Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Έτσι διαλύουν το Δημόσιο

Διενέξεις και συμφιλιώσεις υπουργών

Ελίζα, Παπαδάκη

Τα Νέα, 2006-11-15


Διαμάχες μεταξύ υπουργών για τα κονδύλια του προϋπολογισμού, μεταξύ του ενός ή του άλλου υπουργού και του υπουργού Οικονομικών ιδίως, παρουσιάζονταν σε όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 1975. Ανάμεσα στην εκάστοτε κυβέρνηση και το δικαστικό σώμα ανέκυπταν επίσης κατά καιρούς αντιπαραθέσεις με βαρύ δημοσιονομικό κόστος. Ποτέ όμως έως τώρα δεν είχαν πάρει την αναίσχυντη τροπή που παρακολουθήσαμε το τελευταίο διάστημα.

Οι προηγούμενες δεν ήταν βέβαια κυβερνήσεις αγίων. Η λογική της εξυπηρέτησης πελατειακών συμφερόντων - αγροτικών π.χ., ή κάποιων κατηγοριών συνταξιούχων, ή πολιτών με συγκεκριμένες τοπικές ανάγκες στην περιφέρεια όπου εκλεγόταν ο πιεστικός βουλευτής-υπουργός - πάντοτε λειτουργούσε. Διάφοροι υπουργοί φρόντιζαν επίσης, όσο μπορούσαν, να ικανοποιούν οικονομικά αιτήματα υπαλλήλων του δικού τους κάθε φορά υπουργείου, και έτσι, με ποικίλα ειδικά επιδόματα, τινάζονταν στον αέρα τα εξαγγελλόμενα με τυμπανοκρουσίες «ενιαία μισθολόγια» στο Δημόσιο. Η αίσθηση της αδικίας όσων οι υπουργοί τους δεν τα κατάφερναν εξ ίσου καλά εντεινόταν, μαζί και οι διεκδικήσεις για να αποκατασταθεί η ίση μεταχείριση. Με πελατειακά κριτήρια προσλαμβάνονταν εξάλλου και έκτακτοι συμβασιούχοι, συχνά ωστόσο και εξ ανάγκης, για δραστηριότητες χρήσιμες και επιβεβλημένες, όταν οι κανονικές προσλήψεις προσέκρουαν στους δημοσιονομικούς περιορισμούς, επειδή οι κυβερνητικοί υπεύθυνοι αποδεικνύονταν ανίκανοι να ιεραρχήσουν και να σχεδιάσουν σωστά: το πιο κραυγαλέο παράδειγμα επί πολλά χρόνια ήταν οι δάσκαλοι.

Ενίοτε παρεμβάλλονταν δικαστικές αποφάσεις που εξίσωναν προς τα πάνω μισθούς, επιδόματα και εργασιακά καθεστώτα, επιβάλλοντας δαπάνες εκατομμυρίων που κανένας προϋπολογισμός δεν είχε προβλέψει, πολύ σπανιότερα για να αναιρέσουν οφειλόμενες πληρωμές, όπως είδαν με απελπισία τις προάλλες μια σειρά συμβασιούχοι. Μερικές φορές και για να αναπροσαρμόσουν γενναία τους μισθούς των ίδιων των δικαστών, όταν ανακαλυπτόταν κάποιος δημόσιος λειτουργός με αποδοχές ανώτερες από εκείνες του προέδρου του Αρείου Πάγου (το κρούσμα της περασμένης εβδομάδας δεν ήταν το πρώτο).

Για προφανείς λόγους εκλογικής πελατείας κανόνας ήταν, τέλος, ο προϋπολογισμός να ξεχειλώνει με αύξηση των παροχών και μειώσεις των εισπραττομένων φόρων στο τελευταίο έτος κάθε κυβερνητικής θητείας, με μόνη πιθανή εξαίρεση το 2000, όταν στις συνθήκες πλατιάς συλλογικής αποδοχής του στόχου της ΟΝΕ, και μιας προσπάθειας εξορθολογισμού της διακυβέρνησης, ο δημοσιονομικός «εκλογικός κύκλος» - η διόγκωση των ελλειμμάτων ανά τετραετία - έμοιαζε να έχει ξεπεραστεί. Αλλά μέσα στις αυξανόμενες δυσκολίες της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων και της εσωτερικής συνεννόησης στο κυβερνών τότε ΠΑΣΟΚ, αυτό δεν επαναλήφθηκε το 2004.

Στο παρελθόν ωστόσο οι ενδοκυβερνητικές διαμάχες για τα κονδύλια του προϋπολογισμού δεν υπάκουαν αποκλειστικά σε πελατειακές λογικές. Επενδύονταν σε πολιτικοϊδεολογικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των υποστηρικτών της δημοσιονομικής εξυγίανσης ως αναγκαίας προτεραιότητας, και εκείνων που προέτασσαν την άνοδο του βιοτικού επιπέδου όλου του πληθυσμού ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη και άρα την ευχερέστερη εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, τη δεκαετία του ογδόντα ιδίως, αλλά με αναζωπυρώσεις έως και πρόσφατα. Όποια γνώμη και αν έχει κανείς σήμερα για τα αμφοτέρωθεν επιχειρήματα, η αντιπαράθεση ήταν πάντως πραγματική. Όπως πραγματική ήταν η αντιπαράθεση του 1999 για τις στρατιωτικές δαπάνες, που ήθελε να διογκώσει υπέρμετρα ο τότε υπουργός Άμυνας με επιχειρήματα στρατηγικής φύσης, η οποία διευθετήθηκε σε συνδυασμό με τον αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής. Ή, τρία χρόνια αργότερα, για το ασφαλιστικό, όταν οι μαζικές μαχητικές αντιδράσεις υποχρέωσαν την κυβέρνηση σε υπαναχώρηση. Ανάλογα παραδείγματα θα μπορούσαμε να ανασύρουμε και από την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης.

Επιπλέον, εκείνες οι αντιπαραθέσεις επιλύονταν, καλύτερα ή χειρότερα, μονιμότερα ή προσωρινά, σε συλλογικά κυβερνητικά όργανα, με αποφάσεις που σε κάποιο βαθμό δέσμευαν τους υπουργούς. Και αυτό είναι επίσης σημαντικό, για τον πρόσθετο λόγο ότι τέτοιες κυβερνητικές αποφάσεις μπορούσαν, έστω ως ένα βαθμό επίσης, να πείσουν μερίδα τουλάχιστον της κοινής γνώμης, ότι υπαγορεύθηκαν από πολιτικά κριτήρια, ότι εντάσσονταν σε ένα γενικότερο πολιτικό σχέδιο για τη χώρα.

Τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει πλέον. Κανείς δεν κατάλαβε γιατί έπρεπε να ικανοποιηθούν αιτήματα των αστυνομικών, όχι όμως των εκπαιδευτικών, και κανένας κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν ανέλαβε να δώσει εξηγήσεις. Απλούστατα, διότι επιχειρήματα δεν υπάρχουν. Μια ματιά στις εφημερίδες της Κυριακής, τις σοβαρότερες φιλοκυβερνητικές ιδίως, το επιβεβαιώνουν. Κοινωνική νομιμοποίηση για την κατανομή των δημοσίων δαπανών δεν υφίσταται. Μένει έτσι κάθε ομάδα συμφερόντων, εντέλει και κάθε άτομο, να ψάχνει πώς μπορεί να αποσπάσει κάτι παραπάνω από τους δημόσιους πόρους, και να συνεισφέρει όσο μπορεί λιγότερο. Όσοι τα καταφέρνουν μπράβο τους, οι υπόλοιποι είναι κορόιδα. Ένα πολύτιμο εργαλείο, που είναι η κατάρτιση μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων, υιοθετήθηκε μόνο τεχνοκρατικά, σε ανταπόκριση προς ευρωπαϊκές επιταγές, όχι για να γίνουν γνωστές στην κοινωνία προοπτικές για τα μεγάλα δημόσια αγαθά: την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική ασφάλεια.

Η παρούσα κυβέρνηση, χωρίς να έχει καμία συγγένεια με τον νεοφιλελευθερισμό της Μάργκαρετ Θάτσερ, μόνον ακολουθώντας πελατειακές πρακτικές σε συνδυασμό με τους δεδομένους δημοσιονομικούς περιορισμούς, διαλύει πλέον κάθε έννοια Δημοσίου.

Εκτύπωση στις: 2024-04-24
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1486