Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Η χαλαρή σοσιαλδημοκρατία

Ανδρέας, Πανταζόπουλος

Αυγή της Κυριακής, 2007-09-23


Το αποτέλεσμα των εκλογών της προηγούμενης Κυριακής επιβεβαίωσε με δραματικό τρόπο σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ την καθοδική πορεία του κόμματος τα τελευταία χρόνια. Αν αξίζει να σταθούμε για λίγο στους βασικότερους λόγους αυτής της εκλογικής ήττας, είναι και γιατί στο ΠΑΣΟΚ δοκιμάσθηκε και απέτυχε μία πολύ συγκεκριμένη "πολιτική" στρατηγική που διαφημίσθηκε από τον Γ. Παπανδρέου ως η πλέον σύγχρονη και βέβαια η πλέον προοδευτική απάντηση στα αυξανόμενα προβλήματα ιδεολογικής φυσιογνωμίας και πολιτικού προσανατολισμού της νεο-σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς στην ελληνική της εκδοχή.

Αυτό που ουσιαστικά ηττήθηκε κοινωνικά στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου ήταν μια θολή και αβέβαιη κομματική ταυτότητα και ένα ασθενές, ένα χαλαρό ηγετικό μοντέλο, στοιχεία τα οποία παρουσιάσθηκαν από τον Γ. Παπανδρέου ως η λυτρωτική έξοδος από την πολιτική, κοινωνική και ηθική κρίση στην οποία είχε περιπέσει το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του Κ. Σημίτη, παρά τις όποιες "επιτυχίες" του. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Γ. Παπανδρέου δεν έκανε άλλο από το να συστηματοποιήσει, να εμπλουτίσει και να αναγάγει σε ακραιφνές ιδεολογικό δόγμα τον σημιτικό εκσυγχρονισμό. Αν ο Κ. Σημίτης παρομοίαζε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 την εκσυγχρονιστική (κεντρο-)αριστερή του πρωτοβουλία ως εξερευνητική αποστολή σε μια "νέα πολιτική ήπειρο", ο Γ. Παπανδρέου επιχείρησε πράγματι να ξεκόψει όχι μόνον από ένα καταθλιπτικό και αντιπαραγωγικό εθνικο-λαϊκιστικό παρελθόν, αλλά και από κάθε προσίδια ιστορικότητα. Και να εξερευνήσει αυτή τη νέα ήπειρο με τα πιο μοντέρνα εργαλεία που εμπορεύεται η φιλελεύθερη νεο-προοδευτική αγορά: διαβούλευση και συναίνεση, άτομο και πολίτης, συμμετοχική δημοκρατία, τυφλός αντικρατισμός, αποκέντρωση, κοσμοπολίτικο και νεο-δικαιωματικό άνοιγμα στο "άλλο και στο διαφορετικό" (στο κοινοτιστικό), κοινωνία πολιτών και μη κυβερνητικές οργανώσεις ήταν οι κεντρικοί άξονες της νέας θεματικής για ένα "Κίνημα", το ΠΑΣΟΚ, στον γενετικό κώδικα του οποίου είναι εγγεγραμμένη η λέξη "Αλλαγή".

Αλλαγή, βέβαια, πάντα προς τα εμπρός, αλλαγή πάντα προοδευτική, κατά της ακινησίας, για την κατάκτηση ενός πολλά υποσχόμενου μέλλοντος το οποίο δεν πρέπει να φοβίζει κανέναν. Στο πλαίσιο αυτό, η νέα αξιακή διαίρεση που με πρωτοφανές πάθος πρότεινε ο Γ. Παπανδρέου στο κόμμα του και στην ελληνική κοινωνία δεν ήταν άλλη από αυτήν ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση. Η συντήρηση ήταν κάθε τι που όχι μόνον φαινόταν να αντιστέκεται δραστήρια σε μια ξέφρενη, ισοπεδωτική κούρσα αμφισβήτησης των "κεκτημένων" και ιδιωτικής συρρίκνωσης του δημόσιου χώρου, αλλά και κάθε σκεπτικιστική στάση, κάθε αναρώτηση για τους ρυθμούς και την ένταση που κάθε φορά προσλάμβανε αυτή η μεσσιανική έφοδος στο μέλλον.

Αυτή τη μελλοντοκεντρική πρόταση, ο Γ. Παπανδρέου τη συνόδευσε με ένα νέο ηγετικό μοντέλο, το οποίο επιχειρούσε να συνθέσει την ακάθεκτη "προσωποποίηση" της (κομματικής) εξουσίας και την υποτίμηση του κόμματος από τη μια πλευρά, με ένα χαλαρό αντιηγετικό προφίλ, με μια ασθενή ηγετική φιγούρα η οποία έπρεπε να επικυρώνει το νέο κοινωνιακό άνοιγμα ενός παραταξιοποιημένου - δικτυακού κόμματος, από την άλλη πλευρά. Αν η προσωποποίηση της εξουσίας (η "προεδροποίηση" του νέου ΠΑΣΟΚ) ήταν συμβατή με τις επιταγές μιας τηλεοπτικής δημοκρατίας, της "δημοκρατίας της γνώμης", η φαινομενικά αντιθετική της αναίρεση, το μοντέλο μιας αντιηγετικής χαλαρότητας αρθρωνόταν και αυτή με τις εντελώς σύγχρονες απαιτήσεις μιας αντιεξουσιαστικής δυναμικής που υποτίθεται ότι πλαισιώνει σήμερα την πρωτόβουλη ανάδυση μιας εσωτερικά διαφοροποιημένης, βιωματικής κοινωνίας των πολιτών. Και αυτό, σε βάρος κάθε θεσμισμένης πολιτικής μορφής, όπως είναι η "παραδοσιακή", και επομένως "συντηρητική", μορφή πολιτικό κόμμα. Ο αντι-ηγέτης ήταν αφενός η ενσάρκωση μιας δημοψηφισματικού τύπου ακύρωσης της κομματικής αυτονομίας, και αφετέρου η αντανάκλαση ενός φαντασιακά χειραφετημένου και κινητικού πολίτη, της φενάκης του αυτοδημιούργητου νεο-πολίτη, που απεχθάνεται κληρονομημένες δεσμεύσεις και παραδοσιακές ιεραρχίες.

Με άλλα λόγια, η λειτουργία του ηγέτη προήγαγε μια ιδιόμορφη συνθήκη: ο λόγος του ηγέτη ήταν σαφής και ισχυρός μόνο όταν επρόκειτο να υποδείξει καταγγελτικά το φάσμα ενός συλλήβδην συντηρητικού παρελθόντος, έναν οριζόντιο, διαπολιτικό και διιδεολογικό, συντηρητισμό ("πέραν της αριστεράς και τη δεξιάς", πάντα), αλλά ήταν ταυτόχρονα και υποτονικός, "αναποφάσιστος" και "αντιφατικός" μέσα στην αοριστόλογη και μερικευτική προγραμματολαγνεία του, όταν επρόκειτο να δεσμευθεί σε συγκεκριμένες προτάσεις απέναντι σε εξίσου συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και κοινωνικές τάξεις, ιδιαίτερα τις λαϊκές και μικροαστικές. Αλλά οι τελευταίες, από τη στιγμή που πρακτικά εξαφανίσθηκαν από τον λόγο και την πολιτική στόχευση του νεο-αντιηγετικού λόγου, δεν είχαν άλλο τρόπο να υπάρξουν στον δημόσιο χώρο από το να του το ανταποδώσουν. Καταρχάς, έγιναν και αυτές "αβέβαιες", και μετά "αναποφάσιστες", χρέωσαν τον ηγέτη "τους" με αναβλητικότητα και έλλειμμα ηγετικής ισχύος στην αντιπαράθεσή του με τον ορατό αντίπαλο, τη Δεξιά, την υπαρκτή όχι τη φαντασιακή (τη "συντήρηση"), και στο τέλος ένα σημαντικό τμήμα τους αποχώρησε προς άλλες κατευθύνσεις (ακόμα και προς την ίδια τη Δεξιά). Η εκ των υστέρων, εν μέσω της σύντομης και τραγικά ιδιόμορφης προεκλογικής περιόδου, προσφυγή του Γ. Παπανδρέου σε μια γελοιογραφία ιστορικού αντι-δεξιισμού ήταν η θλιβερή ρεβάνς της ματαιωμένης ιστορικότητας του "Κινήματος".

Έτσι, τόσο ως νεο-σοσιαλδημοκρατικό πρόταγμα, από την άποψη της προγραμματικής αοριστίας και του φιλελευθερο-κοινοτιστικού προσανατολισμού, όσο και ως ενσάρκωση ενός χαλαρού ηγετικού προφίλ που δεν θέλει να "καθοδηγεί", ούτε να "νοηματοδοτεί" την κοινωνία, το νέο ΠΑΣΟΚ εμφάνισε μια ρευστή "βιωματική" και κατά συνέπεια κατακερματισμένη ταυτότητα, ένα ασαφές "στίγμα", όπως αρέσκεται να επισημαίνει ένας δημοσιογραφικός λόγος. Μόνο που η ασάφεια αυτή δεν απηχούσε αποκλειστικά ατομικές "αδυναμίες" του ίδιου του Γ. Παπανδρέου (απουσία ρητορικής δεινότητας, ηπιότητα/ευγένεια χαρακτήρα, γνωρίσματα, άλλωστε, που σε μεγάλο βαθμό μπορούν κάλλιστα να αποδοθούν και στον Κ. Σημίτη, χωρίς αυτά να του σταθούν εμπόδιο στην κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας). Αυτές οι υπαρκτές όντως αδυναμίες αναδιπλασιάσθηκαν και αναδείχθηκαν από τον ίδιο πολιτικά: το ατομικό στίγμα μεταμορφώθηκε ευχαρίστως σε πολιτικό έμβλημα, σε σήμα της νέας αντιεξουσιαστικής εποχής. Το οποίο και οδήγησε σε μια εξίσου εμβληματική ήττα, με ορατό τον κίνδυνο απώλειας της ίδιας της (κομματικής) εξουσίας!

Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=2043