Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Οι ελευθερίες του πολίτη και οι δικηγόροι

Συρροή προβληματικών φαινομένων

Νίκος, Παρασκευόπουλος

Ελευθεροτυπία, 2007-04-04


Η δικηγορία στη χώρα μας έχει χαρακτηριστικά εκλαϊκευμένου επιστημονικού επαγγέλματος: ο αριθμός των δικηγόρων είναι πληθωρικός, σχεδόν κάθε μία οικογένεια Ελλήνων έχει συγγενή ή φίλο δικηγόρο. Μεγάλο μέρος της «δικηγορικής ύλης» στηρίζει καθημερινές εκφάνσεις του κράτους δικαίου, του κράτους πρόνοιας και της εύρυθμης οικονομικής ζωής. Υπάρχει όμως, βέβαια, επίσης ένας περίγυρος υποθέσεων που σε μια καλά οργανωμένη κοινωνία θα έλειπαν. Οφείλονται, όπως γνωρίζουμε όλοι, στη διαδεδομένη δικομανία, καθώς και στην υπεραναπτυγμένη στη χώρα μας γραφειοκρατία.

Αντίστοιχα είναι τα στερεότυπα που κυριαρχούν. Ο συνήγορος είναι πάντοτε ένας πολύτιμος συμπαραστάτης του πολίτη όταν οι ελευθερίες του δοκιμάζονται. Γίνεται μάλιστα ενοχλητικός στις Αρχές, όχι μόνον όταν ακροβατεί στα όρια της νομιμότητας, αλλά κάποτε και όταν εμμένει στον θεσμικό του ρόλο.

Κατ εξοχήν τα αυταρχικά καθεστώτα, γι αυτό τον λόγο, απεχθάνονται τον θεσμό του συνηγόρου και προσπαθούν να περιορίσουν τη δραστικότητά του.1 Στις ιδιωτικές αντιδικίες, επίσης, η ευγενής και ευσυνείδητη άσκηση των έργων του συνιστά πολύτιμη συμβολή στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Αντίκρυσμα ωστόσο σε μια στρεβλή πρακτική έχει, δυστυχώς, και ένα τελείως διαφορετικό στερεότυπο: αυτό του δικηγόρου - άκριτου υπηρέτη των αγοραίων συμφερόντων, που αντί να συμβάλλει σε λύσεις οξύνει τις συγκρούσεις.

Για τους παραπάνω λόγους, οι γενικοί όροι άσκησης της δικηγορίας και η άνεση της επικοινωνίας των πολιτών με τους δικηγόρους εμφανίζουν ένα ευρύτερο κοινωνικό ενδιαφέρον.

Ακόμη και το διεθνές δημόσιο δίκαιο κατατάσσει στα θεμελιακά και αναπαλλοτρίωτα ατομικά δικαιώματα τη δυνατότητα ενός προσώπου που συλλαμβάνεται ή κρατείται να επικοινωνεί με νομικό συμπαραστάτη. Συγκεκριμένα, το διεθνές δίκαιο προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων εγγυάται την επικοινωνία με δικηγόρο, ακόμη και σε περιστάσεις έκτακτης ανάγκης ή σε διώξεις και δίκες για τρομοκρατικές πράξεις.2 Το σχετικό δικαίωμα του πολίτη υφίσταται ήδη πριν από τη δίκη, από τα πιο πρώιμα στάδια και τις στιγμές μιας κράτησης. Πρόκειται για βασικό όρο της δίκαιας διαδικασίας. Εκτός από τα διεθνή συμβατικά κείμενα που το έχουν αναγνωρίσει, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το έχει τοποθετήσει με έμφαση σε κορυφαία θέση μεταξύ των σχετικών εγγυήσεων.3

Αυτό το ατομικό δικαίωμα επικοινωνίας πολίτη - δικηγόρου προσκρούει στην εποχή μας σε διάφορα εμπόδια. Βασικά χαρακτηριστικό του σύγχρονου συστήματος ασφάλειας είναι ο παραγκωνισμός των δομών της ποινικής Δικαιοσύνης και η προτίμηση των άμεσων επεμβάσεων της εκτελεστικής εξουσίας. Υποτίθεται ότι η τακτική αυτή υπηρετεί την αποτελεσματικότητα του ποινικού ελέγχου του εγκλήματος. Διαπιστώνεται όμως ήδη το αυτονόητο, ότι έτσι απορρυθμίζονται το κράτος δικαίου και οι λειτουργίες απονομής της δικαιοσύνης.

Δεν είναι λοιπόν τυχαία η συρροή φαινομένων θεσμικής ή διοικητικής δυσμένειας απέναντι στα υπερασπιστικά έργα των συνηγόρων: τα φαινόμενα αυτά απορρέουν από το ισχυρό διεθνές ρεύμα, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιούν όποιοι εξατομικευμένα τα μεθοδεύουν. Καταγράφω σχετικά κρούσματα στη χώρα μας.

Πρόσφατος νόμος για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης (του ξεπλύματος) εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες4 υποχρεώνει τους δικηγόρους να αναφέρουν, χωρίς μάλιστα να ενημερώσουν τους πελάτες τους, τις συναλλαγές των τελευταίων που θα θεωρήσουν «ύποπτες». Προωθούνται έτσι ένα δίκτυο πληροφοριών στη θέση του δικηγορικού απορρήτου και η καχυποψία αντί της εμπιστοσύνης. Οι σχέσεις πελάτη - δικηγόρου αλλάζουν.

Πέρα από το παραπάνω νομοθετικό κρούσμα, μια συγκεκριμένη πρακτική κατά την εφαρμογή των νόμων πιστοποιεί την ίδια καχυποψία. Στη Θεσσαλονίκη οι δικηγόροι αναστατώθηκαν, όταν έγινε πρόσφατα γνωστή μια ευρεία παρακολούθηση τηλεφωνημάτων τους. Η τυπικά έγκυρη καταγραφή των ενδεχόμενων επικοινωνιών ενός δικηγόρου με κάποιον ύποπτο κατέληξε στη γενικευμένη παρακολούθηση τηλεφωνημάτων μεταξύ πολλών δικηγόρων της πόλης. Η αναστάτωση και οι αντιδράσεις του Δικηγορικού Συλλόγου ήταν αναμενόμενες.

Οι αστυνομικές Αρχές της Πάτρας, εξάλλου, αναζητώντας φυγόδικο για σοβαρές αξιόποινες πράξεις, πραγματοποίησαν προ ημερών ολονύχτια παρακολούθηση ενός δικηγορικού γραφείου. Κατά το επόμενο πρωί προχώρησαν, παρουσία εισαγγελέα και με συναίνεση του δικηγόρου, σε έρευνα του γραφείου.

Ο κατηγορούμενος δεν ανευρέθηκε εκεί, αλλά η αστυνομική δύναμη, περίοπτη και όχι διακριτική, παρέμεινε ακόμη για ένα εικοσιτετράωρο έξω από την πολυκατοικία. Το περιστατικό προκάλεσε έναν εύλογο αντίκτυπο στην κοινωνία της Πάτρας: παραστάσεις διαμαρτυρίας του Δ.Σ. των δικηγόρων σε Αρχές, αποχή των δικηγόρων από την άσκηση των καθηκόντων τους, πρωτοσέλιδα του τοπικού Τύπου κ.λπ. Οι δικηγόροι επικαλέστηκαν διάταξη του Δικηγορικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία έρευνα σε γραφείο πληρεξούσιου δικηγόρου απαγορεύεται (εκτός αν ο ίδιος ο δικηγόρος κατηγορείται για συμμετοχή, υπόθαλψη ή αποδοχή προϊόντων εγκλήματος).5

Προφανώς, αρκετοί θεωρούν σκόπιμη μια έρευνα σε δικηγορικό γραφείο προκειμένου να συλληφθεί ένας φυγόδικος εντολέας. Η έννομη τάξη, ωστόσο, έχει λόγους να εγγυάται την άφοβη πρόσβαση των πολιτών σε δικηγόρους· όλων των πολιτών, ακόμη και των διωκόμενων για τα βαρύτερα εγκλήματα. Το δικηγορικό γραφείο πρέπει να αποτελεί ένα άσυλο, μια ανοιχτή γέφυρα επανόδου, ώστε ο φυγόδικος να διατηρεί την ελάχιστη έστω προοπτική οργάνωσης μιας επιστροφής του στην έννομη και ένδικη τάξη. Πόσοι φυγόδικοι δεν έχουν ώς τώρα παρουσιαστεί εκούσια στις αρχές, ύστερα από επαφή τους με συνήγορο; Με δεδομένες, πάντως, τις παραπάνω διαφωνίες, η συνοχή όσων πρέπει άμεσα ή έμμεσα να συμβάλλουν στην απονομή της δικαιοσύνης τραυματίστηκε.

Σημαντικότερο όλων, λόγω του αριθμού των προσώπων (αν δεν κάνω λάθος ήταν 49) που έμειναν ανυπεράσπιστα, καθώς και λόγω της σύνδεσης των κατηγοριών με το συνταγματικά εγγυημένο δικαίωμα της διαδήλωσης, ήταν το κρούσμα της Αθήνας: ο αποκλεισμός της επικοινωνίας των κατηγορουμένων φοιτητών - διαδηλωτών με τους συνηγόρους τους κατά την κράτησή τους στο κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Και όμως! Ο σαφής πολιτικός χαρακτήρας των διώξεων6 θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε τεταμένη προσοχή τους χειριστές της διαδικασίας. Ο παράνομος αυτός αποκλεισμός επικοινωνίας θυμίζει πραγματικά κακούς καιρούς.

Σε κάθε ενασχόλησή μας με τα ζητήματα της Δικαιοσύνης χρειάζεται να θυμόμαστε να αποφεύγουμε τις γενικεύσεις.

Να διακρίνουμε τους ευσυνείδητους από τον αυταρχικό ή εμπλεκόμενο σε κυκλώματα δικαστή, εισαγγελέα ή αστυνομικό· τον βάρβαρο εμπρηστή ή βίαιο χούλιγκαν από τους απλούς διαδηλωτές· τον δικηγόρο που εμπλέκεται ο ίδιος σε παράνομες πράξεις από τον λειτουργό υπερασπιστή οποιουδήποτε κατηγορουμένου. Κάποτε όμως συναντούμε αδιαβάθμητες και ανυποχώρητες εγγυήσεις. Σε αυτές ανήκει οπωσδήποτε το δικαίωμα επικοινωνίας των πολιτών με τους συνηγόρους τους.

*Καθηγητή Νομικής ΑΠΘ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Γ. - Α. Μαγκάκη, Ο συνήγορος (1988) 15.

2. Η. Duffy, The «War on Terror» and the flame work of Intern. Law (Cambridge Univ. Pr., 2006) 423.

3. Brannigan and McBride v.U.K. (1993).

4. Ν. 3424/2005.

5. Βλ. Α. Κωνσταντινίδη, Αρθρο Ποιν. Χρον. 1995, 865 κε.

6. Ν. Παρασκευόπουλου, Αρθρο, «Ελευθεροτυπία» 21/3/2007.

Εκτύπωση στις: 2024-04-26
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1742