Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Για τη Θεσσαλονίκη, ξανά

Γιώργος, Φουρτούνης

Κυριακάτικη Αυγή, 2006-10-28


Αν θέλουμε να αρχίσουμε μια σοβαρή μετεκλογική συζήτηση στη Θεσσαλονίκη, νομίζω ότι θα πρέπει να ξεκινήσουμε με την αναγνώριση ότι είχαμε εδώ σαφή ανάσχεση της δυναμικής που κατά κανόνα παρουσίασαν τα εγχειρήματα της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς στις πρόσφατες εκλογές (και αυτό σε συνθήκες όπου η δικομματική πόλωση υπήρξε αισθητά μειωμένη). Το βασικό πολιτικό πρόβλημα δεν έχει να κάνει τόσο με την καθ εαυτό μείωση του εκλογικού ποσοστού, ούτε μόνο με τη θεαματική επιτυχία του προνομιακά "ανταγωνιστικού" ψηφοδελτίου του Γιάννη Μπουτάρη, όσο με ορισμένα χαρακτηριστικά αυτού του αποτελέσματος. Μιλώ κυρίως για την τεράστια αποσυσπείρωση του ρεύματος της ριζοσπαστικής Aριστεράς: μόνον το 32,4% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ το 2004 ψήφισε τον συνδυασμό του Τάσου Κουράκη -- ακόμα και στο πιο προβληματικό αποτέλεσμα του χώρου, στην υπερνομαρχία Αθήνας-Πειραιά, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν της τάξης του 50%. Ακόμα πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι αυτή η αποσυσπείρωση συνδυάστηκε με μια καθαρή και συμπαγή (σχετική) πλειοψηφία όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ το 2004 στον δήμο Θεσσαλονίκης, για την ακρίβεια το 43,5%, που επέλεξε το ψηφοδέλτιο Μπουτάρη (όλα τα στοιχεία από το exit poll της MRB, στην Αυγή 22.10). Βεβαίως, θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι το 63,6% του ποσοστού που, παρ όλα αυτά, συγκέντρωσε ο Τ. Κουράκης προέρχεται από πολίτες που το 2004 δεν είχαν ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που καταδεικνύει μια σημαντική ελκτική δύναμη. Αλλά γι αυτό ακριβώς μιλάμε για ανάσχεση μιας τάσης: θα είχαμε κάθε λόγο να περιμένουμε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα, και στη Θεσσαλονίκη, εάν ο κόσμος της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς δεν είχε κατά πλειοψηφία αποστραφεί την ίδια του την αυτοδιοικητική έκφραση.

Κάτι δεν πήγε καλά, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη, και θα πρέπει να αρχίσουμε να το συζητάμε. Εάν δεν θέλουμε, σαν τον Ξέρξη, να μαστιγώνουμε τη θάλασσα που δεν μπορέσαμε να αρμενίσουμε, ας μιλήσουμε επιτέλους πολιτικά, αποφεύγοντας τις καταγγελίες και το κυνήγι μαγισσών, που μάλλον θα οξύνουν ο πρόβλημα.

Τι έδειξε το αποτέλεσμα στο δήμο της Θεσσαλονίκης;

Ας διακινδυνεύσω μια εκτίμηση. Όλα όσα έγιναν τον τελευταίο χρόνο στη Θεσσαλονίκη, από την "κίνηση των τεσσάρων" μέχρι την υποψηφιότητα Μπουτάρη, και από τον διχασμό του δικού μας κόσμου μέχρι το συνδυασμένο εκλογικό αποτέλεσμα Κουράκη και Μπουτάρη, μας κάνουν να σκοντάφτουμε σε μια επίμονη πολιτική πραγματικότητα: τη |δυνητική| ύπαρξη στη Θεσσαλονίκη μιας κρίσιμης πολιτικής μάζας, που μπορεί να αποκτά μορφή και να εμφανίζεται στο προσκήνιο παρακινημένη από ένα |άκρως πολιτικό| ενδιαφέρον για την πόλη. Συγκρίνοντας τα ποσοστά και λαμβάνοντας υπ όψιν τις διαφορετικές συγκυρίες, θα έλεγα ότι είναι αυτό ακριβώς το πολιτικό δυναμικό που εμφανίστηκε πριν από αρκετά χρόνια με το εγχείρημα Βούγια, πριν διασκορπιστεί ξανά με τις επιλογές των πρωταγωνιστών του. Είναι σαν μια μόνιμη παρουσία να στοιχειώνει την πόλη και να αποκτά παροδικά υπόσταση.

Το κρίσιμο εν προκειμένω είναι ότι αυτό το δυναμικό, και το πολιτικό αίτημα που δια της παρουσίας του διατυπώνει, είναι εν δυνάμει |δική μας υπόθεση|. Έχοντας βρει τρόπο να οριοθετηθεί, πρώτον, από τη λογική που κατανοεί την πόλη ως το ανεξάντλητο πεδίο μιας επιθετικής κερδοφορίας (τα "χέρια πάνω από την πόλη"...), η οποία αναπτύσσεται στους τεμνόμενους άξονες της ανάπτυξης, της κατανάλωσης, της ψυχαγωγίας και του εξωραϊσμού (είτε στην τραγελαφική, βλαχοδημαρχική εκδοχή του επικίνδυνου Παπαγεωργόπουλου, είτε στην γκλάμουρ εκσυγχρονιστική εκδοχή του Πασόκου (ή της Πασόκας) που ακόμα αναζητείται για να την υλοποιήσει), και, δεύτερον, από την πρωτόγονη "πολιτικοποίηση" του ΚΚΕ, που εξαφανίζει την πόλη, περιστέλλει την ειδικότητά της ως πεδίου συγκρούσεων και ανάγει τα διακυβεύματά της σε ένα σύνολο "λαϊκών προβλημάτων", αυτό το πολιτικό δυναμικό |είναι σε θέση να συνομιλήσει προνομιακά με τη ριζοσπαστική αριστερά|: αφήνει χώρο για να αναδειχθεί η πόλη ως |ιδιάζουσα| πολιτική οντότητα και ως |ειδικό| επίδικο αντικείμενο, ως πλέγμα και δίκτυο των αντιθέσεων, των συγκρούσεων, των κινημάτων, των αγώνων και των συλλογικών επιθυμιών που της προσιδιάζουν, ως προνομιακό έδαφος των συλλογικοτήτων που αυτή διαμορφώνει αλλά και διαμορφώνεται με τη σειρά της από αυτές (ένα παράδειγμα μιας τέτοιας συλλογικότητας που προσιδιάζει στην πόλη: η νεολαία "ως κοινωνική κατηγορία", όπως ορθότατα λέγαμε κάποτε, η οποία δομείται από την πόλη αλλά και εν μέρει τη δομεί~ στην Αθήνα, το εγχείρημα του Αλέξη Τσίπρα --ενός |νεολαίου πολεοδόμου|, μην ξεχνάμε και τον ευτυχή συμβολισμό-- μπόρεσε να απευθυνθεί σε αυτή την κοινωνική κατηγορία, πράγμα που κατά τα φαινόμενα αποτέλεσε μια πολύ σοβαρή διάσταση της επιτυχίας του).

Αυτή ακριβώς η πολιτική πραγματικότητα ανασάλεψε υπογείως την προηγούμενη περίοδο, υπό τους απολύτως συγκεκριμένους και ανέκδοτους όρους της συγκυρίας, |ανάμεσα στους οποίους υπήρξαν και οι διεργασίες που οδήγησαν στην υποψηφιότητα Μπουτάρη και στην επιτυχημένη επίδοσή του|. Πώς αλλιώς μπορούμε να εξηγήσουμε, κατόπιν εορτής έστω, αυτό το τόσο σημαντικό ποσοστό, ή έστω ένα μέρος του, που αψήφησε τις δικομματικές συμπληγάδες, την ελληνορθόδοξη και μακεδονομάχο ακροδεξιά και τον αρειμάνιο δογματισμό, ενώ συγκέντρωσε και περίπου τους μισούς ψηφοφόρους της ριζοσπαστικής αριστεράς;

Με δυο λόγια, η συγκυρία μάς απηύθυνε ένα ερώτημα, μάς έθεσε ένα πρόβλημα που, όπως όλα τα προβλήματα που θέτει πάντα η συγκυρία, υπήρξε πρωτότυπο και ανέκδοτο. Άτιμο πράγμα η συγκυρία, γίνεται ενίοτε εξαιρετικά ευρηματική, και απαιτεί από τους αριστερούς μια εξίσου ευρηματική απόκριση (μια "συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης", που έλεγε και ο μεγάλος). Σε κάθε περίπτωση, αυτό που δεν μάς επιτρέπεται είναι να παραμένουμε προσκολλημένοι στους αυτοματισμούς μας και από πάνω να εχθρευόμαστε και την πραγματικότητα επειδή μας θέτει τα προβλήματα που δεν μπορούμε να λύσουμε ή αδυνατούμε να προσλάβουμε. Και αυτό ακριβώς κάναμε: δείξαμε μια πρωτοφανή για τα δεδομένα του χώρου μας καχυποψία, έλλειψη ευαισθησίας και διορατικότητας απέναντι σε αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα, την οποία "κατανοήσαμε" και χειριστήκαμε πολιτικά με μοναδικό εργαλείο την "κεντροαριστερά και πώς να την αποφύγουμε". Διαβλέψαμε πίσω από όλες αυτές τις διεργασίες τον δούρειο ίππο του ΠΑΣΟΚ για την άλωση της ριζοσπαστικής αριστεράς προς όφελος ενός σχεδόν πιλοτικού κεντροαριστερού σχήματος. Φοβηθήκαμε ότι κάτω από το συσπειρωτικό αίτημα για ανατροπή του καθεστώτος στο δήμο υποκρύπτονταν απλώς η δόλια απόπειρα να χρωματισθεί δια της τεθλασμένης πράσινος ένας παραδοσιακά γαλάζιος, μεγάλος και πολιτικά σημαίνων δήμος της χώρας. Και, κυρίως, αντιμετωπίσαμε συντρόφους μας περίπου ως προδότες, ως ταξικούς εχθρούς, ή απλώς ως "λαμόγια", ανοίγοντας τραύματα που πολύ δύσκολα θα κλείσουν, καθιστώντας προβληματική τη συνέχιση του εγχειρήματος της ριζοσπαστικής αριστεράς στην πόλη.

Η φοβική αυτή αντίδραση έδωσε λαβή σε εξαιρετικά άστοχες πολιτικές εκτιμήσεις, που απλά υπονόμευσαν τη δική μας αξιοπιστία, όπως π.χ., ότι ο Μπουτάρης (θα) είναι (ο) υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ, που αποδείχθηκε μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές μπαρούφες των τελευταίων χρόνων, για την οποία καμία δημόσια παραδοχή, για να μην μιλήσουμε για πολιτική αυτοκριτική, δεν ακούστηκε μέχρι τώρα -- αντιθέτως, είδαμε ανεκδιήγητους μετεκλογικούς "απολογισμούς", που έβλεπαν μια κατά βάση επιτυχημένη αναμέτρηση απέναντι σε δύο (!) ψηφοδέλτια ΠΑΣΟΚ, την ίδια ώρα μάλιστα που ο Μπουτάρης αρνιόταν να υποστηρίξει την υποψήφια του ΠΑΣΟΚ για τον επαναληπτικό γύρο. Έδωσε επίσης λαβή σε μια σειρά τραυματικών πολιτικών συμπεριφορών κατά την προεκλογική περίοδο. Δεν θέλω να επεκταθώ. Ας θυμίσω μόνον την απολύτως δικαιολογημένη κριτική μας προς το ΚΚΕ, τόσο για την καταγγελτική και "διοικητική" αντιμετώπιση των στελεχών του όπου αυτά τόλμησαν να συνομιλήσουν με αυτοδιοικητικές κινήσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, όσο και για την προνομιακή επιθετικότητά του προς τον ΣΥΡΙΖΑ την ώρα της μάχης προς τον δικομματισμό. Δεν αναπαράγαμε και εμείς αυτές τις συμπεριφορές, σύντροφοι; Για να μην μιλήσουμε για τη συστηματική απόπειρά μας να βγάλουμε από τη μύγα ξύγκι σχετικά με την προ διετίας κοτσάνα του Μπουτάρη για τα μπουρδέλα, για την οποία δεν βρήκαμε να πούμε τίποτε εγκαίρως (τότε ντε, που ήταν δημοτικός σύμβουλος της παράταξης του ΚΚΕ...).

Πρόκειται για έλλειμμα πραγματικά αριστερής, δηλαδή |ηγεμονικής|, πολιτικής. Ήδη όταν εκδηλώθηκε η "κίνηση των τεσσάρων", στην οποία θυμίζουμε συμμετείχαν σημαίνοντα αυτοδιοικητικά στελέχη του ΣΥΝ και της δημοτικής Κίνησης, και μαζί της τα πρώτα δείγματα του ισχυρού ρεύματος που ήδη εξέφραζε, βιαστήκαμε να καταγγείλουμε και να κρυφτούμε πίσω από ενδεχόμενες καταστατικές υπερβάσεις ή παραβιάσεις, να αποδώσουμε ιδιοτέλειες ή πολιτικές συνωμοσίες, αντί να απαντήσουμε, να αποκριθούμε και να ανταποκριθούμε |πολιτικά|. Δεν λέω ότι η μοναδική τέτοια απόκριση θα ήταν να σπεύσουμε να υποστηρίξουμε τον Μπουτάρη -- παρόλο που ένας Μπουτάρης υποστηριζόμενος από την ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά θα ήταν τότε ένας τελείως άλλος Μπουτάρης και ένα τελείως διαφορετικό εγχείρημα, με τελείως διαφορετικά πολιτικά χαρακτηριστικά και άλλης τάξης δυναμική. Θα μπορούσαμε π.χ., να προτείναμε την από κοινού υποστήριξη μιας τρίτης προσωπικότητας ή οτιδήποτε άλλο: επαναλαμβάνω, αυτό που εμπράκτως μας ζητήθηκε από την συγκυρία ήταν να λύσουμε, και όχι να δια-λύσουμε, ένα πολιτικό πρόβλημα, σύμφωνα με την πολιτική κουλτούρα της αριστεράς, που παραδοσιακά έβρισκε στην αυτοδιοίκηση το πλέον πρόσφορο έδαφος για πολιτική ηγεμονία. Μπορεί να έχουμε καεί με τις κάθε λογής Δαμανάκες και Βούγιες, αλλά το να φυσάμε το γιαούρτι είναι πολιτικός μπιχεβιορισμός, παβλοφικού τύπου αντίδραση, ανάξια για τη σκέψη και τη δράση της Αριστεράς.

Ίσως δεν είναι αργά. Ίσως η ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά στη Θεσσαλονίκη να μπορεί ακόμη να επουλώσει το τραύμα της και, παράλληλα, να μην χάσει το στοίχημα της διαμόρφωσης ενός "εναλλακτικού αυτοδιοικητικού ρεύματος". Φτάνει επιτέλους να μιλήσουμε μεταξύ μας, και να συναντηθούμε χωρίς να υποβλέπουμε ο ένας τον άλλο στα μέτωπα της πόλης, εκεί που πράγματι οι αντιλήψεις μας και οι προσδοκίες μας επικοινωνούν. Η κινητοποίηση για την υποθαλάσσια αρτηρία θα μπορούσε να είναι ένα πρώτο βήμα.

|Ο Γιώργος Φουρτούνης ζει στη Θεσσαλονίκη αλλά ψηφίζει στην Αθήνα, όπου ψήφισε με χαρά την Ανοιχτή Πόλη και τον Αλέξη Τσίπρα|

Εκτύπωση στις: 2024-04-19
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1448