσιότητα .

Β. ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ .

1. Ουσιαστική Ακαδημαϊκή και Διοικητική Αυτοτέλεια .

2. Οικονομική αυτοτέλεια, ευελιξία και διαφάνεια .

Γ. ΕΚΛΟΓΗ ΟΡΓΑΝΩΝ – ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ .

1. Βελτιώσεις στη διαδικασία εκλογής των διοικητικών αρχών . 6

2. Εξωδικαστική επίλυση διαφορών και συγκρούσεων .

ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ .
1. Βελτιώσεις στο σύστημα εισαγωγής των φοιτητών στα ΑΕΙ

2. Περισσότερες και καλύτερες υπηρεσίες υποστήριξης στους φοιτητές .

3. Καλύτερη οργάνωση των προπτυχιακών σπουδών .

4. Καλύτερη οργάνωση των μεταπτυχιακών σπουδών .

Ε. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ & ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΕΛΩΝ ΔΕΠ & ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ .

1. Μεγαλύτερη διαφάνεια στην εκλογή, εξέλιξη, μονιμοποίηση .

2. Πλήρης και αποκλειστική απασχόληση των διδασκόντων .

3. Διεύρυνση των δυνατοτήτων κάλυψης του διδακτικού φορτίου .

4. Συστηματική αξιολόγηση διδακτικού έργου .

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι αλλαγές που συντελούντ αι στον κόσμο είναι πολλές, πολύπλοκες και βαθύτατες. Η γνώση ως κοινωνικό αγαθό και ως προϋπόθεση της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης είναι στην ημερήσια διάταξη. Η αναδιοργάνωση και η ποιοτική αναβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας, η σύγκλιση και η προσαρμογή της με τα ευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα, αποτελεί αίτημα της εκπαιδευτικής κοινότητας και έχει αναδειχτεί πλέον σε προτεραιότητα της κοινωνίας και των πολιτικών φορέων που την εκφράζουν. Αλλά ο διάλογος κινδυνεύει να παγιδευτεί σε θέσφατα και αδράνειες του παρελθόντος, να περιοριστεί στις οικονομικές και διαχειριστικές διαστάσεις του ζητήματος, να διεξαχθεί με όρους πολωτικών αφορισμών.

Με την πρόταση που ακολουθεί [1] επιχειρείται μια θετική συμβολή σε ένα διευρυμένο και ουσιαστικό διάλογο με κύριο στόχο μια ουσιώδη μεταρρύθμιση στο θεσμικό πλαίσιο που προσδιορίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των φορέων ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας στη χώρα μας.

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Η Γνώση είναι κατ’ αρχήν αυτοσκοπός, έχει εσωτερική «καθαυτή» αξία. Η γνώση τροφοδοτεί τη δημιουργικότητα, οργανώνει με ορθολογικό τρόπο τη σχέση μας με την κοινωνία και το περιβάλλον, αναδιαρθρώνει την ανθρώπινη συνείδηση και την προσανατολίζει στη συνεχή αναζήτηση του νέου, στη συμφιλίωση το διαφορετικό. Καμιά μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν έχει μέλλον, αν δεν αναγνωρίζει τη γνώση ως αυταξία , αν δεν στηρίζει την ελεύθερη έρευνα, την ανεπηρέαστη διδασκαλία.

Ταυτόχρονα όμως η παραγωγή, διάχυση και αξιοποίηση της γνώσης αποτελεί θεμελιώδη μηχανισμό για την ανάπτυξη της κοινωνίας και της οικονομίας. Η αλληλουχία ήταν πάντα γνωστή. Στις μέρες μας όμως επιταχύνονται εντυπωσιακά τόσο η διεθνοποίηση της οικονομίας, όσο και η παραγωγή, διάχυση και αξιοποίηση της γνώσης. Το ερώτημα είναι αν οι μηχανισμοί που εξασφάλιζαν παραδοσιακά την αναγκαία ροή της γνώσης προς την κοινωνία και την οικονομία εξακολουθούν να είναι αποτελεσματικοί. Γιατί η ταχύτητα και η φύση των αλλαγών αναδεικνύουν ένα νέο πρόβλημα: στη διαδικασία μεταφοράς και αξιοποίησης της γνώσης αποκτούν συνεχώς μεγαλύτερη στρατηγική σημασία τα άϋλα και άρρητα στοιχεία, τα οποία όμως αποτελούν το «απόθεμα γνώσης» κυρίως των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων. Είναι προφανές σήμερα ότι ένα ενιαίο και δυναμικό σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας αποτελεί προϋπόθεση «εκ των ων ουκ άνευ» για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία.

Αποτελεί όμως κοινή συνείδηση, για τους ειδικούς αλλά και για τους πολίτες, η διαπίστωση ότι στη χώρα μας η οργάνωση και λειτουργία της εκπαίδευσης και της έρευνας δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εποχής. Οι αναπτυγμένες χώρες κινούνται με πρωτόγνωρη ταχύτητα προς την κοινωνία και οικονομία της γνώσης και της τεχνολογίας σε συνθήκες προϊούσας διεθνοποίησης. Οι έννοιες της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής με σεβασμό στο περιβάλλον, οι πυλώνες της βιώσιμης ανάπτυξης, επιβάλουν επαναπροσδιορισμό των πολιτικών και των θεσμών.

Βεβαίως, τις τελευταίες δεκαετίες η χώρα μας έκανε συνολικά σημαντικά βήματα προόδου. Ωστόσο, η πρόοδος αυτή είχε και εξακολουθεί να έχει έντονα εξωγενή χαρακτηριστικά. Ακόμα και σήμερα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εισροή πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ενδογενής δυναμική αποτελεί το μείζον πρόβλημα για το μέλλον, με δεδομένη την προβλεπόμενη σταδιακή μείωση της εισροής κοινοτικών πόρων.

Ο παραγωγικός ιστός της χώρας εμφανίζεται εξασθενημένος , το ανθρώπινο κεφάλαιο δεν αξιοποιείται επαρκώς, δεν λειτουργούν αποτελεσματικά οι μηχανισμοί που μετατρέπουν την πληροφορία σε γνώση και τη γνώση σε καινοτομία. Η χώρα μας είναι πια αρκετά ακριβή για να ανταγωνιστεί τις χώρες χαμηλού κόστους. Ταυτόχρονα όμως υστερεί στα πεδία της ποιότητας και της καινοτομίας, αδυνατώντας έτσι να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό με τις πιο αναπτυγμένες οικονομίες. Αλλά η κινητήρια δύναμη της καινοτομικής επιχειρηματικότητας θεμελιώνεται στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στη γνώση.

Είναι προφανής η ανάγκη να στρέψουμε με έμφαση την προσοχή μας στη δική μας «κοινωνία της γνώσης». Είναι η ώρα επομένως να επενδύσουμε γενναία στην ανώτατη εκπαίδευση και έρευνα. Λογική συνέπεια αποτελεί η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα συσσωρευμέν α προβλήματα δυσλειτουργίας και κατακερματισμού που χαρακτηρίζουν το σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας της χώρας.

ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ

Η αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου και η ενιαία οργάνωση και λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας με στόχο την ποιοτική της αναβάθμιση, αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή από μόνη της προϋπόθεση για να μπει η χώρα σε σταθερή και μακροπρόθεσμη πορεία οικονομικής ανάπτυξης, διεθνώς ανταγωνιστικής, με κοινωνική συνοχή και σεβασμό στο περιβάλλον.

1. Η προσφορά πτυχίων με υψηλής ποιότητας περιεχόμενο σε γνώσεις και δεξιότητες είναι αδιέξοδη αν δεν υπάρχει η αντίστοιχη ζήτησή τους. Το εγχείρημα μπορεί να ακυρωθεί, αν το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας δεν κινηθεί προς την ίδια κατεύθυνση, αν ιδιαίτερα το ιδιωτικό επιχειρηματικό δυναμικό της χώρας αλλά και οι φορείς της δημόσιας και κοινωνικής οικονομίας, δεν στοιχηματίσουν και δεν επενδύσουν στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στη γνώση. Απαιτούνται επομένως δημόσιες πολιτικές που θα προσανατολίζουν τον ανταγωνισμό στην τεχνολογική και μη καινοτομία, θα ευνοούν την επένδυση στη γνώση και σε μηχανισμούς διάχυσης της καινοτομίας. Σε αντίθετη περίπτωση η αυξημένη ανεργία για νέους με αυξημένα προσόντα, θα εξακολουθήσει να αποτελεί ένα μοναδικό ελληνικό παράδοξο.

2. Επιπλέον, η λειτουργική αυτοτέλεια αποτελεί όρο ύπαρξης για την ανώτατη εκπαίδευση και έρευνα. Το «άνοιγμα» του πανεπιστημίου στην κοινωνία και την οικονομία έχει νόημα μόνο σε συνθήκες αυτοτέλειας. Τα κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα είναι απολύτως σεβαστά. Στο πανεπιστήμιο όμως αποκτούν την πραγματική τους διάσταση μόνο όταν μπορούν να μετατραπούν σε επιστημονικά ερωτήματα. Τα ερωτήματα αυτά μαζί με άλλα που η κοινωνία και η οικονομία δεν γνωρίζουν και δεν μπορούν να θέσουν, απασχολούν την έρευνα και τη διδασκαλία. Το πανεπιστήμιο οφείλει να ακούει την κοινωνία «του». Αλλά και η κοινωνία οφείλει να ακούει το πανεπιστήμιό «της». Ωστόσο, η απαιτούμενη λειτουργική αυτοτέλεια έχει χάσει βαθμιαία το νόημά της κάτω από την ασφυκτική πίεση των προσδοκιών που συνδέονται: είτε (α) με τη διαδικασία εισαγωγής των νέων παιδιών στο πανεπιστήμιο, είτε (β) με τη διαδικασία (αγωνία σήμερα) ένταξής τους στην αγορά εργασίας, μετά την απόκτηση του πτυχίου.

3. Απ’ τη μια μεριά, το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων, με ισχυρό άλλοθι την αντικειμενικότητα και τη διαφάνεια, λειτουργεί ως εξοντωτικός μηχανισμός αποστήθισης, τροφοδοτεί ένα τερατώδη μηχανισμό παραπαιδείας, καταστρέφει το Λύκειο και ακυρώνει κάθε δυνατότητα να υπάρχει ένα ικανοποιητικό επίπεδο μόρφωσης, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για τους νέους που διεκδικούν την εισαγωγή τους στα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης. Αντιθέτως, εξοικειώνει τα νέα παιδιά με μεθόδους που επηρεάζουν αρνητικά τη λειτουργία των ΑΕΙ.

4. Αλλά το Λύκειο αποτελεί το μείζον στρατηγικό ζήτημα για κάθε εκπαιδευτικό σύστημα και προφανώς για κάθε απόπειρα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Η πλήρης αυτοτέλεια του Λυκείου, η προσήλωσή του στην έννοια της εγκύκλιας γνώσης, η ουσιαστική αναβάθμισή του, προϋποθέτει την πλήρη απεξάρτησή του από οποιοδήποτε σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ακόμα περισσότερο, θα έπρεπε να συνεπάγεται -για τους αποφοίτους του Λυκείου- την ελεύθερη πρόσβασή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στο βαθμό όμως που οι εισαγωγικές εξετάσεις (της όποιας μορφής) παραμένουν αναγκαίες, τουλάχιστον για τα εκάστοτε Τμήματα «υψηλής ζήτησης», το ζήτημα αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί από την πολιτεία και τα πανεπιστήμια, ως δοκιμασία επιλογής «μετά το Λύκειο». Οι λίγες σκέψεις που ενσωματώνονται στις θέσεις μας για την «ανώτατη εκπαίδευση και έρευνα» δεν μας απαλάσσουν από την ευθύνη να ανοίξουμε τη μεγάλη συζήτηση για το Λύκειο και τις εισαγωγικές εξετάσεις.

5. Απ’ την άλλη μεριά, η αγωνία της επαγγελματικής αποκατάστασης και η δύσκολη σχέση του πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας η οποία μόνο σε μακροχρόνια βάση μπορεί να κατανοηθεί. Κάθε πανεπιστημιακό ίδρυμα γνωρίζει ότι κινδυνεύει να καταρρεύσει αν οι απόφοιτοί του δεν μπορούν να ασκήσουν κάποιο χρήσιμο επάγγελμα. Αλλά το πανεπιστήμιο δεν μπορεί να συρρικνωθεί σε επαγγελματική σχολή, παραγωγό πτυχίων και εξειδικεύσεων αμφίβολης προοπτικής, ακόμα κι αν ανταποκρίνονται στα βραχυχρόνια κελεύσματα της αγοράς. Γνωρίζουμε καλά πια ότι οι εισερχόμενοι στην αγορά εργασίας θα αλλάξουν αρκετές φορές ειδικότητα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους. Το πανεπιστήμιο οφείλει να εφοδιάσει τους νέους με στέρεες γνώσεις μακράς πνοής, με ικανότητες και δεξιότητες, που θα τους επιτρέψουν να προσαρμόζονται επιτυχώς στις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς εργασίας.

6. Εκκρεμεί επίσης, η συζήτηση για «μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά» πανεπιστήμια, μείζον ζήτημα στο πλαίσιο της προβλεπόμενης (τα επόμενα χρόνια) συνταγματικής αναθεώρησης. Η ανυπόφορη φιλολογία για τη δήθεν αναγκαιότητα άλλων, εξωτερικών ή παράληλω ν, τελικά ιδιωτικών λύσεων αποτελεί ανιστόρητη και υποκριτική υπεκφυγή από το μείζον ιστορικό και πολιτικό ζήτημα που είναι και θα παραμείνει ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση του δημόσιου συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας. Η αναζοωγόνηση της δυναμικής του δημόσιου πανεπιστήμιου και η θωράκισή του με ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο που εγγυάται αυτοτέλεια, διαφάνεια και ποιότητα, είναι ο ασφαλής τρόπος για να ακυρωθεί η πίεση μετατροπής του πτυχίου σε εττικέτα εμπορεύματος από διάφορα «πανεπιστήμια εν αναμονή». Σε κάθε περίπτωση, ένα ισχυρό θεσμικό πλαίσιο σεβαστό από όλους θα καταστήσει το φαινόμενο απολύτως περιθωρειακό .

7. Άλλωστε, αν δεν προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση ο κίνδυνος είναι προφανής. Στο βαθμό που η νέα πραγματικότητα και οι ανάγκες που γεννάει δεν βρίσκουν (ή πιστεύεται ότι δεν βρίσκουν) ικανοποιητικές απαντήσεις στις υπηρεσίες που προσφέρει το δημόσιο σύστημα, η κοινωνία θα προσφύγει χωρίς κανένα ενδοιασμό στην ελεύθερη αγορά και οι τάσεις είναι σαφείς. Η υπέρμετρη «φυγή» των νέων παιδιών και η φοίτηση σε πανεπιστήμια του εξωτερικού (λόγω «αποτυχίας» ή πεποίθησης), καθώς και η αθρόα προσφυγή σε ιδιωτικά παραρτήματα ξένων ιδρυμάτων, συνιστούν ιδιωτική «αγορά» υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η δίκαιη (κατά κανόνα αλλά όχι πάντα) αμφισβήτηση της ποιότητας των «προϊόντων» αυτής της αγοράς δεν αντιμετωπίζεται με αμυντικές διαδικασίες πρόσκαιρης εμβέλειας, όπως είναι π.χ. η άρνηση των ισοτιμιών. Άλλωστε, το ζήτημα αυτό δεν απασχολεί, σοβαρά τουλάχιστον, τον επιχειρηματικό ή ιδιωτικό χώρο. Όπως όμως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, τίθεται ευθέως το ζήτημα της αξιολόγησης και πιστοποίησης με ακαδημαϊκά κριτήρια όλων των φορέων που παρέχουν «υπηρεσίες» τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ιδιαίτερα εκείνων που εποπτεύονται από το Υπουργείο Ανάπτυξης με τους κανόνες του ανταγωνισμού των εμπορικών επιχειρήσεων.

8. Τέλος, εκτός συζήτησης τίθεται το ζήτημα τους κόστους του συστήματος. Η ταυτόχρονη ανάγκη ενοποίησης, διεύρυνσης και αναβάθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας, θα αυξήσει σημαντικά τις απαιτήσεις σε υποδομές καθώς και το κόστος λειτουργίας του συστήματος. Η αναγκαιότητα αυτή είναι γνωστή, έχει πιστοποιηθεί από όλες τις συγκριτικές αναλύσεις με τις άλλες αναπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ και έχει ενσωματωθεί στους πολιτικούς στόχους όλων των κομμάτων. Ο τρόπος με τον οποίο θα χρηματοδοτηθεί η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου εμπίπτει στο πεδίο της συνολικής οικονομικής στρατηγικής και πολιτικής των εκάστοτε κυβερνήσεων

ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΝΙΑΙΟ ΧΩΡΟ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΈΡΕΥΝΑΣ

Μία σημαντική μεταρρύθμιση οφείλει να ξεκινήσει από την αρχή. Ανώτατη εκπαίδευση και έρευνα αποτελούν εξ ορισμού ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο δραστηριοτήτων, το οποίο αποκτά συνεχώς μεγαλύτερη στρατηγική σημασία. Η ιστορία, η θεωρία και η διεθνής εμπειρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες προσφέρουν αψευδείς μαρτυρίες. Κάθε προσπάθεια για την ανασύνταξη των δυνάμεων με στόχο την ενοποίηση, τη διεύρυνση και την αναβάθμιση του συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας συμβάλλει αποφασιστικά στην πρόοδο στα πεδία της γνώσης και του πολιτισμού αλλά και της οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας. Γι αυτό προτείνεται, η δημιουργία ενός ενιαίου χώρου εκπαίδευσης και έρευνας, που θα διακρίνεται από την αυτοτέλεια, τη δυναμική και την πολυτυπία του.

(Α) Στην Ελλάδα δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να διαμορφώσουμε ένα συνεκτικό και αυτοτελές τοπίο ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας. Οι όποιες προσπάθειες έγιναν δεν ήταν συγκλίνουσες ή/και δεν μπόρεσαν να υπερβούν παγιωμένες νοοτροπίες, καταστάσεις και αντιστάσεις Τα σημάδια της κόπωσης, της κρίσης και της παρακμής είναι ήδη ορατά και οι αιτίες πολλές:

Ένα θολό έως και παρανοϊκό θεσμικό πλαίσιο, ο απίστευτος κατακερματισμός των δυνάμεων, η υποκριτική αλλά συστηματική υποχρηματοδότησ η, ο ασφυκτικός και ανυπόφορος εναγκαλισμός από την κρατική γραφειοκρατία, είναι μερικοί μόνο από τους «εξωτερικούς» περιοριστικούς παράγοντες. Με αποτέλεσμα να ακυρώνονται οι όποιες δυνατότητες συνεργασιών και συνεργιών, οι μεμονωμένοι φορείς ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας να στερούνται συχνά των απολύτως αναγκαίων μέσων και πόρων, να μη διαθέτουν το βαθμό ελευθερίας και ευελιξίας που είναι απαραίτητος για τη λειτουργία και την ανάπτυξή τους, να αναλώνονται «επί της διαδικασίας» και πολύ λιγότερο «επί της ουσίας», να συμπιέζουν διαφοροποιημένες ανάγκες σε ένα σύστημα κανόνων προκρούστεια ς ομοιομορφίας, να ωθούνται σε μια τερατώδη αλληλουχία από δυσλειτουργίες αλλά και στους κανόνες της «παράκαμψής» τους, που όλοι γνωρίζουν αλλά ποτέ δεν αναγνωρίζουν επισήμως.

Στο εσωτερικό μέτωπο των ιδρυμάτων, οι αρχικές θετικές επιπτώσεις που είχε η ισχύουσα νομοθεσία έχουν εξαντλήσει τη δυναμική τους. Η κατάργηση της «έδρας» απελεύθερωσ ε δυνάμεις, αλλά σε πολλές περιπτώσεις αναπαράγονται μπλοκ ισχύος νέου τύπου που συντηρούν ανεπίτρεπτες σχέσεις εξουσίας και συναλλαγής. Οι συλλογικές διαδικασίες έχουν υποβαθμιστεί, επιμέρους ομάδες συμφερόντων αυτονομούνται, εσωστρέφεια και «αλληλεγγύη» διαβρώνουν τις αρχές της διαφάνειας και της αξιοκρατίας, οι τυπικοί ή άτυποι κανόνες που προσδιορίζουν την έννοια του ακαδημαϊκού ήθους έχουν χαλαρώσει. Με αποτέλεσμα η ουσιαστική και τυπική αφοσίωση στην εκπαίδευση και την έρευνα να μην είναι πάντα δεδομένη ως πλήρης και αποκλειστική απασχόληση, η μεγάλη ευθύνη που βαραίνει όσους έχουν ταχθεί να υπηρετήσουν θεμελιώδεις αξίες να υποχωρεί μπροστά στους ακαταμάχητους πειρασμούς της οικονομικής και πολιτικής αγοράς, η σιωπηλή πλειοψηφί α με τη σιωπή της να διευκολύνει αν δεν ενθαρρύνει (μειοψηφικές έστω) εκτροπές που ανοίγουν την κερκόπορτ α για τη διείσδυση (κάποτε κυριαρχία) αγοραίων συμπεριφορών «εντός των τειχών».

Οφείλουμε πάντως να επισημάνουμε ότι, παρά τη διάχυτη καχυποψία, και στην Ελλάδα υπάρχουν ιδρύματα (ή τμήματά τους) που διακρίνονται για την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχουν και της έρευνας που προωθούν και δεν δυσκολεύονται να σταθού ν επάξια και να συνεργαστούν ισότιμα με τα καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Οι απόφοιτοί τους δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ενταχθούν στο πανεπιστημιακό σύστημα ή στην αγορά εργασίας, εδώ ή στο εξωτερικό. Το ίδιο ισχύει για τα ερευνητικά κέντρα (ή ινστιτούτα τους) ορισμένα από τα οποία διακρίνονται και διεθνώς για τις επιδόσεις τους.

Αλλά ακριβώς επειδή υπάρχουν φορείς που «μπορούν», δυνητικά μπορούν και άλλοι. Κι αυτό ακυρώνει τις θεωρίες περί εμπλοκής και περί της αναγκαιότητας «εξωτερικών» και τελικά ιδιωτικών λύσεων. Η ανέξοδη φλυαρία περί γενικής υποβάθμισης μόνο συμπλεγματικές συμπεριφορές ή ανείπωτες σκοπιμότητες υποκρύπτει. Το δημόσιο σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας έχει προβλήματα, τα γνωρίζουμε και μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε, αν επικεντρωθούμε σε αυτά.

(Β) Ο ενιαίος χώρος ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας δεν πρέπει να κατανοηθεί ως ένα σύστημα ισοπεδωτικής ομοιογένειας, αλλά αντίθετα ως ένα δυναμικό σύστημα πολλών κατευθύνσεων και ταχυτήτων. Άλλωστε ούτε οι κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες συνιστούν ομοιογενές σύνολο, ούτε τα νέα παιδιά έχουν όλα τις ίδιες ικανότητες ή επιδιώξεις.

Και σήμερα στην Ελλάδα, όπως παντού, στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης υπάρχουν μέτρια, καλύτερα αλλά και άριστα ιδρύματα (ή τμήματά τους), υπάρχουν ιδρύματα γνωστά κυρίως για το προσανατολισμό τους στην επαγγελματική εκπαίδευση αλλά και ιδρύματα (ή τμήματά τους) που διακρίνονται για το θεωρητικό υπόβαθρο της εκπαίδευσης που παρέχουν ή για τις επιδόσεις τους στην επιστημονική (βασική ή/και εφαρμοσμένη) έρευνα. Ομοίως, στο χώρο των ερευνητικών φορέων υπάρχουν ερευνητικά κέντρα (ή ινστιτούτα τους) εξειδικευμένα σε πολύ συγκεκριμένα αντικείμενα και συχνά με στόχο τις πρακτικές εφαρμογές και βελτιώσεις αλλά και ερευνητικά κέντρα (ή ινστιτούτα τους) που καλύπτουν ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων, συχνά σε τομείς μη προσανατολισμένης έρευνας, και διακρίνονται για τις επιδόσεις τους

Οφείλουμε να οικοδομήσουμε αξιοποιώντας αυτό τον πλούτο της διαφοροποίησης, να εξασφαλίσουμε όμως την ελάχιστη αποδεκτή ποιότητα στη βάση του συστήματος και να διαμορφώσουμε ένα νέο, μεγάλο χώρο ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας, όπου θα μπορούν να συνυπάρξουν γενικώς καλά ιδρύματα, με διαφορετικά κατά περίπτωση χαρακτηριστικά (θεωρητικά, τεχνικά, επαγγελματικά, ...). Επιπλέον, όπως κάθε διαφοροποιημένο σύστημα -που θέλει να είναι μακροχρόνια ευσταθές και αυτοτροφοδοτούμενο - έτσι και το σύστημα της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας έχει ανάγκη από φορείς (ή μονάδες τους) που λειτουργούν ως κορυφαίοι πόλοι «τροφοδότες» τόσο του ίδιου του συστήματος όσο και των άλλων συστημάτων (οικονομία, κοινωνία) που είναι αναλόγως διαφοροποιημένα.

(Γ) Είναι επιτακτική ανάγκη να δώσουμε και στην Ελλάδα μια νέα ώθηση στο σύστημα της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας, με βασικούς στόχους:

■ Να ενώσουμε τις υπάρχουσες δυνάμεις στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας και να απελευθερώσουμε όλες τις θετικές τους συνέργιες ,

■ Να διαμορφώσουμε ένα απλό, σταθερό και μακροπρόθεσμο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των επιμέρους φορέων

■ Να εξασφαλίσουμε την αυτοτέλεια και την οικονομική στήριξη του συστήματος, αλλά και τους κανόνες διαφάνειας και λογοδοσίας των μονάδων του,

■ Να επαναπροσδιορίσουμε τους κανόνες δεοντολογίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, που εγγυώνται την αξιοκρατία και την αποτελεσματικότητα,

■ Να εξασφαλίσουμε την ελάχιστη αποδεκτή ποιότητα για το σύνολο του συστήματος και τους κανόνες αξιολόγησης του επιτελούμενου έργου,

■ Να απελευθερώσουμε τους μηχανισμούς άμιλλας και ανέλιξης, σε όσους φορείς (η μονάδες τους) έχουν τη δυναμική που τους επιτρέπει να επιδιώξουν την αριστεία (αυτοτελώς ή/και με συμμαχίες).

(Δ) Στην πρόταση που ακολουθεί δεν θίγεται φυσικά το σύνολο του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου. Περιλαμβάνονται μόνο οι αλλαγές που κρίνονται απολύτως αναγκαίες και εξυπηρετούν γενικότερα την ενοποίηση, διεύρυνση και αναβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας, ειδικότερα δε τους παραπάνω βασικούς στόχους.

Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

1. Ίδρυση Υπουργείου Παιδείας και Έρευνας

Η ενοποίηση, διεύρυνση και αναβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας συνιστά ένα εξόχως καίριο και μακράς πνοής εγχείρημα. Σημαντική προϋπόθεση αποτελεί η ενιαία πολιτική διεύθυνση του εγχειρήματος, που συμβολίζει την προτεραιότητα και εγγυάται την πλέον αποτελεσματική διαχείριση των δυσκολιών που θα υπάρξουν και δαπανών που θα απαιτηθούν. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις προβλέπονται:

• Ιδρύεται Υπουργείο Παιδείας και Έρευνας. Το ΥΠΕ προκύπτει με αναδιάταξη αρμοδιοτήτων ανάμεσα στο μέχρι σήμερα Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και στα Υπουργεία Ανάπτυξης και Πολιτισμού.

• Στο ΥΠΕ υπάγονται όλα τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ) και τα Ανώτατα Ερευνητικά Κέντρα (ΑΕΚ) και λειτουργούν υπό το ίδιο θεσμικό καθεστώς. Καθορίζονται οι αρμοδιότητες του ΥΠΕ και οι σκοποί τους οποίους οφείλουν να υπηρετούν τα ΑΕΙ και ΑΕΚ. Κατοχυρώνονται ειδικότερα: η αρχή της αυτοτέλειας των ΑΕΙ και ΑΕΚ, η αρχή της οικονομικής στήριξής τους στο επίπεδο τουλάχιστον του μέσου όρου της Ε.Ε. καθώς και η αρχή της προώθησης της βασικής έρευνας (άμεσα έ έμμεσα, μέσω χρηματοδοτούμενων ανταγωνιστικών προγραμμάτων).

• Ιδρύεται Εθνικό Συμβούλιο Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας ( ΕΣΑΕΕ ) για την καλύτερη οργάνωση της συστηματικής διαβούλευσης των ιδρυμάτων με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕ . Το ΕΣΑΕΕ λειτουργεί ως αποκεντρωμένη υπηρεσία του ΥΠΕ (όπως π.χ. το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο). Τα μέλη του ΔΣ και των Θεματικών Επιτροπών του, ορίζονται από το ΥΠΕ , μεταξύ των μελών ΔΕΠ και των Ερευνητών που προτείνονται από τα ΑΕΙ και ΑΕΚ.

2. Προσαρμογή και ένταξη των ΤΕΙ στο πανεπιστημιακό σύστημα

Το τοπίο της ανώτατης εκπαίδευσης έγινε πιο θολό με το σημερινό υβριδικό καθεστώς των ΤΕΙ. Η τυπική και μόνο αναβάθμισή τους δεν οδηγεί σε σταθερή και αναγνωρίσιμη ταυτότητα. Δεν λειτουργούν πια ως ανώτερες σχολές επαγγελματικής εκπαίδευσης, σε αμεσότερη σχέση με τις βραχυχρόνιες ανάγκες της αγοράς εργασίας. Δεν λειτουργούν όμως και ως πανεπιστήμια, με όλους τους κανόνες που αυτό συνεπάγεται. Αλλά οι σπουδαστές των ΤΕΙ δεν είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού. Για να κλείσει αυτή η γκρίζα σελίδα, είναι προφανές ότι θα απαιτηθεί πολύ μεγάλη προσπάθεια και ισχυρή διοικητική και οικονομική στήριξη από το ΥΠΕ . Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, προβλέπονται:

• Κάθε ΤΕΙ υποχρεούται να συμβληθεί με ένα ΑΕΙ, κατά προτίμηση της ίδιας γεωγραφικής περιφέρειας. Στόχος της προγραμματικής συμφωνίας: (α) η σταδιακή ένταξη του ΤΕΙ σε πλήρες πανεπιστημιακό καθεστώς εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, (β) ο προσδιορισμός των διαδικασιών και των μέτρων που απαιτούνται για την επίτευξη του στόχου.

• Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η κατάργηση, κατάτμηση, συνένωση, απορρόφηση, κλπ των Τμημάτων του λειτουργούντος ΤΕΙ, στο πλαίσιο ενός νέου αυτοτελούς ΑΕΙ ή του ήδη λειτουργούντο ς περιφερειακού ΑΕΙ ή άλλου ΑΕΙ της χώρας.

• Η προγραμματική συμφωνία εποπτεύεται από Επιτροπή Ανασυγκρότησης, η οποία ορίζεται από το ΥΠΕ μετά από εισήγηση του ΕΣΑΕΕ και στην οποία συμμετέχουν καθηγητές του ΤΕΙ, του περιφερειακού ΑΕΙ και άλλων ΑΕΙ της χώρας, στα οποία λειτουργούν Τμήματα με επιστημονικό αντικείμενο συγγενές με κάποιο από τα Τμήματα του υπό αναδιάρθρωση ΤΕΙ.

3. Ενιαίο καθεστώς για τους ερευνητικούς φορείς

Η έρευνα δεν διεξάγεται αποκλειστικά στα πανεπιστήμια. Αποτελεί μια ακόμα παραδοξότητα το γεγονός ότι στη χώρα μας σχεδόν όλα τα ερευνητικά κέντρα, λειτουργούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Ανάπτυξης, αν και στη πλειοψηφί α τους δραστηριοποιούνται στο χώρο της αποκαλούμενης βασικής έρευνας. Πρόκειται για μεγάλη δεξαμενή επιστημόνων που εκλέγονται, μονιμοποιούνται και εξελίσσονται με ανάλογα κριτήρια και προσόντα, αλλά λειτουργούν με διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο και περιορισμένη αυτοτέλεια. Τα υπάρχοντα στεγανά περιορίζουν ασφυκτικά την άνετη, ισότιμη και αμφίδρομη επικοινωνία ανάμεσα στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα της χώρας, με προφανή σπατάλη πόρων και πολύτιμου ανθρώπινου κεφαλαίου. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις προβλέπονται:

• Συνιστώνται Ανώτατα Ερευνητικά Κέντρα (ΑΕΚ), τα οποία θα λειτουργούν υπό ενιαίο θεσμικό πλαίσιο, κατ’ αναλογία των ΑΕΙ, με στόχο τη δημιουργία εξειδικευμένων και διεθνώς ανταγωνιστικών ερευνητικών κέντρων.

• Τα ΑΕΚ θα προκύψουν με την ανασύνταξη των ερευνητικών δυνάμεων της χώρας και την κατάργηση όλων των στεγανών μεταξύ ΑΕΙ και ΑΕΚ. Κάθε ΑΕΚ δημιουργείται με εθελούσια συμφωνία όλων των ενδιαφερόμενων ερευνητικών μονάδων, ανεξάρτητα από το καθεστώς υπό το οποίο λειτουργούν σήμερα.

• Δυνατότητα ένταξης έχουν και ομάδες ή μονάδες των ΑΕΙ, ως προς το ερευνητικό τους σκέλος, με την υπογραφή μακροχρόνιων συμφωνιών συνεργασίας μεταξύ ΑΕΙ και ΑΕΚ.

4. Κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών

Σε όλα τα Ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας κατοχυρώνεται πλήρως η ελευθερία της επιστημονικής σκέψης και έρευνας και η διακίνηση των ιδεών με σεβασμό στις ανθρώπινες αξίες.

• Ειδικότερα για τα ΑΕΙ, κατοχυρώνεται πλήρως το ακαδημαϊκό άσυλο σε όλους τους χώρους τους. Η εύρυθμη λειτουργία των χώρων εξασφαλίζεται από το προσωπικό φύλαξης των ίδιων των ΑΕΙ. Οι ευθύνες των αποφάσεων που συνδέονται με το άσυλο ανήκουν στη Σύγκλητο. Μόνο σε προφανείς έκτακτες περιπτώσεις μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλία το Πρυτανικό Συμβούλιο, υπό τον όρο ότι η πρωτοβουλία αυτή θα επικυρωθεί άμεσα από τη Σύγκλητο, ενώ σε περίπτωση μη επικύρωσης το Πρυτανικό Συμβούλιο παραιτείται και προκηρύσσει εκλογές.

5. Αξιολόγηση, διαφάνεια και δημοσιότητα

Τα ΑΕΙ και τα ΑΕΚ εγγυώνται τη διαφάνεια και την ποιότητα του έργου τους. Κάθε πολίτης ή συλλογικός φορέας της χώρας δικαιούται να έχει άμεση και γρήγορη ενημέρωση για όλα τα θέματα που σχετίζονται με τις δραστηριότητες των ΑΕΙ και των ΑΕΚ.

• Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις κάθε ΑΕΙ ή ΑΕΚ καθώς και κάθε Τμήμα ή Ινστιτούτο, είναι υποχρεωμένο να έχει δικτυακό τόπο, όπου καταχωρείται το σύνολο των αναγκαίων πληροφοριών. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε διδάσκων ή/και ερευνητής διαθέτει δική του ιστοσελίδα όπου καταχωρούνται όλες οι αναγκαίες πληροφορίες για το εκπαιδευτικό ή/και ερευνητικό έργο του. Ο δικτυακός τόπος και οι ιστοσελίδες ενημερώνονται συνεχώς και είναι άμεσα προσβάσιμες σε όλους τους ενδιαφερόμενους. Ειδική μέριμνα λαμβάνεται για τη συστηματική ενημέρωση των μαθητών του Λυκείου, στο πλαίσιο του επαγγελματικού προσανατολισμού τους.

• Κάθε 4 χρόνια όλα τα ΑΕΙ και ΑΕΚ συντάσσουν -με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων- εκθέσεις αυτοαξιολόγησης για τη γενική πορεία του Ιδρύματος και για το συνολικό και ειδικότερα για το εκπαιδευτικό ή/και ερευνητικό του έργο. Ακολουθεί εξωτερική αξιολόγηση από 5μελή επιτροπή διακεκριμένων επιστημόνων που υπηρετούν σε ΑΕΙ και ΑΕΚ της χώρας ή σε ισότιμα ιδρύματα του εξωτερικού. Η όλη διαδικασία έχει στόχο την αυτογνωσία και τη διαφάνεια και τα συμπεράσματά της συνεκτιμώνται υποχρεωτικώς κατά τον τετραετή αναπτυξιακό προγραμματισμό των Ιδρυμάτων. Βασικά στοιχεία και συμπεράσματα των εκθέσεων αυτοαξιολόγησης και εξωτερικής αξιολόγησης δημοσιοποιούνται στο διαδικτυακό τόπο των Ιδρυμάτων.

Β. ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ

1. Ουσιαστική Ακαδημαϊκή και Διοικητική Αυτοτέλεια

Το κέντρο βάρους του θεσμικού πλαισίου μετατοπίζεται στους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας των ΑΕΙ και ΑΕΚ, διαμορφώνοντας τους όρους της μέγιστης δυνατής ακαδημαϊκής και διοικητικής αυτοτέλειάς τους.

Το σύνολο των κανόνων που καθορίζουν τον τρόπο λειτουργίας και ανάπτυξης κάθε ΑΕΙ και ΑΕΚ, εξαρτάται από πλήθος παραγόντων που έχουν σχέση με την ιστορία, την κουλτούρα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε Ιδρύματος ή Κέντρου. Η εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι κάθε προσπάθεια ομοιομορφίας, οδηγείται σταδιακά σε απειρία ειδικών ρυθμίσεων, οι οποίες συσσωρευόμενες ακυρώνουν την πρόθεση του αρχικού νομοθέτη, με αποτέλεσμα οι φορείς της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας να αντιμετωπίζουν ακραίες καταστάσεις δυσλειτουργίας και να υποχρεώνονται να προσφύγουν σε άτυπες διαδικασίες παράκαμψής τους.

• Ο νέος νόμος πλαίσιο, όπως θα διαμορφωθεί μετά από δημόσια διαβούλευση και νομοτεχνική επεξεργασία, πρέπει να περιοριστεί στον ελάχιστο αριθμό διατάξεων γενικής ισχύος. Τα ΑΕΙ και ΑΕΚ καταρτίζουν, εντός έτους, Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας ή προσαρμόζουν τους υπάρχοντες, λαμβάνοντας υπόψη την ισχύουσα νομοθεσία και τις ιδιαιτερότητες του κάθε Ιδρύματος ή Κέντρου. Οι Εσωτερικοί Κανονισμοί Λειτουργίας ελέγχονται ως προς την πληρότητα και νομιμότητά τους και εγκρίνονται από το ΥΠΕ .

2. Οικονομική αυτοτέλεια, ευελιξία και διαφάνεια

Για να εξασφαλιστεί η οικονομική αυτοτέλεια των ΑΕΙ και των ΑΕΚ, καθιερώνεται ο τετραετής αναπτυξιακός προγραμματισμός «βάση στόχων».

• Το κάθε ΑΕΙ και ΑΕΚ εκπονεί και υποβάλλει 4ετές σχέδιο ανάπτυξης της εκπαιδευτικής ή/και ερευνητικής του δραστηριότητας. Το σχέδιο εκπονείται με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων, αναλύει το σύνολο των θεμάτων που απασχολούν το φορέα, θέτει στόχους για τα επόμενα 4 χρόνια, προτείνει ρεαλιστικούς τρόπους αντιμετώπισης, εξειδικεύεται σε ετήσια βάση. Ειδική μέριμνα λαμβάνεται με στόχο την αναβάθμιση και ελκυστικότητα των περιφερειακών ή/και νέων ιδρυμάτων.

• Μετά από διαβούλευση κάθε φορέα με το ΕΣΑΕΕ , τα τελικά 4ετή σχέδια εγκρίνονται από το ΥΠΕ και οι προγραμματικές συμφωνίες που υπογράφονται έχουν δεσμευτική ισχύ.

• Στο πλαίσιο αυτό η Σύγκλητος εγκρίνει τον απολογισμό του προηγούμενου έτους και τον ακριβή προϋπολογισμό του τρέχοντος έτους, ο οποίος εκτελείται απρόσκοπτα και με ορισμένα όρια ευελιξίας και ανοχής, αν ειδικοί λόγοι επιβάλλουν την επιτάχυνση ή την επιβράδυνσή του.

Ανεξαρτήτως των μακροπρόθεσμων προγραμματικών συμφωνιών, διατυπώνονται οι γενικοί κανόνες που εξασφαλίζουν ευέλικτη και διαφανή διαχείριση για το σύνολο των πόρων του κάθε ΑΕΙ και ΑΕΚ. Ειδικότερα, σε κάθε ΑΕΙ και ΑΕΚ συνιστάται Γενική Διεύθυνση Οικονομικών με 2 Διευθύνσεις:

■ Στη Διεύθυνση Οικονομικού Προγραμματισμού υπάγεται το σύνολο των δαπανών που προβλέπονται στο εγκεκριμένο 4ετές πρόγραμμα. Εξ αυτών:

• Με την ισχύουσα νομοθεσία γίνεται η διαχείριση όλων των δαπανών που αφορούν στη μισθοδοσία του προσωπικού ή στην εκτέλεση έργων και προμηθειών (και το ίδιο ισχύει για τα κληροδοτήματα).

• Οι δαπάνες μικρών έργων και συντήρησης που χρηματοδοτούνται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το σύνολο των λειτουργικών δαπανών που χρηματοδοτείται από τον Τακτικό Προϋπολογισμό, εξομοιώνονται και για τη διαχείρισή τους συνιστάται Ειδικός Λογαριασμός Δαπανών Λειτουργίας.

• Και στις δύο περιπτώσεις η εκτέλεση των δαπανών γίνεται με αποφάσεις του Πρυτανικού Συμβουλίου, μετά από εισηγήσεις της αρμόδιας Διεύθυνσης.

■ Στη Διεύθυνση Έρευνας και Ανάπτυξης υπάγεται το σύνολο των λοιπών πόρων των ΑΕΙ και ΑΕΚ. Για τη διαχείριση των δαπανών που προβλέπονται από τις συμβάσεις με τους χρηματοδότες, συνιστάται Ειδικός Λογαριασμός Έρευνας και Ανάπτυξης (σε αντικατάσταση του υπάρχοντος Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας).

• Η εκτέλεση των δαπανών -που προβλέπονται ρητά από τους προϋπολογισμούς των χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων- γίνεται με αποφάσεις της Επιτροπής Ερευνών, μετά από εισηγήσεις της αρμόδιας Διεύθυνσης.

• Η Επιτροπή Ερευνών κάθε ΑΕΙ αποτελείται από μέλη ΔΕΠ, τα οποία ορίζονται από τη Σύγκλητο, μεταξύ των προτεινομένων από τις Γενικές Συνελεύσεις των Τμημάτων. Η Επιτροπή Ερευνών κάθε ΑΕΚ αποτελείται από Ερευνητές, οι οποίοι ορίζονται από το Γενικό Συμβούλιο, μεταξύ των προτεινομένων από τις Γενικές Συνελεύσεις των Ινστιτούτων. Μέλη ΔΕΠ και Ερευνητές δεν μπορούν να συμμετέχουν στις Επιτροπές Ερευνών πάνω από δύο θητείες.

• Το καθαρό αποθεματικό του Ειδικού Λογαριασμού Έρευνας και Ανάπτυξης με αποφάσεις της Συγκλήτου των ΑΕΙ ή του Γενικού Συμβουλίου των ΑΕΚ μπορεί να μεταφέρεται συνολικώς ή εν μέρει σε ειδικό κωδικό υπό τη διαχείριση του Ειδικού Λογαριασμού Δαπανών Λειτουργίας. Οι πόροι αυτοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τη χρηματοδότηση δαπανών έρευνας και ανάπτυξης των φορέων και των μονάδων τους αλλά όχι για την άσκηση εισοδηματικής πολιτικής.

■ Με τις παραπάνω ρυθμίσεις το σύνολο των οικονομικών μηχανισμών και πόρων τίθεται υπό την πλήρη εποπτεία της Συγκλήτου και εξασφαλίζονται συνθήκες ευελιξίας και διαφάνειας. Με 2 ακόμα ρυθμίσεις παρέχονται πρόσθετες εγγυήσεις διαφάνειας.

• Οι ετήσιοι ισολογισμοί των 2 Ειδικών Λογαριασμών, ελέγχονται ως προς τη νομιμότητα των δαπανών από Ορκωτούς Λογιστές τους οποίους ορίζει το ΥΠΕ και δεν μπορεί να είναι οι ίδιοι για πάνω από 3 έτη. Επιπλέον, οι ετήσιοι απολογισμοί και προϋπολογισμοί τους, εγκρίνονται από τη Σύγκλητο και κοινοποιούνται στο ΥΠΕ .

• Οι Προϊστάμενοι της Γενικής Διεύθυνσης και των 2 Διευθύνσεων ορίζονται από τη Σύγκλητο των ΑΕΙ ή το Γενικό Συμβούλιο των ΑΕΚ μετά από προκήρυξη και αξιολόγηση των ενδιαφερομένων στελεχών των ΑΕΙ και ΑΕΚ ή εκτός αυτών. Η θητεία τους είναι τετραετής και μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά.

Γ. ΕΚΛΟΓΗ ΟΡΓΑΝΩΝ – ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

1. Βελτιώσεις στη διαδικασία εκλογής των διοικητικών αρχών

Η διοίκηση του πανεπιστημίου είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η Σύγκλητος -με σύνθεση που αλλάζει κάθε χρόνο- έχει αρμοδιότητες νομοθετικής εξουσίας, χωρίς να είναι ποτέ «δεδομένη». Το κέντρο βάρους της διοίκησης (εκτελεστική εξουσία) επικεντρώνεται στην Πρυτανεία και τα Προεδρία των Τμημάτων, που εκλέγονται από μείζονα εκλογικά σώματα και φέρουν την ευθύνη της εύρυθμης λειτουργίας του ΑΕΙ και των Τμημάτων του.

Το διδακτικό προσωπικό συμμετέχει σε ποσοστό 50% του συνόλου στα μείζονα εκλογικά σώματα με άμεση καθολική ψηφοφορία, κατά τους πάγιους κανόνες της δημοκρατίας. Αντιθέτως, οι φοιτητές και το διοικητικό προσωπικό συμμετέχουν με ισάριθμες ψήφους αλλά έμμεσα, με εκλέκτορες. Οι εκλέκτορες, στην περίπτωση του διοικητικού προσωπικού (10% του τελικού εκλογικού σώματος) εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία σε εκλογική διαδικασία που προηγείται της τελικής. Στην περίπτωση όμως των φοιτητών (40% του τελικού εκλογικού σώματος) οι εκλέκτορες δεν εκλέγονται (από καθολική ψηφοφορία) αλλά διορίζονται από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις ανάλογα με τη δύναμή τους στις τελευταίες φοιτητικές εκλογές.

Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι η συμμετοχή των φοιτητριών και των φοιτητών. Η συμμετοχή τους αποτελεί δημοκρατική κατάκτηση και συμβάλλει στη δημοκρατική νομιμοποίηση της διοίκησης και των αποφάσεών της. Άλλωστε, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες είναι πολιτικά ενήλικες με δικαίωμα ψήφου και η συμμετοχή τους στα κοινά είναι ζητούμενο και όχι πρόβλημα. Με τη συμμετοχή τους στα κοινά του ΑΕΙ, πολύ πιο κοντά στα προσωπικά τους ενδιαφέροντα και συμφέροντα, καλλιεργείται το δημοκρατικό τους φρόνημα, κι αυτό συνιστά μια πολύ σημαντική λειτουργία των πανεπιστημίων η οποία δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραβλεφθεί .

Το πρόβλημα είναι κυρίως ο τρόπος της συμμετοχής των φοιτητών (με εκλέκτορες διορισμένους από παρατάξεις) που αποτελεί ουσιώδη στρέβλωση των δημοκρατικών κανόνων, ακυρώνει την καθολικότητα της δημοκρατικής συμμετοχής και θέτει το ερώτημα: ποιος διοικεί τα πανεπιστήμια; Το ποιοι είναι εκλόγιμοι σε πρυτανείες και προεδρεία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την πολιτική συγκυρία και τις επικοινωνιακές ανάγκες των κομμάτων και τελικά καθιστά τη διοίκηση του ΑΕΙ όμηρο του κομματικού συστήματος και της εκάστοτε κρίσης του.

• Για το λόγο αυτό κατοχυρώνεται πλήρως η καθολική ψηφοφορία και για τις 3 ομάδες της πανεπιστημιακής κοινότητας (μέλη ΔΕΠ, φοιτητές, διοικητικό προσωπικό) που ψηφίζουν η κάθε μία στη δική της κάλπη. Το συνολικό ποσοστό του κάθε υποψηφίου είναι το άθροισμα των ποσοστών που παίρνει από την κάθε ομάδα τα οποία σταθμίζονται με το συντελεστή βαρύτητας της ίδιας ομάδας (50% τα μέλη ΔΕΠ, 40% οι φοιτητές, 10% το διοικητικό προσωπικό).

Η υποχρέωση όμως της καθολικής ψηφοφορίας θέτει το ζήτημα της πραγματικής συμμετοχής στις εκλογές όσων έχουν δικαίωμα ψήφου. Εφόσον το εκλεκτορικό σώμα αποτελείται από 3 επιμέρους ομάδες, αν τα μέλη μιας ομάδας απέχουν από τις εκλογές (λόγω αδιαφορίας ή πεποίθησης) η ομάδα μπορεί να διατηρεί τον ίδιο συντελεστή βαρύτητας;

• Για το λόγο αυτό ο συντελεστής βαρύτητας κάθε ομάδας σταθμίζεται με το ποσοστό της συμμετοχής των μελών της στις εκλογές. Η ρύθμιση αυτή είναι αναγκαία προκειμένου να αποφευχθούν σε κάθε περίπτωση ανεπιθύμητες ακραίες καταστάσεις (θεωρητικά ένας και μόνο φοιτητής θα μπορούσε να καθορίσει το αποτέλεσμα διαθέτοντας την ίδια περίπου δύναμη με το σύνολο των μελών ΔΕΠ). Επιπλέον, το μήνυμα «η ψήφος σου έχει βάρος εφόσον συμμετέχεις» (όπως άλλωστε συμβαίνει στις γενικές πολιτικές εκλογές) θα λειτουργήσει παιδαγωγικά για όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Αναλόγως ρυθμίζεται η διαδικασία εκλογής οργανων διοίκησης στα ΑΕΚ, στις οποίες συμμετέχουν (α) τα μέλη της Επιστημονικής Επιτροπής, (β) οι Ερευνητές και (γ) το διοικητικό προσωπικό κάθε ΑΕΚ με συντελεστές βαρύτητας 60%. 35% και 5% αντιστοίχως. Τα μέλη της Επιστημονικής Επιτροπής είναι μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ και Ερευνητές των ΑΕΚ της χώρας ή ισότιμων ιδρυμάτων του εξωτερικού, ορίζονται από το ΥΠΕ , με εισήγηση του ΕΣΑΕΕ , μετά από προτάσεις των ΑΕΙ και ΑΕΚ της χώρας

2. Εξωδικαστική επίλυση διαφορών και συγκρούσεων

Όλα τα συλλογικά όργανα των ΑΕΙ και ΑΕΚ εφαρμόζουν κανόνες δεοντολογίας και επιλύουν τις όποιες διαφορές προκύπτουν ανάμεσα στα μέλη του ή ανάμεσα στα μέλη και το ίδρυμα, εφαρμόζοντας τις σχετικές διατάξεις των Εσωτερικών Κανονισμών Λειτουργίας.

• Όταν αυτό είναι αδύνατον, καθώς και στην περίπτωση που εμπλέκονται τρίτοι, δίνεται η δυνατότητα ενεργοποίησης της εμπειρίας του Συνηγόρου του Πολίτη, στον οποίο παρέχεται η δυνατότητα να προσφέρει τις υπηρεσίες του, ως Συνήγορος των ΑΕΙ και ΑΕΚ, προκειμένου να επιτευχθεί η εξωδικαστική επίλυση των διαφορών.

Δ. ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ

1. Βελτιώσεις στο σύστημα εισαγωγής των φοιτητών στα ΑΕΙ

Η επιλογή επιστημονικής σταδιοδρομίας από τα νέα παιδιά αποτελεί κομβικό σημείο που δεν μπορεί να προσδιορίζεται με προκρούστεια λογική και εξοντωτικές διαδικασίες. Οφείλουμε να προστατεύσουμε την τρυφερή ηλικία, να απελευθερώσουμε το Λύκειο για να μπορέσει να λειτουργήσει ως θεμελιώδης κύκλος γενικής μόρφωσης.

Είναι ευκταίο να καταργηθούν οι γενικές εξετάσεις και να περιοριστούν στα Τμήματα που αντιμετωπίζουν -μόνιμα ή συγκυριακά- συνθήκες υψηλής ζήτησης. Προς αυτή την κατεύθυνση προτείνονται μια σειρά από βελτιώσεις, όπως π.χ.

• Οι μαθητές και οι μαθήτριες που έχουν επιτύχει στις γενικές εξετάσεις του Λυκείου και διαθέτουν απολυτήριο, έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε ΑΕΙ και Τμήμα της επιθυμίας τους.

• Προκαταρκτικά στο τέλος της Β’ Λυκείου και οριστικά στο τέλος της Γ’ Λυκείου, οι μαθήτριες και οι μαθητές δηλώνουν περιορισμένο αριθμό επιλογών Τμημάτων κατά σειρά προτίμησης.

• Ο μέγιστος αριθμός των εισακτέων για όλα τα Τμήματα της χώρας αποφασίζεται από το Υπουργείο Παιδείας και Έρευνας, μετά από διαβούλευση με τα ΑΕΙ της χώρας.

• Σε όσα ΑΕΙ είναι δυνατόν, η εισαγωγή των φοιτητών γίνεται σε Σχολές -στο πλαίσιο των οποίων λειτουργούν Τμήματα συγγενών επιστημονικών πεδίων. Αυτό θα διευκολύνει τα νέα παιδιά να πάρουν τις οριστικές αποφάσεις τους σε συνθήκες ηρεμίας και ωριμότητας και να διεκδικήσουν τις επιλογές τους σε μεταγενέστερο στάδιο, με διαδικασία και κριτήρια που ορίζονται με διατάξεις του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του οικείου ΑΕΙ.

• Κάθε Τμήμα (ή Σχολή) υποχρεούται να δεχτεί όλους τους αποφοίτους Λυκείου που το(την) έχουν επιλέξει, εφόσον ο αριθμός των αιτούντων δεν υπερβαίνει τον αποφασισμένο μέγιστο αριθμό. Η Σύγκλητος του Ιδρύματος δύναται να αποφασίσει την αποδοχή υπεράριθμων φοιτητών σε ποσοστό μέχρι 5% του συνόλου, σε περίπτωση μικρών αποκλίσεων και σε συνδυασμό τη χρήση κοινωνικών κριτηρίων, όπως π.χ. η εντοπιότητα , η πολυτεκνία, κλπ.

• Σε Τμήματα ή Σχολές υψηλής ζήτησης, όπου οι υποψήφιοι είναι πολύ περισσότεροι από τις διαθέσιμες θέσεις, διενεργούνται εισαγωγικές εξετάσεις σε μαθήματα και με κριτήρια που προσδιορίζονται από τη Σύγκλητο του Ιδρύματος. Οι εξετάσεις διενεργούνται υπό την εποπτεία του ΥΠΕ με τρόπο που εξασφαλίζει τη πλήρη διαφάνεια και το αδιάβλητο της διαδικασίας.

• Η εισαγωγή φοιτητριών και φοιτητών κατ’ εξαίρεση των παραπάνω διαδικασιών δεν επιτρέπεται. Στις περιπτώσεις που η Πολιτεία κρίνει αναγκαίες κάποιες εξαιρέσεις, το σύνολο των κατ’ εξαίρεση εισαγομένων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10% του μέγιστου αριθμού που έχει αποφασιστεί.

• Το σύνολο των κανόνων είναι γνωστό εκ των προτέρων και διδάσκεται στους μαθητές στο πλαίσιο του μαθήματος επαγγελματικού προσανατολισμού.

2. Περισσότερες και καλύτερες υπηρεσίες υποστήριξης στους φοιτητές

Στα νέα παιδιά οφείλουμε να εξασφαλίσουμε όλες τις προϋποθέσεις που θα τους επιτρέψουν να αφοσιωθούν στις σπουδές τους και να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους. Για το λόγο αυτό:

• Αναβαθμίζεται σε Γενική Διεύθυνση η Φοιτητική Μέριμνα και αναλαμβάνει όλες τις αρμοδιότητες που έχουν σχέση: (α) με το κόστος ζωής (στέγαση, σίτιση, κίνηση, κλπ ) ή (β) με τις εκτός σπουδών παράλληλες δραστηριότητες (χώροι άθλησης, αναψυχής, καλλιτεχνικής δημιουργίας, κλπ ).

• Στο πλαίσιο της ΓΔ Φοιτητικής Μέριμνας οργανώνονται ειδικά γραφεία με στόχο την ενημέρωση και υποστήριξη των φοιτητών σε θέματα που έχουν σχέση (α) με την ομαλή ένταξή τους στο νέο περιβάλλον, (β) με την οργάνωση των (προπτυχιακών ή μεταπτυχιακών) σπουδών τους, (γ) με τις ευκαιρίες οικονομικής τους ενίσχυσης (υποτροφίες, επιχορηγήσεις, θέσεις μερικής απασχόλησης,...) και (δ) με τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την ένταξή τους στην αγορά εργασίας.

• Ειδικότερα, για τους φοιτητές που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα παρέχονται νέες ευκαιρίες: (α) αντισταθμιστικές υποτροφίες με μερική απασχόληση των φοιτητών εντός του ΑΕΙ και (β) μακροπρόθεσμα άτοκα εκπαιδευτικά δάνεια, η αποπληρωμή των οποίων γίνεται μετά την επαγγελματική τους αποκατάσταση.

3. Καλύτερη οργάνωση των προπτυχιακών σπουδών

Η ποιότητα της προπτυχιακής εκπαίδευσης αποτελεί λόγο ύπαρξης για τα πανεπιστήμια και προϋπόθεση «εκ των ων ουκ άνευ» για το όλο οικοδόμημα του ενιαίου χώρου ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας.

Το πτυχίο δεν είναι απόδειξη σουπερμάρκετ. Η ελευθερία κίνησης του υποψήφιου επιστήμονα υπόκειται σε περιορισμούς, δεν διαλέγει κατά την ελεύθερη βούλησή του για να φτιάξει το πιάτο «του». Οι αναγκαίες πειθαρχίες κάθε επιστημονικής περιοχής οργανώνονται ιστορικά γύρω από μια σειρά υποχρεωτικών μαθημάτων κορμού, ορισμένες δέσμες μαθημάτων (κατευθυνόμενης) επιλογής, λογικές διαδρομές από μάθημα σε μάθημα (προαπαιτούμενα). Ιδιαίτερες πτυχές της προσωπικότητας, καθώς και η ανάπτυξη της γλωσσομάθειας, καλύπτονται με μαθήματα απολύτως ελεύθερης επιλογής.

• Η δομή (βασική ειδικότητα και κατευθύνσεις ή ροές), η χρονική διάρκεια, οι κανόνες λειτουργίας του προπτυχιακού προγράμματος σπουδών (π.χ. ανώτατα και κατώτατα όρια του αριθμού των φοιτητών στις αίθουσες ή τα εργαστήρια, κλπ ) και όλα τα συναφή με αυτό θέματα, πρέπει να αφεθούν στην δικαιοδοσία των ΑΕΙ, που μεριμνούν γιαυτό στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας τους. Με τις βασικές αρχές -που προτείνεται να ενσωματωθούν στους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας των ιδρυμάτων- επιδιώκεται ο επαναπροσδιορισμός και η αποκατάσταση των βασικών λειτουργιών που εγγυώνται την ποιότητα των σπουδών.

Στον πυρήνα κάθε εκπαιδευτικού προγράμματος είναι το μάθημα. Σκοπός του μαθήματος είναι η μάθηση και όχι η παθητική παρακολούθηση διαλέξεων από το διδάσκοντα. Η θεωρεία και η διεθνής εμπειρία επιβάλουν την ταχύτερη προσαρμογή των προπτυχιακών σπουδών από τη διδασκαλία στη μάθηση.

• Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στο στόχο και στον τρόπο οργάνωσης του μαθήματος. Προτείνεται ειδικότερα η κατάργηση του ενός και μοναδικού συγγράμματος, η έγκριση περισσότερων συγγραμμάτων μετά από έγκυρη (εσωτερική και εξωτερική) αξιολόγηση, η οικονομική ενίσχυση των φοιτητών για αγορά συγγραμμάτων, η χρήση πολλαπλής βιβλιογραφίας από τη δανειστική βιβλιοθήκη, η σύνταξη οδηγών μελέτης και βοηθημάτων από τους διδάσκοντες, η μερική ή συνολική αντικατάσταση των εξετάσεων από ασκήσεις και ατομικές ή συλλογικές εργασίες των φοιτητών, η χρήση του διαδικτύου και της ιστοσελίδας του μαθήματος ως συμπληρωματικού μέσου για την ενημέρωση και την άσκηση των φοιτητών, ενώ τέλος προβλέπεται η βοήθεια του διδάσκοντος από υποψήφιους διδάκτορες, μεταπτυχιακούς και τελειόφοιτους φοιτητές.

Η κινητικότητα είναι χρήσιμη. Οι αυριανοί επιστήμονες, με τη δυνατότητα που έχουν να μαθητεύσουν για μικρά έστω χρονικά διαστήματα σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια ασφαλώς θα μπορέσουν να εμπλουτίσουν τις εμπειρίες τους, να αναγνωρίσουν νέες ευκαιρίες, να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Αποτελεί όμως ακραία υποκρισία η στέρηση αυτής της δυνατότητας εντός Ελλάδος και πολύ περισσότερο στα ίδια τα ιδρύματά τους. Οφείλουμε να σαρώσουμε όλα τα εμπόδια που απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία και δήθεν προστατεύουν Τμήματα και πτυχία «φρούρια».

• Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις δίνεται στις φοιτήτριες και στους φοιτητές μια «δεύτερη ευκαιρία» και ειδικότερα η δυνατότητα να επιλέξουν μάθημα ή ομάδα μαθημάτων από συγγενικά Τμήματα, να εμπλουτίσουν το βασικό τους πτυχίο με παράλληλη συμβατή ειδικότητα ( διατμηματικ ό πτυχίο), να αλλάξουν ενδεχομένως και υπό πρϋποθέσεις Τμήμα.

4. Καλύτερη οργάνωση των μεταπτυχιακών σπουδών

Η σχετικά πρόσφατη για την Ελλάδα αλλά πάντως εντυπωσιακή ανάπτυξη των μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών, διαμορφώνει ένα μέγιστης χρησιμότητας φυτώριο επιστημόνων υψηλής εξειδίκευσης. Η ανάπτυξη όμως αυτή έγινε κυρίως στο πλαίσιο κοινοτικών χρηματοδοτήσεων και κανονισμών και βρήκε τη χώρα μάλλον απροετοίμαστη θεσμικά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν γρήγορα αρκετά προβλήματα.

• Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, εξασφαλίζεται το ενιαίο του θεσμικού πλαισίου, καθορίζεται σειρά προϋποθέσεων που εξασφαλίζουν την πλήρη ενσωμάτωση όλων των μεταπτυχιακών προγραμμάτων στο ισχύον ακαδημαϊκό περιβάλλον και εγγυώνται την ποιότητα των μεταπτυχιακών προστατεύοντας ταυτόχρονα και την ποιότητα των προπτυχιακών σπουδών. Τίθεται ως προϋπόθεση η συνάφεια με τα επιστημονικά αντικείμενα του Τμήματος που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία καθώς και η δυνατότητα να καλυφθεί ο κύριος όγκος του διδακτικού φορτίου από μέλη ΔΕΠ του Τμήματος με συναφείς ειδικότητες, κατοχυρώνεται η ενεργός συμμετοχή των ΑΕΚ και ξένων ισότιμων ιδρυμάτων σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, διευκρινίζονται ο τρόπος διοίκησης των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, οι τίτλοι που παρέχουν και ο τρόπος χρηματοδότησής τους.

Οι υποψήφιοι διδάκτορες αποτελούν ιδιαίτερη και κρίσιμη ομάδα για το πανεπιστήμιο και όχι μόνο. Αφοσιωμένοι στην έρευνα και τη γνώση στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, προσφέρουν πολύ σημαντικό επικουρικό εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο, αποτελούν τη δεξαμενή που θα τροφοδοτήσει με ηγετικά στελέχη την ελληνική οικονομία και κοινωνία αλλά και τον ίδιο τον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας. Παρά ταύτα, κατά τη μακρά παραμονή τους στους κόλπους του πανεπιστημίου και των ερευνητικών κέντρων, ζουν σε θολό όσο και άδικο θεσμικό καθεστώς.

• Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, αναγνωρίζεται το επικουρικό ερευνητικό και διδακτικό έργο των υποψηφίων διδακτόρων και προβλέπεται η δημιουργία στα ΑΕΙ και τα ΑΕΚ θέσεων για επιστημονικούς συνεργάτες μερικής απασχόλησης και αμοιβής. Ο νέος θεσμός θα λειτουργήσει συμπληρωματικά, ώστε σε συνδυασμό με τις πάσης φύσεως υποτροφίες και επιχορηγήσεις ερευνητικών και συναφών έργων, να δοθούν ευκαιρίες οικονομικής ενίσχυσης σχεδόν στο σύνολο των υποψηφίων διδακτόρων.

Ε. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ & ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΕΛΩΝ ΔΕΠ & ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ

Η ενιαία συγκρότηση και η αναβάθμιση του χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας αποτελεί επιτακτική ανάγκη για τη γενικότερη κοινωνική και οικονομική πρόοδο της χώρας. Πολλοί οι εμπλεκόμενοι δικαιωματικά στα επί μέρους ζητήματα. Την επίτευξη όμως του κυρίως ζητούμενου, η κοινωνία την εναποθέτει τελικά σε εκείνους που έχουν την τιμή και την ευθύνη της διδασκαλίας, της έρευνας και της διοίκησης των εκπαιδευτικών και ερευνητικών φορέων.

1. Μεγαλύτερη διαφάνεια στην εκλογή, εξέλιξη, μονιμοποίηση

Οφείλουμε να προφυλάξουμε το μοναδικό δικαίωμα της αναπαραγωγής των διδασκόντων και ερευνητών και το κύρος του ιστορικού θεσμού. Πέρα από τις όποιες ατομικές ευθύνες, σημασία έχουν οι θεσμικοί κανόνες. Η εμπειρία δείχνει ότι οι ισχύουσες εσωστρεφείς διαδικασίες συχνά στρεβλώνονται υπό την επιρροή ποικίλων «σχέσεων» (φιλικών, πολιτικών, κλπ ). Στα μικρά σύνολα, οι διαπροσωπικές (πάσης φύσεως, φιλικές ή/και εχθρικές) σχέσεις -που οικοδομούντα ι καθημερινά και μακροχρόνια- είναι ανθρωπίν ως αδύνατον να «αποστειρωθούν» κατά τη διαδικασία αξιολόγησης και εκλογής «εντός των τειχών». Επί της ουσίας, άλλωστε, ένα Τμήμα ή Ινστιτούτο που καλύπτει μια ευρεία επιστημονική περιοχή, σπάνια έχει το δυναμικό που μπορεί να εγγυηθεί «μετά λόγου γνώσεως» την εκλογή του αξιότερου σε ένα εξειδικευμένο επιστημονικό αντικείμενο.

• Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις τουλάχιστον τα 4 στα 11 μέλη του εκλεκτορικού σώματος και το 1 στα 3 μέλη της εισηγητικής επιτροπής προέρχονται από άλλες εκπαιδευτικές ή/ και ερευνητικές μονάδες των ΑΕΙ ή ΑΕΚ της χώρας ή ισότιμων ιδρυμάτων του εξωτερικού. Ο περιορισμός του αριθμού των εκλεκτόρων και η υποχρέωση επιλογής ή/ και κλήρωσης των πλέον ειδικών επιστημόνων σε κάθε πεδίο, καθιστά πλέον ουσιώδη τη διαδικασία της κρίσης και εφικτή τη συμμετοχή των εξωτερικών κριτών.

• Ειδικότερα, για την εκλογή, εξέλιξη και μονιμοποίηση των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ, ενισχύεται ρητώς η προϋπόθεση της διδακτικής ικανότητας και συνέπειας και διευκρινίζονται (βλέπε και την παράγραφο Ε.4.) τα κριτήρια αξιολόγησης του έργου αυτού.

• Σε κάθε περίπτωση πάντως εξασφαλίζεται η κανονική ροή της διαδικασίας εκλογής ή/και εξέλιξης και η με κάθε τρόπο ολοκλήρωσή της σε εύλογο χρονικό διάστημα.

2. Πλήρης και αποκλειστική απασχόληση των διδασκόντων

Αλλά η εύρυθμη λειτουργία των εκπαιδευτικών και ερευνητικών φορέων δεν εξασφαλίζεται μόνο με την εγκυρότητα της εκλογής, εξέλιξης και μονιμοποίησης του προσωπικού τους. Είναι εξίσου σημαντική η φυσική παρουσία του επιστημονικού προσωπικού και η συμμετοχή του στο διδακτικό, ερευνητικό και διοικητικό έργο των ΑΕΙ και ΑΕΚ.

• Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, οι διδάσκοντες και οι ερευνητές των ΑΕΙ και των ΑΕΚ της χώρας οφείλουν να απασχολούνται πλήρως και αποκλειστικώ ς στα ιδρύματά τους. Αμείβονται ικανοποιητικά, δεν ασκούν άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του συστήματος, καλύπτουν όλες τις ανάγκες που απορρέουν από τη λειτουργία του με πλήρη δικαιώματα εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Επιτρέπεται η περαιτέρω απασχόλησή τους σε επιχορηγούμενα έργα (ερευνητικά προγράμματα, ειδικές μελέτες, παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών) και η αντίστοιχη βελτίωση των κανονικών αμοιβών τους μόνο μέσω των Ειδικών Λογαριασμών Έρευνας του ΑΕΙ ή ΑΕΚ στο οποίο υπηρετούν.

3. Διεύρυνση των δυνατοτήτων κάλυψης του διδακτικού φορτίου

Ταυτόχρονα όμως το θεσμικό πλαίσιο πρέπει να εξασφαλίζει την αναγκαία ευελιξία και κινητικότητα στους τομείς της διδασκαλίας και της έρευνας, που διευκολύνουν συνεργασίες, ανταλλαγές και διάχυση της γνώσης και της εμπειρίας. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις προβλέπονται:

• Η μερική απασχόληση όσων από τους διδάσκοντες έχουν βάσιμους λόγους να απασχοληθούν ταυτόχρονα (μόνιμα ή προσωρινά) σε άλλη αμειβόμενη θέση στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα ή να ασκήσουν ίδια επαγγελματική και επιχειρηματική δραστηριότητα, συμβατή πάντως με την ιδιότητα του μέλους ΔΕΠ. Διευκολύνεται έτσι η εκπαιδευτική αξιοποίηση ενεργού εμπειρίας με μικρότερες αμοιβές και χωρίς την εμπλοκή των μερικώς απασχολούμενων στο εν γένει ερευνητικό και διοικητικό έργο των ιδρυμάτων (τουλάχιστον όσο παραμένουν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης).

• Η απασχόληση διδασκόντων σε δύο Ιδρύματα (πανεπιστήμια ή/και ερευνητικά κέντρα του εσωτερικού ή/και του εξωτερικού) είτε ταυτόχρονα (αν το επιτρέπει η γειτνίαση των ιδρυμάτων), είτε διαδοχικά (ανά εξάμηνο). Διατηρείται βεβαίως ο ισχύων θεσμός του προσκεκλημένου καθηγητή που χρησιμεύει για εφάπαξ λύσεις. Διευκολύνονται έτσι είτε η κάλυψη μιας ειδικής (ενδεχομένως πρόσκαιρης) ανάγκης, είτε η πλέον συστηματική συνεργασία και ανταλλαγή γνώσης και εμπειρίας. Καταργούνται επιπλέον τα υπάρχοντα στεγανά μεταξύ πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων.

• Η προσωρινή απασχόληση (κυρίως στα νέα Τμήματα) και η ανάθεση μαθημάτων σε ειδικούς επιστήμονες κατόχους διδακτορικού τίτλου σε συγγενές πεδίο. Ωστόσο, η κατάχρηση του θεσμού στο πρόσφατο παρελθόν (ΠΔ 407/87) και η ανεπίτρεπτη δημιουργία μιας κατηγορίας διδασκόντων «ευκαιρίας» με άγνωστες προοπτικές, ναρκοθετεί την ομαλή ανάπτυξη των νέων πανεπιστήμιων ή Τμημάτων. Για το λόγο αυτό προτείνεται ο βαθμιαίος περιορισμός αυτής της δυνατότητας στα νέα Τμήματα (με αντίστοιχη αύξηση των κανονικών μελών ΔΕΠ) και ο δραστικός περιορισμός της στα αυτοτελή Τμήματα στα κατώτατα δυνατά επίπεδα.

• Η απασχόληση (προσωρινή ή μη) και η ανάθεση μαθημάτων σε ειδικούς συνεργάτες, ανθρώπους με διακεκριμένο έργο (επαγγελματικό ή τεχνικό, πνευματικό ή καλλιτεχνικό, κλπ ) ακόμα κι αν δεν πληρού ν τα τυπικά ακαδημαϊκά κριτήρια, εφόσον η Γενική Συνέλευση του Τμήματος κρίνει ότι πληρούνται ουσιαστικά κριτήρια που εγγυώνται τη προσφορά χρήσιμης εμπειρίας και γνώσης στους φοιτητές.

4. Συστηματική αξιολόγηση διδακτικού έργου

Το εκπαιδευτικό έργο αποτελεί «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση για τα ΑΕΙ. Η δημιουργική σχέση διδασκόντων και φοιτητών θεμελιώνεται στο επιστημονικό υπόβαθρο, τη διδακτική ικανότητα αλλά και στη συνέπεια και αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν τα καθήκοντά τους οι διδάσκοντες. Για την αξιολόγηση του διδακτικού έργου σε όλα τα επίπεδα (Τομέας, Τμήμα, Σχολή, Ίδρυμα) δεν αρκούν οι περιοδικές κρίσεις των μελών ΔΕΠ, οι οποίες άλλωστε δεν αφορούν εξ ορισμού στα μέλη ΔΕΠ της Α’ βαθμίδας. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις προβλέπονται:

• Το κάθε ΑΕΙ επεξεργάζεται ειδικό ερωτηματολόγιο το οποίο διανέμεται υποχρεωτικώς στις φοιτήτριες και τους φοιτητές που έχουν εγγραφεί και παρακολουθούν κάθε μάθημα με στόχο την εμπιστευτική αξιολόγηση κάθε διδάσκοντα (φυσική παρουσία, διδακτική ικανότητα, καταλληλότητα εκπαιδευτικού υλικού και μέσων, πληρότητα της οργάνωσης του μαθήματος, δυνατότητα διαλόγου, ... ).

• Το κάθε ΑΕΙ τηρεί απόρρητο αρχείο, επεξεργάζεται τα διαθέσιμα δεδομένα και ενημερώνει για τα αποτελέσματα που τους αφορούν: επωνύμως και εμπιστευτικά τον κάθε διδάσκοντα, ανωνύμως και συλλογικά τα αρμόδια ακαδημαϊκά όργανα (Συνέλευση Τομέα, Γενική Συνέλευση Τμήματος, Σύγκλητος Ιδρύματος).

• Την επεξεργασία αναλαμβάνει ο συνήγορος του φοιτητή, ο οποίος ορίζεται από τη Σύγκλητο, έχει πρόσβαση στο αρχείο και επικουρείται από προσωπικό του Ιδρύματος. Επιπλέον, υποχρεούται να κάνει αυτοψία σε δείγμα μαθημάτων το μέγεθος του οποίου προσδιορίζεται από τη Σύγκλητο και επιλέγεται με απολύτως τυχαίο τρόπο. Ο συνήγορος του φοιτητή δικαιούται να συνομιλεί εμπιστευτικώς με διδάσκοντες και φοιτητές ή άλλους ειδικούς επιστήμονες.

• Ο συνήγορος του φοιτητή υποβάλλει κάθε χρόνο έκθεση συγκριτικής ανάλυσης και συνολικής αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου του Ιδρύματος η οποία εξειδικεύεται κατά Σχολές ή Τμήματα ή Τομείς. Οι Συνελεύσεις των Τομέων και διαδοχικά οι Γενικές Συνελεύσεις των Τμημάτων και η Σύγκλητος, αφιερώνουν υποχρεωτικά μία ειδική συνεδρίαση κάθε χρόνο με μοναδικό θέμα ημερήσιας διάταξης την αξιολόγηση του διδακτικού έργου.

• Στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου, υποβάλλονται συμπληρωματικές εκθέσεις από τον Πρόεδρο κάθε Τμήματος που είναι υποχρεωμένος να ελέγχει δειγματοληπτικά τη φυσική παρουσία των διδασκόντων και από το Διευθυντή κάθε Τομέα που είναι υποχρεωμένος να ελέγχει δειγματοληπτικά την ποιότητα του εκπαιδευτικού υλικού και την καταλληλότητα των μέσων που χρησιμοποιούνται στα μαθήματα και εργαστήρια.

• Το σωρευτικό αποτέλεσμα της όλης διαδικασίας αποτελεί βασικό κριτήριο της αξιολόγησης κάθε Τμήματος και του Ιδρύματος συνολικά και τα ουσιώδη δεδομένα και συμπεράσματα δημοσιοποιούνται στο διαδικτυακό τόπο του ΑΕΙ και των Τμημάτων. Σε ακραίες περιπτώσεις, και μετά από ειδική διερεύνηση, η ανάθεση της διδασκαλίας μαθήματος σε μέλος ΔΕΠ μπορεί να ανασταλεί με απόφαση της Συνέλευσης του οικείου Τομέα.

[1]Το κείμενο αυτό αποτελεί το πολιτικό σκεπτικό (Α’ Μέρος) μιας πλήρους Πρότασης Νόμου. Παρουσιάζεται αυτοτελώς και προτείνεται ως βασικό κείμενο για μια συζήτηση επί της ουσίας σε όλο το εύρος των προβλημάτων που συνδέονται με το κυρίως ζήτημα. Το Β’ Μέρος, το Σχέδιο Νόμου δηλαδή που υλοποιεί την πολιτική πρόταση, έχει ήδη διατυπωθεί στην αρχική του μορφή, αλλά θα δημοσιοποιηθεί σε επόμενη φάση. Πρόκειται εκ των πραγμάτων για λεπτομερές, εκτεταμένο, τεχνικά «βαρύ» και δύσκολο κείμενο. Επί πλέον, χρειάζεται συνεχείς προσαρμογές σε όποιες αλλαγές προκύψουν και γίνουν αποδεκτές, κατά τη συζήτηση του πρώτου κειμένου, από όσες και όσους έχουν την πρόθεση να συμβάλλουν με τις ιδέες και τις προτάσεις τους. Το κείμενο αυτό (Β’ Μέρος) μπορεί να κοινοποιηθεί -ως προκαταρκτικό κείμενο- σε όσους έχουν ειδικό ενδιαφέρον και έχουν εξοικειωθεί με την τεχνική των θεσμικών μηχανισμών


Εκτύπωση στις: 2024-04-16
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1389