Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Το ταμπού των συντάξεων

Οι αναβολές επιδεινώνουν τους όρους για τους νέους

Ελίζα, Παπαδάκη

Τα Νέα, 2007-05-30


Στην Ιταλία κυκλοφορεί αύριο ένα βιβλίο που προβάλλει την επιτακτική ανάγκη μεταρρύθμισης του συστήματος των συντάξεων. Το έγραψε ο Τζουλιάνο Αμάτο, υπουργός Εσωτερικών σήμερα και δύο φορές πρωθυπουργός παλαιότερα (1992-93 και 2000-01), μαζί με τον ειδικευμένο στα ασφαλιστικά καθηγητή Μάουρο Μαρέ. Το βιβλίο βγαίνει σε μια δύσκολη πολιτική συγκυρία: Ανάμεσα στα κόμματα που μετέχουν στην κεντροαριστερή κυβέρνηση του Ρομάνο Πρόντι εκφράζονται πλέον ανοικτά διαφωνίες γύρω από τις επιλογές της λιτότητας που επιβάλλει η δημοσιονομική εξυγίανση, η δημοτικότητα της κυβέρνησης έχει πέσει χαμηλά, ενώ ακριβώς για τις συντάξεις διεξάγονται αυτήν την εβδομάδα κρίσιμες διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα.

Με την παρέμβασή του ο Αμάτο θέλει να τονίσει ότι για να διαφυλαχθούν τα συμφέροντα των νέων, όσων εργάζονται ήδη σήμερα αλλά και όσων βρίσκονται ακόμα στο σχολείο ή δεν έχουν καν γεννηθεί, η μεταρρύθμιση πρέπει να γίνει τώρα: να αυξηθεί το όριο ηλικίας για τη συνταξιοδότηση, να τροποποιηθούν οι συντελεστές και, ιδίως, να εισαχθεί ένας τρίτος κεφαλαιοποιητικός πυλώνας. Από τη δημογραφική εξέλιξη συνάγει τα γνωστά χρηματοοικονομικά επιχειρήματα: Καθώς το προσδόκιμο ζωής υπερβαίνει τα 80 χρόνια και η γεννητικότητα είναι χαμηλή, οι εισφορές που απαιτούνται για να πληρωθούν οι συντάξεις θα λιγοστεύουν• η αναλογία τεσσάρων ασφαλισμένων προς έναν συνταξιούχο στην Ιταλία σήμερα θα γίνει σχεδόν 1,5: 1 το 2050.

Αντλεί όμως και ένα πολιτικό επιχείρημα: Η ηλικία του μέσου ψηφοφόρου είναι σήμερα τα 46 χρόνια και θα αυξάνεται συνεχώς για να φτάσει τα 57-58 χρόνια σε τρεις δεκαετίες.Καμία κυβέρνηση και κανένα κόμμα δεν θέλει να διαπράξει πολιτική αυτοκτονία, γράφει. Αν δεν βρεθεί επομένως τώρα το πολιτικό θάρρος για μια μεταρρύθμιση που θα κερδίζει την εμπιστοσύνη, όταν η πλειοψηφία των εκλογέων θα είναι συνταξιούχοι και εργαζόμενοι στα πρόθυρα της σύνταξης, θα είναι πολύ αργά. Οι νέοι, σημερινοί και επόμενοι, θα έχουν αποκλεισθεί οριστικά. Κατά τον Αμάτο άλλωστε, το περίφημο «συμβόλαιο μεταξύ των γενεών» ουδέποτε υπήρξε.Όλες οι έως τώρα ρυθμίσεις συμφωνήθηκαν με τους συνταξιούχους και τους εργαζόμενους σε ώριμη ηλικία, με τις νεώτερες γενιές απούσες.

Την ιδέα να συνδεθεί η λύση στο πρόβλημα των συντάξεων με την ανερχόμενη ηλικία των εκλογέων πρωτοεισήγαγε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην παγκόσμια οικονομική έκθεση του φθινοπώρου του 2004. «Το τελευταίο τρένο για τη μεταρρύθμιση» θα φύγει όταν το 50,1% του εκλογικού σώματος θα είναι πάνω από 50 ετών, έγραψε και υπολόγισε ότι αυτό θα συμβεί το 2020 στην Ιταλία όπως και στην Ελλάδα, το 2015 στη Γαλλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, το 2040 στη Μεγάλη Βρετανία. Εδώ το επισήμανε τότε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Νίκος Γκαργκάνας, χωρίς να δοθεί κάποια συνέχεια. Δεν είναι βέβαια διόλου αναγκαστικό να υποθέσουμε ότι το κριτήριο των ψηφοφόρων θα είναι αποκλειστικά εγωιστικό. Ούτε όμως φαίνεται φρόνιμο να αγνοήσουμε μια τέτοια προοπτική. Στις παλαιότερες γενιές στη χώρα μας είχε ιστορικά διαμορφωθεί ένα υψηλό αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης. Δεν αξιοποιήθηκε πολιτικά για να στηριχθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, και η διεύρυνσή του παραμένει ζητούμενο.

Λίγους μήνες μετά τη δύσκολη εκλογική της, η κυβέρνηση Πρόντι άνοιξε το θέμα των συντάξεων, και τώρα, έχοντας μόλις μπει στον δεύτερό της χρόνο, προσπαθεί να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις και να καταλήξει. Η επιτυχία δεν είναι εξασφαλισμένη, κάθε άλλο. Αλλά «από την κρίση της πολιτικής και της εμπιστοσύνης θα βγούμε με καλή πολιτική, όχι με την άρνησή της», υποστηρίζουν εκεί κυβερνητικά στελέχη που μάχονται για μεταρρυθμίσεις. Σε μάς, αντίθετα, «η άρνηση της πολιτικής» κυριαρχεί. Το πρόβλημα των συντάξεων έμεινε ταμπού και σπαταλήθηκε μια τετραετία χωρίς να θιγεί καν στη δημόσια συζήτηση. Και μαζί σπαταλήθηκε η όποια εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, με αποτέλεσμα τη σημερινή καχυποψία για κάποια «μυστική συμφωνία» με τις Βρυξέλλες που θα πλήξει ασφαλιστικά δικαιώματα μετά τις εκλογές.

Αλλά αυτή είναι η χειρότερη αφετηρία για να ανοίξει η αναγκαία συζήτηση, όπου, προφανώς, το θέμα δεν είναι «τι θα μας επιβάλουν οι Βρυξέλλες», ή όποιος άλλος απ΄ έξω, αλλά ποια κατανομή των πόρων θα συμφωνήσουμε να επιδιώξουμε οι εκπρόσωποι διαφορετικών ταξικών/επαγγελματικών συμφερόντων στην κοινωνία μας και, όπως μας υπενθυμίζει ο Αμάτο, οι διαφορετικές γενιές: Τι ποσοστό, για παράδειγμα, των πόρων του κρατικού προϋπολογισμού θέλουμε να δίδεται για την ενίσχυση των συντάξεων και πόσα για την παιδεία, τη βελτίωση της απασχόλησης, τη στήριξη των οικογενειών. Μαζί με τις συντηρούμενες θεσμικά από το πλήθος των Ταμείων μεγάλες ανισότητες στο εσωτερικό του ασφαλιστικού συστήματος και την εκτεταμένη εισφοροδιαφυγή που ευθύνεται για το πολύ χαμηλό επίπεδο του μεγαλύτερου μέρους των συντάξεων, έχουμε να αντιμετωπίσουμε και μιαν εξαιρετικά δυσμενή προοπτική από τη γήρανση του πληθυσμού: με τα σημερινά δεδομένα οι σχετικές δαπάνες θα αυξηθούν κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ώς το 2025 και κατά 16,8 μονάδες ώς το 2050, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ. Συγκριτικά, οι αντίστοιχες αυξήσεις στην Ιταλία δεν προβλέπονται ούτε οι μισές: 3,1 και 7 μονάδες.

Εκτύπωση στις: 2024-04-26
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=1843