Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Μετέωρη η προσέγγιση με την Τουρκία

Μεταξύ συμβιβασμού και διχασμού

Μιχάλης, Μορώνης

Ελευθεροτυπία, 2004-05-03


Η πρόθεση των κυβερνήσεων της Ελλάδος και της Τουρκίας να μην διαταραχθούν οι σχέσεις των δύο χωρών από το «όχι» των Ελληνοκυπρίων στο σχέδιο Ανάν, είναι διατυπωμένη. «Επιμένουμε στη στρατηγική βελτίωσης και ενίσχυσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων», δηλώνει ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής. Πιο σαφής ο Τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ανέφερε στην «Κυριακάτικη "Ε"»: «Διαθέτουμε όλη την απαραίτητη θέληση για να γεφυρώσουμε τις διαφορές μας με την Ελλάδα».

Από τις προθέσεις όμως, μέχρι την υλοποίησή τους, η απόσταση είναι μεγάλη και οι όποιες εξελίξεις δεν εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από τις προθέσεις των δύο κυβερνήσεων. Η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, που είναι η κινητήρια δύναμη της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, και η στάση των ΗΠΑ, επηρεάζουν σαφώς.

Τον πρώτο και αποφασιστικό λόγο, όμως, έχουν οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, τα κέντρα εξουσίας στην Τουρκία και πάνω απ’ όλα η βούληση των λαών των δύο χωρών, όπως αποδείχθηκε περίτρανα στην Κύπρο.

Η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων έχει σαφώς αποδεχθεί τη συμφωνία του Ελσίνκι, που ζητεί τη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Προσβλέπουν μάλιστα στη μείωση των αμυντικών δαπανών που θα επέλθει με την εξάλειψη της έντασης στο Αιγαίο, ώστε να είναι δυνατή η αύξηση των δαπανών στον κοινωνικό τομέα. Ασχέτως αν στον υπολογισμό τους αυτό κάνουν το λάθος να πιστεύουν ότι είναι και προς το συμφέρον της Τουρκίας η μείωση των αμυντικών δαπανών, γιατί κλείνουν τα αυτιά τους στο επιχείρημα της Αγκυρας ότι ο εξοπλισμός της επιβάλλεται από τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει στον περίγυρό της.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας η διευθέτηση των ελληνοτουρκικών. Απλώς τα συμφέροντά της προσδιορίζονται διαφορετικά. Η αφαίρεση ενός εμποδίου στον δρόμο της προς την Ε.Ε., είναι ένα απ’ αυτά. Ταυτόχρονα εξυπηρετούνται και από την απρόσκοπτη πρόσβασή της στη Δύση -δεν θα αισθάνεται αποκλεισμένη από την Ελλάδα- και τη διευκόλυνση του προσανατολισμού του ενδιαφέροντός της στα νότια και νοτιοανατολικά της σύνορα.

Τα γεωστρατηγικά αυτά συμφέροντα, που ασπάζονται όλα τα κέντρα εξουσίας, ενισχύουν την άποψη ότι η ηγεσία της γείτονος πράγματι επιθυμεί τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στο Κυπριακό και στις σχέσεις Τουρκίας - Ε.Ε. Και αν ληφθεί υπόψη η άνεση με την οποία επηρεάζει και κατευθύνει την κοινή γνώμη, καθίσταται σαφές ότι δεν υφίσταται από τουρκικής πλευράς ουσιαστικό πρόβλημα για τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Δεν θα πρέπει, άλλωστε, να διαφεύγει την προσοχή η άποψη του κεμαλικού κατεστημένου, ότι είναι προτιμότερη η διευθέτηση πρώτα των Ελληνοτουρκικών και κατόπιν του Κυπριακού, με το επιχείρημα ότι στο πρώτο κατέχουσα είναι η Αθήνα και στο δεύτερο η Αγκυρα. Αρα, συμφέρει την Τουρκία η διευθέτηση πρώτα των Ελληνοτουρκικών, τα οποία διεύρυνε και διόγκωσε σε αντιπερισπασμό στις ελληνικές καταγγελίες, ότι με την εισβολή και κατοχή της Κύπρου καταπατά το διεθνές δίκαιο.

Το κατά τους κεμαλιστές πλεονέκτημα της Τουρκίας, λογικά δεν είναι μειονέκτημα για την Ελλάδα. Αλλωστε, είναι πολύ γνωστόν ότι παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, διεξάγεται άτυπος ουσιαστικός διάλογος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας για τα θέματα του Αιγαίου. Οπως έχει διαρρεύσει, μάλιστα και από τις δύο πλευρές, οι διαπραγματεύσεις έχουν προχωρήσει με επιτυχία σε ουσιαστικά θέματα. Εχει επέλθει άτυπη συμφωνία για την έκταση των χωρικών υδάτων, που αποτελεί προϋπόθεση για την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα. Η εξέλιξη αυτή έχει συμπαρασύρει στη διευθέτηση και μια σειρά άλλων ζητημάτων, όπως του εναερίου χώρου και εν μέρει των «γκρίζων ζωνών», ενώ η Τουρκία έχει αναγνωρίσει ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα.

Παρ’ όλα αυτά, το ΠΑΣΟΚ, που ως κυβέρνηση προχώρησε στις προαναφερθείσεις άτυπες συμφωνίες με την Τουρκία, προβάλλει το επιχείρημα ότι ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής αλλάζει την εθνική στρατηγική της Ελλάδος. Εγκαταλείπει, δηλαδή, το Κυπριακό, προκειμένου να βελτιώσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι με τη συμφωνία του Ελσίνκι το 1999, Ελλάδα και Τουρκία αποδέχθηκαν να αντιμετωπίσουν «τις εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα» το αργότερο μέχρι το τέλος του 2004, ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στο Κυπριακό. Και όπως εμμέσως επιβεβαιώθηκε από πρόσφατες δηλώσεις του επιτρόπου για τη διεύρυνση Γκίντερ Φερχόιγκεν, επήλθε κατανόηση μεταξύ τους.

Το ερώτημα, επομένως, που θα πρέπει να τίθεται, δεν είναι αν η Ελλάδα αλλάζει εθνική στρατηγική, αλλά αν θα πρέπει να αθετήσει ή όχι τη συμφωνία του Ελσίνκι και τα ατύπως συμφωνηθέντα από την κυβέρνηση του Κ. Σημίτη στους 24 γύρους των ελληνοτουρκικών συνομιλιών.

Βεβαίως, κανείς, πλην ίσως του ΚΚΕ, δεν θα υποστηρίξει την αθέτηση της συμφωνίας του Ελσίνκι, ούτε είναι εύκολο να αμφισβητήσει τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα του ελληνοτουρκικού διαλόγου, που συνεχίζεται από την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή. Αλλά, με την πολιτική τους, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, θα μπορούσαν εύκολα να υπονομεύσουν τα πάντα.

Το κλίμα, μάλιστα, εθνικού παροξυσμού που δημιουργήθηκε με το δημοψήφισμα στην Κύπρο έχει προλειάνει το έδαφος για την υπονόμευση της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Το αίσθημα ανασφάλειας που μας διακρίνει ήρθε και πάλι στην επιφάνεια. Το ίδιο και οι θεωρίες, ότι οι πάντες, με πρώτους και καλύτερους τους εταίρους και τους συμμάχους μας, συνωμοτούν σε βάρος μας. Η εθνική μας ανεξαρτησία και κυριαρχία απειλείται, μας λένε, από τη Νέα Τάξη του Μπους, που θέλει να καλοπιάσει την Τουρκία. Η Ελλάδα θα καταστεί δορυφόρος της Τουρκίας για να ικανοποιηθούν τα συμφέροντα των εταίρων μας, διαλαλούν οι υπέρμαχοι των δυναμικών λύσεων και ζητάνε να επιστρέψουμε στα αλήστου μνήμης στρατιωτικά δόγματα και στους εξοπλισμούς.

Η επιρροή μάλιστα των πάσης φύσεως λαϊκιστών στην κοινή γνώμη θα αυξάνει, όσο κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση άκριτα αλληλοκατηγορούνται, οι μεν ότι «δίνουν γην και ύδωρ» στην Τουρκία και οι δε ότι είναι «οσφυοκάμπτες» της Αγκυρας.

Πώς να πείσουν έτσι τον λαό, ότι η πολιτική της προσέγγισης της Τουρκίας με τη διευθέτηση των διαφορών μας, είναι η μόνη ενδεδειγμένη; Πολύ περισσότερο, βέβαια, να ανασκευάσουν τη διαστρεβλωμένη εικόνα που έχουμε δημιουργήσει για διαπραγματευτικούς λόγους για το καθεστώς στο Αιγαίο, όταν εξακολουθούν και μιλάνε δημοσίως για μία μόνο διαφορά με την Τουρκία, αυτή της υφαλοκρηπίδας, ενώ επί δύο χρόνια συζητάνε και ατύπως συμφωνούν για τα χωρικά ύδατα, τα αχάρακτα θαλάσσια σύνορα στο Βόρειο Αιγαίο, τον εναέριο χώρο και τις «γκρίζες ζώνες».

Με την τακτική τους αυτή οι πολιτικοί κινδυνεύουν, αντί να ηγούνται, λέγοντας την αλήθεια στον λαό, να γίνουν έρμαια του λαϊκισμού των δημαγωγών, όπως το θέλει η καινοφανής θεωρία περί πολιτικής της τηλεοπτικής μας δημοκρατίας.

Αν όμως πράγματι είναι αποφασισμένοι να ανοίξουν νέα σελίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, θα πρέπει να απαιτήσουν από τον Τάσσο Παπαδόπουλο να ξεκαθαρίσει πλήρως τη θέση του στο Κυπριακό και να αρχίσουν να λένε την αλήθεια για τα προβλήματα του Αιγαίου, ώστε, σε περίπτωση συμβιβασμού, να μην οδηγηθούμε σ’ έναν πραγματικό διχασμό.

Εκτύπωση στις: 2024-04-20
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=145