Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Ψυχρολουσία για την κυβέρνηση η έκθεση του ΔΝΤ

Ελίζα, Παπαδάκη

Αυγή της Κυριακής, 2007-01-28


Τη θριαμβολογία του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Αλογοσκούφη - όπου βρεθεί: στο εξαγωγικό συνέδριο της Θεσσαλονίκης την Τρίτη, στην Πάτρα την Τετάρτη, προχθές στο Λονδίνο - ήρθε να προσγειώσει η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που μόλις δημοσιεύθηκε: Ενώ αναγνωρίζει ότι οι ρυθμοί μεγέθυνσης διατηρούνται υψηλοί επί μια δεκαετία, επισημαίνει ταυτόχρονα ευάλωτες πλευρές που θέτουν σε κίνδυνο τη συνέχιση μιας ανοδικής πορείας.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο διευρυνόταν φθάνοντας σε εκρηκτικό ύψος το 2004, κατόπιν συγκρατήθηκε. Μάλιστα το ΔΝΤ είναι ο πρώτος διεθνής οργανισμός που το υπολογίζει πέρυσι στο 2,2% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος στο 83% του ΑΕΠ, φέτος σε 2% και 80% αντίστοιχα, υιοθετώντας την (εκκρεμή ακόμα στην Eurostat) αναθεώρηση των εθνικών λογαριασμών του περασμένου Σεπτεμβρίου που αύξησε το ΑΕΠ κατά 26%. Αλλά και αυτοί οι πολύ ευνοϊκότεροι αριθμητικά, από εκείνους που είχαμε συνηθίσει, λόγοι του ελλείμματος και του χρέους παραμένουν προβληματικοί: Η έκθεση επικρίνει τη μηδαμινή περαιτέρω βελτίωση που προβλέπει ο φετινός προϋπολογισμός παρά τη μεγάλη αναμενόμενη άνοδο του ΑΕΠ. Υπογραμμίζει τις επιτακτικές ανάγκες για ανάπτυξη των υποδομών (η πτώση του ελλείμματος, όπως ξέρουμε, επιτεύχθηκε με δραστική περικοπή των δημοσίων επενδύσεων), που δεν καλύπτει το χαμηλό επίπεδο των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Τις μειώσεις της φορολογίας στα κέρδη και στα υψηλότερα εισοδήματα τις θεωρεί προφανώς ευπρόσδεκτες, υπό τον όρο όμως ότι θα αντισταθμίζονταν με άλλες εξοικονομήσεις. Και προπάντων επισημαίνει ότι αν, για εγχώριους ή διεθνείς λόγους, η οικονομία επιβραδυνθεί σημαντικά, ο ρυθμός μεγέθυνσης πέσει π.χ. κάτω από 1% για δύο χρόνια, το υπερβολικό έλλειμμα θα είναι και πάλι μπροστά μας.

Ένα τέτοιο σενάριο δεν είναι το πιθανότερο για τους ειδικούς του ΔΝΤ, οι οποίοι μεσοπρόθεσμα αναμένουν μιαν ηπιότερη επιβράδυνση, σε ρυθμούς της τάξης του 3%. Δεν το αποκλείουν όμως, παραθέτοντας τα παραδείγματα της Πορτογαλίας και της Ολλανδίας που γνώρισαν πρόσφατα σοβαρές υφέσεις. Αιτίες θα ήσαν δύο άλλες σημαντικές ευάλωτες πλευρές της ελληνικής οικονομίας: Πρώτον, η ραγδαία άνοδος του δανεισμού των νοικοκυριών που τροφοδοτεί ως τώρα την υψηλή εγχώρια ζήτηση, άρα και τη μεγέθυνση. Το συνολικό χρέος των νοικοκυριών διατηρείται ακόμα συγκριτικά χαμηλό και δεν συνιστά απειλή για το τραπεζικό σύστημα (ο εγχώριος δανεισμός νοικοκυριών και επιχειρήσεων υπολογίζεται το 2006 στο 70% του ΑΕΠ έναντι 160% της Πορτογαλίας). Αλλά οι πραγματικές τιμές των κατοικιών ανέβηκαν κατά 50% το διάστημα 1998-2005 και η ανοδική τάση των επιτοκίων, που επιβαρύνει τα νοικοκυριά με ολοένα μεγαλύτερες δόσεις, μπορεί κάποια στιγμή να τους κόψει τη διάθεση να δανείζονται, οπότε η ζήτηση θα ξεφουσκώσει.

Η προβληματική ανταγωνιστικότητα

Αλληλένδετη και σοβαρότερη είναι η δεύτερη ευάλωτη πλευρά, η διάβρωση της ανταγωνιστικότητας, που εκφράζεται στη μεγάλη, μη διατηρήσιμη διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος της χώρας (στο 7,5% του αναθεωρημένου ΑΕΠ το 2006). Παρά την πρόσφατη ανάκαμψη των εξαγωγών, για την οποία επαίρεται ο \κ. Αλογοσκούφης\, η έκθεση καταγράφει το ρυθμό τους ως δεύτερο βραδύτερο της Ευρωζώνης καθώς και σημαντικές απώλειες μεριδίων στις ξένες αγορές τα τελευταία πέντε χρόνια. Αντίστοιχα αυξάνονται άλλωστε και οι πολύ περισσότερες εισαγωγές. Η Ελλάδα διατηρεί μεγαλύτερη διαφορά πληθωρισμού από την Ευρωζώνη με την πραγματική συναλλαγματική της ισοτιμία να έχει ανατιμηθεί κατά 20-25% περίπου από το 2000.

Στην επισήμανση αυτών των προβλημάτων, που συγκαλύπτει εξωραϊζοντας η κυβέρνηση, έγκειται το ενδιαφέρον της έκθεσης του ΔΝΤ, πολύ περισσότερο παρά στις παγίως γνωστές συστάσεις του, οι οποίες υπακούουν σε μια μονόπλευρη λογική και φέρνουν κατά κανόνα αρνητικά αποτελέσματα όπου ακολουθούνται.

Ως προς την ανταγωνιστικότητα, η απάντηση που εισηγούνται οι ειδικοί του ΔΝΤ είναι βέβαια η αύξηση του εργατικού κόστους με ρυθμούς χαμηλότερους από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης: είτε μετριάζοντας την αύξηση των μισθών - και εδώ βρίσκουν και πάλι την ευκαιρία να επικρίνουν τις κεντρικές συλλογικές διαπραγματεύσεις, δηλαδή την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας που τους αυξάνει "υπερβολικά" και συμπιέζει την κλιμάκωση - είτε αυξάνοντας πολύ ταχύτερα την παραγωγικότητα, πράγμα που δεν θεωρούν όμως ρεαλιστικό. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, για να αποκατασταθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα θα απαιτούνταν πάγωμα μισθών επί 5 χρόνια, ή ετήσιες ονομαστικές αυξήσεις 2% επί 10 χρόνια! Παραδέχονται ότι αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο και προτείνουν επίσης διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ενίσχυση του ανταγωνισμού ώστε να συγκρατούνται χαμηλότερα οι τιμές.

Τις έως τώρα μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης (απλούστευση διαδικασιών για την ίδρυση επιχειρήσεων, ελαστικοποίηση ωραρίων, απελευθέρωση τηλεπικοινωνιών και ενέργειας, αλλαγές εργασιακών κανονισμών στις ΔΕΚΟ, ιδιωτικοποιήσεις, βελτιώσεις φοροεισπρακτικών μηχανισμών) τις επαινούν, αλλά τις θεωρούν ανεπαρκείς. Καταγράφουν την υψηλή φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, που σύμφωνα με τους κυβερνητικούς συνομιλητές τους συνιστά "βαθιά ριζωμένη κουλτούρα" στον τόπο μας! Τέλος, πιέζουν να προχωρήσουν ταχύτερα βαθιές μεταρρυθμίσεις στις συντάξεις και στην υγεία, καθώς οι σχετικές δαπάνες θα αυξηθούν πολύ την επόμενη δεκαετία, απορώντας που επίσημες εκτιμήσεις για τις δαπάνες αυτές ακόμα δεν υπάρχουν.

Εκτύπωση στις: 2024-04-18
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1609