Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Η Αριστερά και η βία: Μια συμβολή του Φάουστο Μπερτινόττι

Στάθης, Λουκάς

Αυγή, 2007-02-22


Το κείμενο που ακολουθεί είναι μέρος από την επεξεργασμένη και συμπληρωμένη εισήγηση που ο Φάουστο Μπερτινόττι (πρόεδρος του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς) παρουσίασε στο διήμερο (28-29/02/04) που οργανώθηκε από την Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Βενετία, με θέμα: «Να κάνουμε πράξη την μη-βία. Σκέψεις και πολιτικές απελευθέρωσης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης».

Η περίσκεψη του Μπερτινόττι ξεκινά από δύο αφετηριακές γραμμές.

Πρώτον: την ήττα του εργατικού κινήματος τον εικοστό αιώνα και την απόρριψη των μέσων επιδίωξης και δόμησης που οδήγησαν στον «υπαρκτό σοσιαλισμό», καθώς και την αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού του περιεχομένου του σοσιαλισμού. Τα μέσα εκείνα, πέρα από το ότι θεωρούνται τρομακτικά και φρικιαστικά, όχι μόνο είναι αναποτελεσματικά και ανίκανα σήμερα να δημιουργήσουν συνθήκες νίκης, αλλά σε συνδυασμό με το περιεχόμενο, δεν είναι ικανά «ούτε να προκαλέσουν την φαντασίωση μιας εναλλακτικής κοινωνίας». Σήμερα δεν μπορεί «να προταθεί μια αυτονομία των μέσων από τον σκοπό».

Δεύτερον: Στον τρόπο με τον οποίο το κίνημα απάντησε στην καταπίεση κατά την συνάντηση του G8 στην Γένοβα. «..συνέβηκε ένα γεγονός απόλυτα καινούργιο, μια ρήξη, μια κάθετη τομή σε σχέση με τις δικές μας συμπεριφορές, σε σχέση με τις απαντήσεις μας και την ιστορία μας. Σε εκείνη την καταπίεση το κίνημα απάντησε …με μια μαζική μη-βίαια συμπεριφορά». Το κίνημα, δηλαδή, δεν ταμπουρώθηκε στην λογική «του συσχετισμού δυνάμεων».

Καταλήγοντας, ο Μπερτινόττι καλεί την Αριστερά να δηλώσει ανοιχτά ότι είναι υπέρ της μη-βίας. Με την πεποίθηση ότι η απαραίτητη και αναγκαία κριτική στον σημερινό καπιταλισμό μπορεί να λάβει σάρκα και οστά στα πλαίσια μιας μη-βίαιης και δημοκρατικής ανέλιξης της κοινωνίας και μιας ειρηνικής θεώρησης των ανθρωπίνων σχέσεων. Και υπενθυμίζει την προφητεία που η Κασσάνδρας απεύθυνε στον Αινεία: «Δεν θέλω να ζω με έναν ήρωα, δεν θέλω να ζω τον μετασχηματισμό σου σε μνημείο».

Στις στροφές και τις επιλογές αυτές συνέβαλε σημαντικά ο Πιέτρο Ινγκράο:

Πρώτον: με τις έρευνες και τις πολιτικές του αναλύσεις για τις σχέσεις μεταξύ πολιτικής και πολέμου (όρα το βιβλίο « La guera sospesa. Ο μετέωρος πόλεμος»).

Δεύτερον: με τον όρο που έθεσε, για να γίνει μέλος του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που δεν ήταν άλλος από εκείνο της καταδίκης του Σταλινισμού σε όλες τις εκφράσεις του που πέρα από τα άλλα έχουν σχέση και με την βία, με την ενοχοποίηση της διαφορετικής γνώμης, την αποδοχή της ενοχής για τη διαφορετική γνώμη, και τις κατ’ επέκταση αυτοκτονίες και «τους αυτοπυρπολισμούς» κλπ.

“Η επιλογή της μη-βίας

Οι διευθύνουσες τάξεις δεν μπορούν να οργανώσουν πια την συναίνεση του κόσμου δια μέσου μορφών δημοκρατίας που διαβρώνεται όλο και περισσότερο από την αστάθεια και την άρνηση της κοινωνικότητας. Η απάντηση απάντησή τους είναι ξεκάθαρη: να περιορισθεί ο ενεργός ρόλος τους, δημιουργώντας καταστάσεις για να συμμετέχουν όλο και λιγότερο, π.χ αλλοτριώνοντάς τους από την συμμετοχή στις εκλογές. Η κυριαρχία έχει καταντήσει είδωλο. Ο δε πόλεμος και το “ιμπέρο” (αυτοκρατορία) είναι η εξτρεμιστική απάντηση, που οι κυρίαρχες τάξεις χρησιμοποιούν για να αντιμετωπίσουν όχι τη δύναμή τους, αλλά την αδυναμία συναίνεσης του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ο προληπτικός πόλεμος του Μπους αποτελεί, από τη σκοπιά τους, μια αποτελεσματική απάντηση.

Το γεγονός, μετά, ότι ο πόλεμος δεν μπορεί να προκαλέσει πραγματικές αλλαγές, ενώ αντίθετα χειροτερεύει την κατάσταση, δεν αλλάζει την ιδεολογική δομή, που εκτός των άλλων έχει προαναγγελθεί από τους προληπτικούς πολέμους που καλύφθηκαν πίσω από την υποκριτική προσωπίδα της ανθρωπιστικής παρέμβασης. Δεν είναι καθ’ όλου τυχαίο το γεγονός ότι η τρομοκρατία, που αναπτύσσεται σε αυτές τις περιπτώσεις (όχι γενικά η τρομοκρατία, αλλά εκείνη που ξεπηδά σαν αντίδραση σε τέτοιο πόλεμο) είναι αντιδραστικού τύπου. Εάν ο πόλεμος είναι έκφραση της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, η τρομοκρατική αντίδραση βρίσκει βαθιές ρίζες σε μια αντιδραστική ιδεολογία και πρακτική. Η τρομοκρατία δεν είναι αποκρουστική γιατί σκοτώνει και το κάνει κατά τρόπο αδιάκριτο για να καλλιεργεί την ανασφάλεια. Είναι αποκρουστική ακόμα και για το σκοπό που επιδιώκει: για την κοινωνία που προτείνει. Σ’αυτόν το σκοπό είναι προφανές ένα οπισθοδρομικό πολιτικό σχέδιο, ένα σχέδιο καταστροφικό για το άτομο και την κοινωνία.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο πόλεμος σήμερα φαίνεται σαν μια σύγκρουση πολιτισμών. Στην οποία ο καθένας από τους αντιμαχόμενους θεωρεί ότι ο άλλος είναι το κακό, δηλαδή η οντότητα που πρέπει να καταστραφεί. Αν νικήσει αυτή η φοβερή διαλεκτική, μεταξύ του πολέμου και της τρομοκρατίας, οι λαοί, η συμμετοχή και το κίνημα είναι εκτός παιχνιδιού.

Δεν πιστεύω ότι μπορεί να δοθεί απάντηση στην καταστροφική βία του πολέμου και ενός αυτοκρατορικού σχεδίου με μια βία αντιθέτου πρόσημου, που θεωρεί παρομοίως υπεύθυνους από την μια πλευρά τους παραγωγούς του πολέμου και της καταπίεσης και από την άλλη τους λαούς και τις κοινωνίες που υπόκεινται στην διακυβέρνησή τους. Πρόκειται για δύο σχέδια βίας και καταπίεσης, πρακτικά σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, και μια έλλειψη εναλλακτικών λύσεων μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε ένα πόλεμο μεταξύ πολιτισμών.

Και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο το κίνημα ευρίσκεται μπροστά σε μια στρατηγική πρόκληση. Όπως έλεγε ο Ζαν Ζωρές, σήμερα ο καπιταλισμός οδηγεί στον πόλεμο όπως τα σύννεφα στην καταιγίδα και αν θέλουμε να διασώσουμε την εναλλακτική έφεση του κινήματος πρέπει να ξεφύγουμε από μια διακυβέρνηση του κόσμου που χρησιμοποιεί τον πόλεμο και τροφοδοτεί την τρομοκρατία. Ή κατορθώνουμε να νικήσουμε αυτό το ζευγάρι, να το υπερβούμε, ή για μας δεν υπάρχει καμιά προοπτική. Ή σπάζουμε αυτή την διπολική οργάνωση του μονοπωλίου της βίας, ή είμαστε ηττημένοι. Μεταξύ των δύο στοιχείων του διώνυμου δεν υπάρχει άλλος χώρος και λύση παρά εκείνος/η εντελώς και ριζικά εναλλακτικός της μη-βίας. Εμείς δεν είμαστε απέναντι, όπως υποστήριζε ο Κλαούζεβιτζ, στον πόλεμο σαν προέκταση της πολιτικής αλλά στον πόλεμο σαν αντικατάσταση της πολιτικής. Για να επανακτήσει μια δική της φυσιογνωμία και δύναμη, η πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι άλλο σε σχέση με τον πόλεμο, άλλο σε σχέση με την τρομοκρατία, και επόμενα να είναι επακριβώς μια μη-βίαια πρακτική.

Επόμενα επιλέγουμε την μη-βία ακόμα και από ανάγκη, γιατί βλέπουμε ότι αυτός ο κόσμος, στριμωγμένος μεταξύ πολέμου και τρομοκρατίας, εμπεριέχει μέσα του τον κίνδυνο της καταστροφής. Η επιλογή της μη-βίας επιβάλλεται, λοιπόν, από μια άμεση πολιτική ανάγκη. Αλλά και από την αναγκαιότητα να ξαναβρούμε πέρα για πέρα την ετερότητα της αντίθεσής μας στον καπιταλισμό. Για να επανακτήσουμε το δικό μας χαρακτηριστικό «να είμαστε κάτι το άλλο», το οποίο δεν υποχωρεί στον δελεασμό εκείνης της μιμητικής απάντησης, που για πολύ καιρό μας επέτρεψε να ισχυριστούμε: «αυτοί είναι βίαιοι, και εμείς πρέπει να είμαστε το ίδιο βίαιοι» (έστω και λίγο λιγότερο). Σήμερα δεν μπορούμε, τσιτάροντας τον Μπρέχτ, να πούμε: «εμείς που θέλαμε την ευγένεια, δεν μπορέσαμε να είμαστε ευγενικοί».

Αν δεν θέλουμε να παραιτηθούμε από μια κοινωνία στ’αλήθεια εναλλακτική απέναντι στον καπιταλισμό, η πρόκληση που έχουμε μπροστά μας είναι ακόμα πιο φιλόδοξη σε σχέση με τον παρελθόν.

Έχουμε ανάγκη από μια επιστημολογική ρήξη και από μια νέα γλώσσα για να αναδημιουργήσουμε την πολιτική και την δημοκρατία μέσα από μια ανανεωμένη ταξική κριτική, ικανή να ανακαλύπτει ξανά πέρα για πέρα την αδυναμία ισοπέδωσης του ανθρώπινου σε μια διαδικασία αλλοτρίωσης τόσο τραγική, στην λεηλασία της, που φθάνει να παρουσιάζει τον πόλεμο σαν μόνιμο ορίζοντα της ανθρωπότητας.

Η επιλογή που πρέπει να κάνουμε πρέπει να αφορά στη σφαίρα της πολιτικής, ακόμα και αν αυτό δε σημαίνει να αρνηθούμε την γοητεία και την επίδραση της επιλογής της μη-βίας σαν επιλογή που ριζώνει στο πεδίο της ηθικής. Στον ίδιο βαθμό, δεν έχω καμιά πρόθεση να υποβαθμίσω αφελώς τις διασυνδέσεις που, έστω και μέσα από μια αμοιβαία αυτονομία, δημιουργούνται, και πρέπει να δημιουργούνται, μεταξύ ηθικής και πολιτικής. Παρ’όλα αυτά, θεωρώ ότι ένα κόμμα, μια πολιτική υποκειμενικότητα που πραγματοποιεί μια παρόμοια επιλογή - παρ’όλο που προδιατίθεται σε μια αναμέτρηση με την ηθική διάσταση του προβλήματος - πρέπει να κρατιέται προπαντός στο πεδίο της πολιτικής.

Πιστεύω ότι καθήκον μας είναι να δώσουμε ζωή στην αναζήτηση μιας μη-βίαιας πολιτικής, που θα είναι σε θέση να προδιαθέσει προς αυτή την κοινή δραστηριότητα είτε γυναίκες και άνδρες που επιλέγουν την απόρριψη της βίας σε βάση στενά ηθική, είτε γυναίκες και άνδρες που δεν επιλέγουν την μη-βία για λόγους ηθικούς, αλλά σπρωγμένοι από πραγματικές αιτιολογήσεις, ακριβώς σαν πολιτική επιλογή. Μια επιλογή για να απελευθερωθεί η ριζοσπαστικότητα, για να διαφύγουμε από την δίνη του πολέμου και της τρομοκρατίας και να δώσουμε αποτελεσματικότητα στην συλλογική δράση.

Πιστεύω ότι δεν υπάρχει πιο ριζική κριτική, στη σημερινή φάση του καπιταλισμού, από την ανάληψη αυτής της έμπνευσης, που τον αμφισβητεί ριζικά, και που αντικρίζει την βία σαν ενδογενή αυτού του μοντερνισμού. Σαν να ήταν η πραγμάτωση ενός οξύμωρου. Εμείς έχουμε απέναντί μας ένα καπιταλισμό, που μετατρέπει μια κατάσταση έκτατης ανάγκης σε κανόνα: από τη μετατροπή αυτή αντλεί την ώθηση, για να αναδιοργανώσει την δύναμη και την καταπίεση και ταυτόχρονα, από την άλλη μεριά, ξεδιπλώνει τις δυνάμεις του πολέμου μέχρι τον κίνδυνο της καταστροφής.

Ενάντια σε όλα αυτά, η διαφορετικότητα, δηλαδή η αντίσταση στο σύστημα, αποτελείται από την ειρήνη και την μη-βία” .

Εκτύπωση στις: 2024-04-19
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1642