Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Με όλες μας τις δυνάμεις - με όλες μας τις "ψυχές"

Δημήτρης, Γιατζόγλου

Αυγή της Κυριακής, 2007-09-02


Οι εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες της μεταπολίτευσης. Διότι, για πρώτη φορά, κλονίζεται ο κυρίαρχος συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων που παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος από το 74 μέχρι σήμερα. Μια πρώτη ρωγμή του δικομματισμού, που την επισημαίνουν ποικίλες πολιτικές αναλύσεις, την καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις και που τη διαισθανόμαστε, μπορεί να αποτυπωθεί στο εκλογικό αποτέλεσμα, εμπλουτίζοντας τις εναλλακτικές πολιτικές προοπτικές.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Για πρώτη επίσης φορά, με αιχμή τις ορατές πια διά γυμνού οφθαλμού αλλαγές στο κλίμα και τις φονικές για τους ανθρώπους και το περιβάλλον πυρκαγιές, φαίνεται να αναδύεται μια αμφισβήτηση των κυρίαρχων ιδεολογικών στερεοτύπων του πολιτικού μας συστήματος: όπως αυτά της αγοράς σε ρόλο απόλυτου πολιτικού υποκειμένου, της ανάπτυξης ως διαρκούς ποσοτικής μεγέθυνσης, της αυθαίρετης και αυτάρεσκης αξίωσης των δύο μεγάλων κομμάτων να θεωρούνται ως οι μοναδικοί φορείς κυβερνητικής - διαχειριστικής κουλτούρας. Μια αμφισβήτηση εμβρυακή ακόμη, αντιφατική και αμφίσημη, που μπορεί όμως -με τη σοβαρή και επίμονη παρέμβαση της Ανανεωτικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς- να μορφοποιηθεί σε μια δοκιμή κριτική και εναντίωση στα κυρίαρχα αναπτυξιακά και καταναλωτικά πρότυπα.

Για τα παραπάνω στοιχεία (που δεν αποτελούν μορφοποιημένες και πολύ περισσότερο μη αντιστρέψιμες τάσεις) ο Συνασπισμός πάλεψε όλη την προηγούμενη περίοδο και συνέβαλε στην εμφάνισή τους. Το έκανε ευρηματικά και μαχητικά, μέσα στο κοινοβούλιο και μέσα στις κοινωνικές κινητοποιήσεις. Και το έκανε πιο ουσιαστικά και πιο αποτελεσματικά από το ΚΚΕ. Το παράδοξο είναι ότι αυτό δεν το ανέδειξε ως στοιχείο υπεροχής έναντι του ΚΚΕ και δεν το έχει αξιοποιήσει μέχρι σήμερα. Το ΚΚΕ ήταν και παραμένει ο φορέας της πιο αδιάλλακτης αντιδικομματικής ρητορικής. Που την περιόρισε και την περιορίζει σε μια πρακτική διαρκούς ζύμωσης, σε αναμονή της στιγμής της "μεγάλης ρήξης", αδυνατώντας να τη μεταφράσει σε συγκεκριμένη, αποτελεσματική πράξη. Το ΚΚΕ αποτελεί βασικό παράγοντα ισορροπίας και συνοχής της δικομματικής διάρθρωσης. Τα υπόλοιπα είναι φιλολογία.

Ο Συνασπισμός αντίθετα χειρίστηκε το ζήτημα -ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο- με τον αυτονόητο πολιτικό ορθολογισμό. Κατηύθυνε την αιχμή της κριτικής του και έριξε το κύριο βάρος της αντιπαράθεσής του προς το ηγεμονικό πολιτικό υποκείμενο - φορέα μιας πολιτικής που στρέφεται εναντίον των λαϊκών στρωμάτων και των ιδεών της αριστεράς, δηλαδή προς την κυβέρνηση της Ν.Δ. Δεν παραιτήθηκε από την άσκηση κριτικής προς το ΠΑΣΟΚ (ανεξάρτητα από τις όποιες αντιρρήσεις για την ποιότητα αυτής της κριτικής). Δεν υιοθέτησε μια στάση γενικευμένης αντιδεξιάς συμπαράταξης, χωρίς το αναγκαίο, αποσαφηνισμένο προγραμματικό και στρατηγικό υπόβαθρο. Έδωσε, λοιπόν, τη μάχη του εναντίον του δικομματισμού σε πολιτικούς όρους. Αναδείχθηκε σε πολλές περιπτώσεις σε κύρια αντιπολιτευτική δύναμη. Συνέβαλε στην όποια αποδυνάμωση των δύο μεγάλων κομμάτων και ενισχύθηκε πολιτικά.

Να αναπτύξουμε τον υπαρκτό πολυσυλλεκτισμό μας

Πηγαίνει, λοιπόν, σ αυτές τις εκλογές, με την εκλογική συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ, σε ευνοϊκές συνθήκες, χωρίς το άγχος της εκλογικής επιβίωσης. Αυτό πρέπει να το αξιοποιήσει, διευρύνοντας μέχρι τα όριά τους όλες τις δυνατότητες της εκλογικής του ενίσχυσης. Γιατί αυτό είναι το πραγματικό στοίχημα αυτών των εκλογών και όχι οι "σχεδιασμοί" για την επόμενη μέρα των όποιων εσωκομματικών αντιπαραθέσεων.

Οφείλουμε, λοιπόν, όλο αυτό το διάστημα μέχρι την ημέρα των εκλογών, να αναπτύξουμε όλον τον υπαρκτό πολυσυλλεκτισμό μας. Να συσπειρώσουμε όλες τις διαθεσιμότητες, να άρουμε δυσπιστίες και επιφυλάξεις, να δώσουμε την ευκαιρία να μας επαναπροσεγγίσει ένας κόσμος που αποστασιοποιήθηκε για διάφορους λόγους. Να ανακτήσουμε ένα πολύτιμο στοιχείο που χαρακτήρισε την Ανανεωτική Αριστερά σε όλη τη διαδρομή της: τη λειτουργία της όχι με όρους ενός κλασικού πολιτικού φορέα, αλλά ως δημόσιου χώρου συνάντησης των αριστερών που διαμόρφωσαν και συνδιαμορφώθηκαν από τις ιδέες του Δημοκρατικού Δρόμου για τον σοσιαλισμό της ελευθερίας και της ισότητας.

Ο δικός μας πολυσυλλεκτισμός δεν υπήρξε ποτέ ένας πολυσυλλεκτισμός ανερμάτιστος. Είχε πάντα μια ραχοκοκαλιά από σταθερές ιδέες και αξίες. Ήταν η έκφραση μιας ταυτότητας πλουραλιστικής και ανοιχτής. Ήταν το αποτέλεσμα της συνύπαρξης -εν μέσω συχνών συγκρούσεων και οδυνηρών κρίσεων- πολλών "ψυχών" της Ανανεωτικής Αριστεράς. Όσο κι αν το πληρώσαμε αυτό πολιτικά και εκλογικά πολλές φορές, κατά παράδοξο για πολλούς τρόπο, αυτό το στοιχείο υπήρξε ο πιο ανθεκτικός και στιβαρός παράγοντας της πολιτικής μας επιβίωσης.

Θα απευθυνθούμε, λοιπόν, στο εκλογικό μας ακροατήριο με όλες μας τις ψυχές. Με αυτήν του ριζοσπαστισμού και με αυτήν του αριστερού μεταρρυθμισμού. Με αυτήν που ομνεύει στον κινηματισμό και με την άλλη του "κυβερνητισμού". Με την αφοσίωση και το σθένος των κομματικών μελών, αλλά και με τη συστράτευση των ανένταχτων στα αριστερά και στα δεξιά του οργανωμένου φορέα. Και θα το κάνουμε αυτό γιατί δεν γίνεται αλλιώς, αν θέλουμε να μεγιστοποιήσουμε την εκλογική μας καταγραφή. Όσοι βιαστούν να δουν στη λογική αυτή μια ενδιάθετη αντίληψη πολιτικού καιροσκοπισμού, θα έπρεπε να σκεφθούν ότι "οι ψυχές" αυτές δεν συνυπήρξαν παθητικά, ως δολώματα προς αφελείς. Συγκροτήθηκαν και ανασυντέθηκαν ως τέτοιες μέσα από ένα διαρκή διάλογο και αναζήτηση μιας νέας ταυτότητας της αριστεράς που να απαντά στην πολλαπλή της κρίση. Στοιχείο που πολύ δύσκολα μπορεί να υποκατασταθεί από τον κομφορμισμό της "ενιαίας σκέψης" μια οποιασδήποτε πλειοψηφίας (αριστερής ή δεξιάς) οσοδήποτε ισχυρής.

Να θέσουμε τα δικά μας διλήμματα

Υπάρχει, τέλος, ένα κρίσιμο στοιχείο που αφορά αυτές τις εκλογές και που έχει ήδη επισημανθεί (βλ. το άρθρο του \Χρ. Βερναδάκη\ στην "Αυγή" της 26.8.07): οι εκλογές αυτές διεξάγονται χωρίς ένα ισχυρό, κεντρικό και διακριτό πολιτικό διακύβευμα. Πέρα από τις αιτίες (και τις ευθύνες) που μπορεί να αναζητήσει και να εντοπίσει κανείς στα δύο μεγάλα κόμματα, έχω την αίσθηση ότι αυτό το κενό προκύπτει από την έλλειψη μιας ευδιάκριτης "κοινωνικής εντολής" που να υποδεικνύει μια κατεύθυνση.

Αυτό το κενό δεν μπορεί να καλυφθεί τεχνητά. Ούτε από τα πομπώδη διλήμματα της δεξιάς του τύπου "Μεταρρύθμιση ή θάνατος", που στην ουσία επιχειρούν να αποκρύψουν την τάση μιας βίαιης αναδιάταξης των κοινωνικών σχέσεων σε βάρος των αδύναμων στρωμάτων. Ούτε από τον προγραμματικό και στρατηγικό αμοιβαδισμό του ΠΑΣΟΚ που παραπαίει μεταξύ του λαϊκισμού της "νέας αλλαγής" και ενός μάλλον εξαντλημένου σοσιαλδημοκρατικού συμβιβασμού.

Αυτό το κενό μας επιτρέπει να θέσουμε εμείς, με σύνεση, ορισμένα δικά μας διλήμματα, που να συναντηθούν με τις υπαρκτές κοινωνικές τάσεις άρνησης και διαμαρτυρίας. Μόνο που αυτό δεν αρκεί. Και δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ. Διότι το κεντρικό πρόβλημα, με το οποίο δεν μπορούμε να ξεμπερδέψουμε εύκολα, είναι για το αν η δική μας αριστερά μπορεί να αρκεστεί στο "όχι". Ή αν, από την άλλη, μπορούμε να προσυπογράψουμε απλώς πιο ήπιες εκδοχές κυριαρχίας της αγοράς. Αν εντέλει μπορούμε να συγκροτήσουμε ένα σχέδιο μετασχηματισμού για την κοινωνία μας, που να απαντά στο σήμερα και να εγγράφεται ταυτόχρονα στο δικό μας αξιακό ορίζοντα.

Αυτή η συζήτηση καλό θα είναι να ανοίξει μετά τις εκλογές, χωρίς περιττή αυταρέσκεια και με τη σοβαρότητα που της αξίζει. Και κυρίως με την ειλικρινή παραδοχή από όλους ότι μια αριστερά ενωμένη, χωρίς μια επαρκή, κοινή προγραμματική βάση συνεννόησης θα εξακολουθήσει να είναι μια ανίσχυρη αριστερά.

Εκτύπωση στις: 2024-04-20
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=2002