Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Αριστερά .... κινήματα

Στάθης, Λουκάς

Αυγή, 2007-03-17


Οι εξελίξεις στον ΣΥΝ, μακράς διαρκείας, φέρνουν στην επιφάνεια προσεγγίσεις που καλύπτονται κάτω από μια απλουστευτική «μονοδιάστατη κινηματική» αντίληψη της δραστηριότητας του ΣΥΝ. Που κάθε άλλο παρά ευνοεί μια προσπάθεια διαμόρφωσης του συγκεκριμένου και απτού περιεχομένου της.

Από τη συλλογιστική που σκιαγραφεί, στην ουσία, το ρόλο και την προοπτική του ΣΥΝ σαν «μιας δύναμης ανταγωνιστικής» μακράς διαρκείας δεν με πείθει ή με «φοβίζει» περισσότερο το υπόβαθρο στήριξής της, που διαφαίνεται ότι ευρίσκει τη δικαίωσή της σε αντιλήψεις, μορφωτικά και αναλυτικά εργαλεία άλλων και παρωχημένων πια εποχών.

Είναι μια αντίληψη που ουσιαστικά τείνει να περιορίζει «την πολιτική υποκειμενικότητα» στην απλή σκληρή και «παλιγγεννησιακή» αντιπροσώπευση της ανταγωνιστικότητας που, τυχόν, υπάρχει στην κοινωνία. Αλλά και όταν βέβαια υπάρχει ή επιδιώκεται και στηρίζεται σε ανθρώπινη σκέψη και γάμπες και όχι σε κενή περιεχομένου μαξιμαλιστική φρασεολογία, καταντάει λενινιστική παρωδία.

Αυτή η αντίληψη δείχνει να φοβάται όπως ο «διάβολος το λιβάνι» ότι αυτή η προσπάθεια αντιπροσωπευτικότητας θα μολυνθεί και θα διαβρωθεί από τη στιγμή που θα προσπαθήσει να προβληθεί στο επίπεδο της πολιτικής και της διακυβέρνησης των αντιθέσεων δηλ στην οικοδόμηση της ηγεμονίας. Έτσι όμως αφαιρείται από την πολιτική εκείνος που είναι κυριολεκτικά ο ρόλος της, δηλαδή:

- α. να εντοπίσει, να επεξηγήσει και να εκφράσει τα αιτήματα της κοινωνίας και να προβάλει τις ανάγκες που προκύπτουν σ ένα συνολικό προοπτικό πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο.

- β. να συμβάλει στη δημιουργία εκείνου του συμπλέγματος πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων (μακρόπνοη διαδικασία) που θα είναι σε θέση να τις προβάλει και να τις επιβάλει στην προοπτική δημιουργίας του νέου πολιτικού και θεσμικού πλαισίου.

Αντίθετα, πρέπει «ένα κόμμα να είναι σε θέση να συλλέξει την ώθηση των κινημάτων» και να την προβάλλει στο επίπεδο των πολιτικών και των θεσμικών σχέσεων (Φ.Μπερτινόττι).

Η ονομαστική ταυτοποίηση με τα κινήματα εμποδίζει την ανάπτυξή τους μια και μπαίνει de facto σαν φραγμός, λόγω φόβου συγκεκριμένης πολιτικής εκμετάλλευσης, σε συμβολές που προέρχονται από άλλες πολιτισμικές και θεματικές αφετηρίες. Η δε ταύτιση με τα κινήματα ή η "μυθοποίησή" τους, με την έννοια ότι αυτά εκφράζουν παντού και πάντα δίκαιες και κοινά αποδεκτές ανάγκες, είναι το λιγότερο απλοϊκή.

Το εθνικιστικό κίνημα στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια «έγλειψε» και «αγκάλιασε» σημαντικό μέρος του δημοκρατικού κοινωνικού και πολιτικού χώρου..

Ενώ η «μυθοποίηση» ή το παλιγγεννεσιακό αντίκρισμα του αγροτικού ή και του κινήματος των καθηγητών οδήγησε σε λάθος πολιτικές εκτιμήσεις και παρεμβάσεις. Οι οποίες ξεστράτισαν από την προσέγγιση των κύριων στόχων, γύρω από τους οποίους διαμορφώνεται και διεκδικείται μια ηγεμονία. Το ίδιο συμβαίνει σήμερα με το πανεπιστημιακό/φοιτητικό κίνημα. Προσέγγιση που είναι εκείνη της μεταρρύθμισης, αναδιάρθρωσης της αγροτικής οικονομίας και της μεταρρύθμισης συνολικά του εκπαιδευτικού συστήματος, αναγκαία συνθήκη για την αντιμετώπιση των συνεπειών των διαδικασιών της αλλαγής παραγωγικού προτύπου και της παγκοσμιοποίησης.

Σχετικά με το «κίνημα των κινημάτων» έλυσε το δίλημμα μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης με την διαμεσολάβηση της ύπαρξής του, καθώς και το αγκυροβόλημα των προτάσεών του, που δύσκολα μπορεί να χαρακτηρισθούν επαναστατικές, σε ένα γενικό οικουμενισμό. Πρόκειται για προτάσεις που μπορεί να συμμεριστούν (Susan George, Piero Sansonetti ). Αυτό, είναι πιο ισχυρό και αποτελεσματικό ( βλέπε χώρες Ε.Ε) εκεί που έχει δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας με τις εκφράσεις του εργατικού κινήματος, την Τ.Α και κατά συνέπεια με τους θεσμούς.

Χωρίς την πολιτική, οι μορφές ανταγωνισμού που εμφανίζονται στην κοινωνία διατρέχουν τον κίνδυνο να παραμείνουν ανέκφραστες ή να ηττηθούν ή να ισοπεδωθούν ή να οδηγήσουν σε παρωχημένες "στρατηγικές προοπτικές" ή και στη γέννηση τερατουργημάτων: προοίμιο των οποίων είναι η ενοχοποίηση της διαφορετικής γνώμης και η επίκληση για την «αυτοπυρπόληση της».

Ένα κόμμα της σύγχρονης ανανεωτικής αριστεράς πρέπει να επιδιώκει να παίξει στην ελληνική κοινωνία ένα ρόλο πρωταγωνιστή και όχι απλού παρατηρητή ή απλής μαρτυρίας. Για ένα τέτοιο κόμμα δεν είναι συμβιβασμός και υποταγή στην υπάρχουσα πραγματικότητα η συνειδητή προσπάθεια να επηρεάσει, μέσω της επιδίωξης - σ όλα τα επίπεδα - συγκεκριμένων λύσεων, την εξέλιξη της πραγματικότητας προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση που βέβαια θα έχει το ίδιο κατανοήσει και αποδεχθεί. Και που δεν είναι άλλος από το δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό, όχι πια σε εθνικό αλλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο και πλαίσιο (Ε.Ε) που προϋποθέτει μια φαινομενικά αντιφατική ιστορική διαδικασία, μέσα από τα πράγματα (δηλ.τα προβλήματα), σκληρών πολιτικών συγκρούσεων, συγκρίσεων και συγκλίσεων.

Είναι στ αλήθεια συμβιβασμός και υποταγή στην υπάρχουσα κατάσταση η προσπάθεια σκληρής διασταύρωσης της δικιάς σου αντίληψης, της δικιάς σου σκοπιάς, της δικιάς σου ανάλυσης, της δικιάς σου στρατηγικής μ άλλες παρόμοιες δυναμικές που παρουσιάζονται ή μπορεί και λόγω αυτής της πρωτοβουλίας να ευνοηθούν να παρουσιαστούν, στην κοινωνία ή στο πλαίσιο της πολιτικής; Αυτό βέβαια με υπαρκτές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις και όχι με κατάλοιπα απαρχαιωμένου νεοδογματισμού και μαξιμαλισμού. Το μεγάλο πρόβλημα και λάθος είναι ότι δεν είχε διαμορφωθεί - τη δεκαετία των μεγάλων αλλαγών που αφήσαμε πίσω μας - και ακόμα δεν διαμορφώνεται ένας πολιτικός οργανισμός που να είναι σε θέση να αναμετρηθεί με αυτές τις προκλήσεις.

Η εντύπωση είναι ότι η απλοποιημένη φόρμουλα «του ανταγωνιστικού υποκειμένου» εμπεριέχει την αντίληψη της απλής μαρτυρίας και της δυσπιστίας προς μια κοινωνική πραγματικότητα ρευστή, σύνθετη, δύσκολη. Η οποία επιτείνεται από την παγκοσμιοποίηση της αγοράς, την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου, την κρίση του κοινωνικού κράτους, τον περιορισμό και αλλαγή περιεχόμενου του Κράτους -Έθνους και από το γεγονός που δεν μπορεί να επεξηγηθούν εύκολα με τα παλιά εργαλεία και πρότυπα.

Κανείς, εξάλλου, δεν μπορεί ν αρνηθεί ότι σήμερα υπάρχει μια γενική κρίση πολιτισμικής ταυτότητας. Μια κρίση που έχει μια στερεή βάση σε αίτια κοινωνικά και οικονομικά. Αλλά που χαρακτηρίζονται και από διαδικασίες πιο βαθιές που οφείλονται, ιδίως μετά το 89, στην αντίληψη για το χάσιμο ενός πρότερου ρόλου και σε μια ανασφάλεια και φόβο για το μέλλον, λόγω περιορισμού ή αλλοίωσης και αλλαγής των ρόλων του Εθνικού Κράτους στα πλαίσια του οποίου διαμορφώθηκαν η ταυτότητά μας, οι υποχρεώσεις μας, τα δικαιώματά μας. Αυτή η ανασφάλεια για το μέλλον, στην οποία υπεισέρχεται η χριστοδουλική εκκλησία και επιτείνεται από την επέμβαση αυτή και που συγκλίνει με την κεντροδεξιά (φαινόμενο ευρωπαϊκό), πυροδότησε και πυροδοτεί το κλίμα του εθνικισμού που μπορεί να επιστρέψει εντονότερα ή το κλίμα του διάχυτου και έρποντος ρατσισμού.

Μπορεί όμως κάτω από ορισμένες συνθήκες (αυτή είναι η πρόκληση) να δώσει διέξοδο, στη σημερινή βέβαια πραγματικότητα, σε συμπεριφορές που έχουν ξαναπαρουσιαστεί, που μπορεί να συμβάλλουν στη διαμόρφωση όχι μόνο πολιτικών παρεμβάσεων αλλά και πολιτικών ταυτοτήτων.

Είναι αλήθεια δυνατόν ότι - πέρα από την τριτοδιεθνικιστικής μορφής ( πριν το 7ο συνέδριο της ΙΙΙ Διεθνής) αντιμετώπιση της σοσιαλδημοκρατίας (που είναι μια σύνθετη πραγματικότητα ακόμα και στην χώρα μας) ή τη φρασεολογική και παλιγγεννεσιακή αντιπαράθεση υποταγμένη στη γονατοκλισία απέναντι στον νεοσταλινισμό, που χάνει από τον ορίζοντά της τον καλπάζοντας νεοφιλελευθερισμό δηλαδή ουσιαστικής αποχής από τις πραγματικές εξελίξεις - "tertium non datur", δηλαδή δεν υπάρχει ένας τρίτος, ένας άλλος δρόμος;

Υπάρχει βέβαια και είναι εκείνος ο δύσκολος και επιφανειακά αντιφατικός της προσπάθειας να "μολυνθούν" και να επηρεαστούν, μέσα από την αυστηρή πολιτική και πολιτισμική αυτονομία, οι πραγματικές εξελίξεις από τις δικές μας μελετημένες και σχεδιασμένες προτάσεις,, που θα προβάλλονται και θα εξελίσσονται και μέσα από την πολιτική και τους θεσμούς χωρίς να χρησιμοποιούνται αυτοί σαν διαστρεβλωτικοί φακοί για την θεώρηση της κοινωνίας.

Μια και παρατηρούμε ότι τα κινήματα που προαναφέραμε δεν νικούν δεν δημιουργούν μια καινούργια προοπτική, απλά «εμποδίζουν» τις κυβερνητικές αλλαγές. Δεν είναι, σε θέση από μόνα τους να δημιουργήσουν «κοινή συνείδηση», αυτό είναι το οξύμωρο σχήμα των δημοσκοπήσεων. Μια και υπάρχει ένα κενό πολιτικής υποκειμενικότητας που θα είναι σε θέση να συλλέξει αυτά τα αιτήματα, τις ωθήσεις και τις « αμυντικές επιτυχίες». Και κατά κάποιο τρόπο ευρισκόμαστε στο «μέσο του περάσματος» μιας κρίσης της πολιτικής μια και τα υποκείμενα της δείχνουν εμφανή σημεία κρίσης, που τείνει να είναι και μια κρίση των δημοκρατικών θεσμών.

Η μόλυνση και επηρεασμός θα τείνουν να ξεπεράσουν το κενό και να κάνουν ένα βήμα στο πέρασμα, στην κατεύθυνση της δημιουργία (πρόκειται για μια ιστορική διαδικασία, που δεν γίνεται από το σήμερα στο αύριο) ενός νέου συμπλέγματος πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων του μόνου ικανού ν αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα που βάζει αυτή η περίοδος, και που αμυντικά εκφράζονται από τα κινήματα..

Πρόκειται για μια δύσκολη πρόκληση, αλλά χωρίς άλλο αναγκαία αν θέλουμε να ξοδεύουμε τη ριζοσπαστικότητα μας – γιατί στην κοινωνία ακόμα δεν υπάρχει και ας μη μας δημιουργούν επικίνδυνες αυταπάτες οι φοιτητικές κινητοποιήσεις- και το αμφιλεγόμενο ανανεωτικό πνεύμα για την εξυπηρέτηση της χώρας και των κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία κινδυνεύουν , σ αντίθετη περίπτωση, να πληρώσουν άγρια την καμπή που αχνά διαμορφώνεται μπροστά μας.

Αν όμως και αυτό απορρίπτεται ή αποκρύπτετε λόγω αλλεργίας ή αξιωματικής αντίθεσης στους συμβιβασμούς (Θεωρία της αδιαλλαξίας) τότε υποκρύπτεται μια πολιτική αντίληψη , ξένη προς το δημοκρατικό δρόμο, βαθιά επηρεασμένη από “τον οικονομισμό”: “που...συνοδεύεται από την σιδερένια πεποίθηση ότι υπάρχουν για την ιστορική εξέλιξη αντικειμενικοί νόμοι όπως εκείνοι των φυσικών επιστημών. .........Και επειδή συνέπεια αυτών οι ευνοϊκές συνθήκες ..θα παρουσιασθούν χωρίς άλλο προκύπτει η μη χρησιμότητα αλλά ακόμα και η ζημιά κάθε θεληματικής πρωτοβουλίας που τείνει να συμβάλλει στην δημιουργία αυτών των καταστάσεων σύμφωνα με ένα πρόγραμμα, ένα σχέδιο”.

Που όταν παρουσιάζεται στο εργατικό κίνημα είναι ένδειξη πρωτόγονου ιδεολογισμού .Ενώ όταν παρουσιάζεται στους διανοούμενους είναι έκφραση σνομπισμού και ανευθυνότητας. Και στις δύο περιπτώσεις έκφραση και σημάδι της σωματοποίησης της ήττας.

Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1694