Ένα «ενσταντανέ» του κομματικού συστήματος

Φωτογραφίζοντας τις αντιδράσεις στην πανεπιστημιακή κρίση

Γιάννης, Βούλγαρης

Τα Νέα, 2007-02-17


ΚΑΘΩΣ ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΜΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟ ΜΕ ΕΝΑ ΜΕΙΖΟΝ ΖΗΤΗΜΑ, ΤΗΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ «ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΟΥΜΕ» ΤΙΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ, ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΤΕΤΟΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΟΝΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ

Η περίοδος που το κόμμα βρίσκεται στην αντιπολίτευση είναι μαθητεία στον λαϊκισμό και στο «όχι» με κάθε πρόσχημα. Αρκεί να θυμηθούμε την «παρά φύσιν» προγραμματική ατζέντα της Ν.Δ. πριν ανεβεί στην κυβέρνηση, οπότε προσπαθούσε από κοινού με το ΚΚΕ να περικυκλώσει το ΠΑΣΟΚ (εδώ ο Κώστας Καραμανλής με την Αλέκα Παπαρήγα)

Ένα «ενσταντανέ» λοιπόν, στεγνό, σχεδόν στυγνό, ώστε να γίνουν εντονότερες οι διαφαινόμενες αλλαγές, πόσο μάλλον αν αυτές έχουν αυξανόμενες αρνητικές επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής διεύθυνσης της χώρας. Το κομματικό μας σύστημα λειτουργεί εδώ και κάποια χρόνια μέσα σε νέο πλαίσιο που διαμορφώθηκε από μια γενική συνθήκη και δύο μακροσκοπικές αλλαγές. Η συνθήκη είναι ότι στον σημερινό κόσμο δεν υπάρχει ηγεμονική πολιτική - κοινωνική κατεύθυνση που να «δίνει το παράδειγμα» στις μικρότερες δυνάμεις και στα μικρότερα κράτη. Η Αμερική του Μπους απωθεί αντί να έλκει, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βαλτώσει.

Δύο αλλαγές

Η πρώτη μακροσκοπική αλλαγή είναι η κατακτημένη δημοκρατική ομαλότητα και η μακρόχρονη πλέον «κανονικοποίηση» της πολιτικής ζωής της χώρας. Η δεύτερη είναι η μείωση, αλλά κυρίως η μετάλλαξη της δυσανάλογης με το κομματικό της μέγεθος επιρροής που ασκούσε η κομμουνιστική Αριστερά στους γενικούς πολιτικούς - ιδεολογικούς συσχετισμούς από την Κατοχή και ύστερα. Μείωση και μετάλλαξη που οφείλεται προφανώς στην ιστορική αποτυχία του κομμουνιστικού σχεδίου. Το νέο πλαίσιο έχει επιπτώσεις σε όλους τους αρμούς του κομματικού συστήματος. Κατ αρχάς, έχει «κανονικοποιηθεί» και απομυθοποιηθεί η κυβερνητική εναλλαγή μεταξύ των δύο κομμάτων εξουσίας. Δεν χαρακτηρίζεται πλέον από ιστορικές και ιδεολογικές φορτίσεις, δεν έρχεται να κλείσει ιστορικούς «ανοιχτούς λογαριασμούς» (όπως ήταν π.χ. η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981), ούτε να φέρει εις πέρας μια «εθνική αποστολή» (π.χ. είσοδο στην ΟΝΕ). Εν μέρει από τις εκλογές του 2000 και σίγουρα από του 2004, τα κόμματα επανεκλέγονται ή εναλλάσσονται στην εξουσία για να κυβερνήσουν μέσα στο πλαίσιο της ομαλής δημοκρατίας και της «κανονικότητας». Έως ότου βεβαίως αυτή η περίοδος διακοπεί από μια νέα κρίση και αλλαγή του διεθνούς πολιτικού σκηνικού ή από μια νέα εθνική έκτακτη ανάγκη.

Η δεύτερη επίδραση είναι η μετατροπή της γεωμετρίας του κομματικού ανταγωνισμού. Από γραμμικός γίνεται τριγωνικός. Οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις, οι μετακινήσεις ψήφων μεταξύ των κομμάτων δεν γίνονται πλέον στη γραμμή Αριστερά - Κέντρο - Δεξιά, δηλαδή είτε μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ιστορικής Αριστεράς, είτε μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ. Έχει δημιουργηθεί πλέον ένας τρίτος χώρος ανταγωνισμού, συγκλίσεων και αποκλίσεων μεταξύ Ν.Δ. και ΚΚΕ / ΣΥΝ. Τα ποσοτικά εργαλεία των εκλογικών μελετών και των δημοσκοπήσεων μόνο εν μέρει βοηθούν να κατανοήσουμε τη μεταβολή, γιατί η τρίτη αυτή «εκλογική αγορά» είναι ακόμα μικρή και προς το παρόν μονόδρομη, καθώς επωφελείται κυρίως η Ν.Δ. Πολιτικά και ποιοτικά όμως η αλλαγή της δομής του κομματικού ανταγωνισμού είναι σημαντική.

Εντολή χωρίς πρόταγμα

Μέσα στο νέο αυτό σκηνικό εντείνονται προηγούμενες αρνητικές ροπές του κομματικού συστήματος και εμφανίζονται καινούργιες. Η πρώτη είναι σχεδόν ταυτολογική. Η «εντολή» που δίνει ο λαός στις εκλογές είναι όλο και περισσότερο εντολή χωρίς πρόταγμα και κατεύθυνση. Είναι εντολή του τύπου «κάτσε ώσπου να μας κουράσεις». Ξέρουμε τον κύκλο που διαγράφουν οι ανοχές και οι αντοχές της κοινής γνώμης. Το κόμμα που χάνει την κυβέρνηση έχει γίνει «κατεστημένο». Το ανερχόμενο κόμμα θεωρείται ότι είναι «πιο κοντά στα προβλήματα του λαού». Με την κυβερνητική εναλλαγή αντιστρέφονται σιγά σιγά και οι ρόλοι. Πόσο κρατάει ο νέος κύκλος; Πόσο κρατάει η υπομονή του «κυρίαρχου λαού»; Συνηθίζεται να λέγεται ότι οι κυβερνήσεις αλλάζουν κάθε οκταετία. Αυτό όμως δεν είναι πουθενά γραμμένο, ούτε εξασφαλισμένο. Κανείς φυσικός νόμος δεν θα παραβιαστεί αν γίνει τετραετία ή δωδεκαετία.

Παρά την ισχνότητα της εντολής, η εξουσία και τα περιθώρια κίνησης που έχει η κάθε κυβέρνηση ως προς τον κύριο αντίπαλό της είναι δυσανάλογα μεγάλα. Το θεσμικό σύστημα καθιστά την Ελλάδα μία από τις ευρωπαϊκές χώρες όπου η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός ελέγχουν στενότατα την πολιτική διαδικασία, ορίζουν την ημερήσια διάταξη, όπως συνηθίζεται να λέγεται. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση λαμβάνει μια γενική εξουσιοδότηση να διαχειριστεί κατά το δοκούν τα δημόσια πράγματα μέσα στα δεδομένα θεσμικά πλαίσια. Θεωρητικά αυτή η «υπερεξουσία» θα μπορούσε να ευνοεί την αποτελεσματικότητα του πολιτικού - κομματικού συστήματος. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει γιατί υπάρχουν ενδογενείς αντίθετες τάσεις στο σύστημα.

Ενδογενείς αρνητικές τάσεις

Κατ αρχάς ο περιορισμένος «ωφέλιμος χρόνος» που η κυβέρνηση κυβερνά. Η κυβέρνηση εκλέγεται για τέσσερα χρόνια, αλλά όλοι έχουμε δεχτεί σιωπηρά ότι κυβερνά περίπου δύο. Μετά προετοιμάζεται απλώς για να κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Ο επιστημονικός όρος εκλογική διαχείριση του οικονομικού - δημοσιονομικού κύκλου σημαίνει ότι η χώρα πληρώνει τα έξοδα προετοιμασίας. Ο ίδιος περιορισμός το «ωφέλιμου χρόνου» υπάρχει, με άλλο βέβαια τρόπο, για την αντιπολίτευση. Μετά την περίοδο των αναζητήσεων και των ανακατατάξεων έρχεται ο χρόνος της πόλωσης. Σαν ένα είδος εκλογικής διαχείρισης του προγραμματικού λόγου.

Το σύστημα παράγει επίσης λίγες θέσεις ουσιαστικής και όχι τυπικής πολιτικής ευθύνης. Εννοώ θέσεις που η ευθύνη δεν εξαρτάται από την προσωπική ποιότητα του πολιτικού στελέχους, αλλά από το ότι η ανευθυνότητά του θα είχε τέτοιο κόστος που να την καθιστά ασύμφορη είτε για το κόμμα είτε για τον εαυτό του. Λόγω του πολιτικού - κομματικού συγκεντρωτισμού αυτή συσσωρεύεται φυσικά στον πρωθυπουργό (όσο κυβερνά), γεγονός που εκδηλώνεται στη μεγάλη υπεροχή που σημειώνει στις δημοσκοπήσεις έναντι του αντιπάλου του. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρίσκεται στην κόψη μεταξύ της υπευθυνότητας που οφείλει να δείχνει ως μέλλων πρωθυπουργός και της εσωκομματικής πίεσης «να κερδίσει τις εκλογές» πάση θυσία γιατί αλλιώς χάνει τη θέση του. Από εκεί και κάτω, η ευθύνη γίνεται απλό ζήτημα προσωπικής ποιότητας. Ή το έχουν ή δεν το έχουν.

Έλλειψη προγράμματος και προγραμματικού λόγου

Το σύστημα συντηρεί και επιδεινώνει την έλλειψη προγράμματος και προγραμματικού λόγου. Η περίοδος που το κόμμα βρίσκεται στην αντιπολίτευση είναι μαθητεία στον λαϊκισμό και στο «όχι» με κάθε πρόσχημα. Αρκεί να θυμηθούμε την «παρά φύσιν» προγραμματική ατζέντα της Ν.Δ. πριν ανεβεί στην κυβέρνηση, οπότε προσπαθούσε από κοινού με το ΚΚΕ να περικυκλώσει το ΠΑΣΟΚ. Όταν η αντιπολίτευση γίνει κυβέρνηση, το πρόγραμμα περιττεύει γιατί προέχει η διαχείριση και η επανάπαυση. Για τα δύο κόμματα της μετακομμουνιστικής Αριστεράς, το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ, τα πράγματα είναι χειρότερα, δεδομένης της ιστορικής παρακμής του χώρου. Η επιλογή τους να επιβιώσουν ως δήθεν «αντισυστημικά» εξομοιώνοντας Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, τα μετατρέπει σε απλά κόμματα διαμαρτυρίας που επικαλούνται το «κίνημα», ισοπεδώνουν τη σύγχρονη πολυπλοκότητα υπό την ταμπέλα «νεοφιλελευθερισμός» χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη τεκμηριωμένου προγραμματικού λόγου.

Η επιδεινούμενη προγραμματική ανεπάρκεια των μεγάλων κομμάτων μειώνει τη συνολική αποτελεσματικότητα του συστήματος για έναν επιπλέον λόγο. Όπως θα έλεγε η θεωρία των παιγνίων, το σύστημα σχεδόν απαγορεύει στρατηγικές που και οι δύο παίκτες κερδίζουν ταυτόχρονα (win - win strategies). Δεν επιτρέπει συμπτώσεις και συναινέσεις σε μείζονα θέματα ακόμα και όταν οι αναγκαίες αλλαγές είναι υπερώριμες. Η περίπτωση του Πανεπιστημίου είναι χαρακτηριστική. Έχοντας φτενή προγραμματική συγκρότηση, τα δύο κόμματα φτιάχνουν την ταυτότητά τους και κινητοποιούν τον κόσμο τους μόνο μέσω της καθολικής αντιπαράθεσης, είτε πραγματικής είτε προσχηματικής.

Η φωτογραφία που βγάλαμε μπορεί ασφαλώς να εικονογραφήσει κάθε εγχειρίδιο «αντιπολιτικής». Δείχνει όμως γιατί γενικεύεται ο πολιτικός κυνισμός, η αποξένωση των πολιτών από την πολιτική και τους πολιτικούς, η διάχυση ανομικών κοινωνικών συμπεριφορών. Γι αυτό η φωτογραφία είναι χρήσιμη, παρ ότι μεροληπτική. Κρύβει τις αγωνιώδεις προσπάθειες, τα βελτιωτικά βήματα που κάνουν πολιτικά στελέχη, δημόσιοι λειτουργοί, επιστήμονες και διανοούμενοι σε όλους τους θεσμούς και τις κοινωνικές οργανώσεις. Για την ενίσχυση των προσπαθειών τους άλλωστε «τραβήχτηκε» αυτή η φωτογραφία.

Ο Γιάννης Βούλγαρης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1637&export=word