Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Πώς τους σταματάμε

Ελίζα, Παπαδάκη

Αυγή, 2007-09-29


Με τον πιο εξοργιστικό τρόπο ανοίγει η κυβέρνηση το ασφαλιστικό. Ο πρόεδρος της επιτροπής στην οποία είχε αναθέσει τη μελέτη του, ο επί μήνες τόσο φειδωλός σε δηλώσεις Νίκος Αναλυτής, με το που έκλεισαν οι κάλπες άρχισε να μιλάει σε κανάλια και σταθμούς για να υποστηρίξει ότι πρέπει να παραταθεί ο εργάσιμος βίος και να μειωθεί το ύψος των συντάξεων.

Οι ιδέες αυτές, βέβαια, δεν είναι διόλου καινούργιες. Χρόνια τώρα επαναλαμβάνονται στις συστάσεις όλων των διεθνών οργανισμών, ο ΟΟΣΑ μάλιστα έχει δείξει ότι η σύνταξη που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία για κάποιον που συμπληρώνει το όριο ηλικίας με πλήρεις εισφορές είναι ως προς τον τελευταίο μισθό του με απόσταση η υψηλότερη μεταξύ των χωρών μελών του: κύρια και επικουρική μαζί φθάνει καθαρά στο 100% (καθώς δεν υπόκειται πια σε ασφαλιστικές κρατήσεις). Εξ ου άλλωστε και η επιμονή η σύνταξη να υπολογίζεται, αν όχι πάνω στους (αποπληθωρισμένους) μισθούς όλων των ετών ασφάλισης, πάντως σε διάστημα πολύ μακρύτερο από την τελευταία πενταετία. Η ελληνική "ιδιομορφία" είναι, φυσικά, ότι τέτοιες συντάξεις παίρνουν σχετικά λίγοι, διότι για τη μεγάλη πλειονότητα οι συντάξεις είναι πολύ χαμηλές.

Προϋπόθεση για να αξιολογηθεί οποιοδήποτε μέτρο, οι συνέπειες που θα έχει, είναι μια αναλυτική απεικόνιση του πολύπλοκου συστήματος των συντάξεων στην προοπτική του, με τις υποθέσεις για τους παράγοντες που τη διαμορφώνουν. Είναι δηλαδή η μελέτη που είχε αναλάβει να συντάξει η Επιτροπή Αναλυτή, αλλά ακόμα δεν την παρουσιάζει.

Επιπλέον όμως και προπάντων προϋπόθεση για να διεξαχθεί "κοινωνικός διάλογος", όπως τον επικαλείται η κυβέρνηση, ή, ορθότερα, κοινωνική διαπραγμάτευση, εφόσον στο τραπέζι αντιπαρατίθενται εκπρόσωποι διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων, είναι η διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων. Αφού πρώτα εκτιμηθεί το πρόβλημα, η προοπτική διόγκωσης του ελλείμματος της κοινωνικής ασφάλισης σε επικίνδυνα επίπεδα τις επόμενες δεκαετίες, αλλά και οι υφιστάμενες μεγάλες ανισότητες εντός του συστήματος, το κόστος της εξυγίανσης θα πρέπει να κατανεμηθεί.

Οι προτάσεις που σκιαγράφησε ο κ. Αναλυτής υπαινίσσονται την επίρριψη του βάρους μονόπλευρα στους μελλοντικούς συνταξιούχους, σημερινούς εργαζόμενους κάτω των 45-50 ετών. Μια τέτοια λογική επόμενο είναι η ΓΣΕΕ να την απορρίπτει αρνούμενη κάθε συζήτηση. Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, με βάση δικές του μελέτες, έχει προτείνει να αυξηθεί η χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης από τον κρατικό προϋπολογισμό στο 2% του ΑΕΠ, που θα σήμαινε το κόστος να διαχυθεί σε ολόκληρη την κοινωνία. Η πρόταση αυτή ανοίγει όμως περαιτέρω ζητήματα: τις αδικίες και την αναποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος, αλλά και τη διάρθρωση των δημοσίων δαπανών: Ποιο μερίδιο του προϋπολογισμού θα έκρινε σκόπιμο η ΓΣΕΕ να πηγαίνει στις συντάξεις, πόσα στην παιδεία, όπου είναι επιτακτική ανάγκη να αυξηθούν οι δαπάνες κατα δύο μονάδες του ΑΕΠ για να φτάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και ακόμα πόσα για τη στήριξη οικογενειών με παιδιά, πόσα για την έρευνα, πόσα για την υγεία, όλοι τομείς όπου απαιτούνται γενναίες αυξήσεις, με ποιες ιεραρχήσεις και ποια χρονοδιαγράμματα;

Από την εργατική πλευρά έχει προταθεί επίσης μέρος του κόστους να βαρύνει τις επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου και γνώσης, που με προηγμένες τεχνολογίες εξοικονομούν εργασία, άρα και ασφαλιστικές εισφορές. Η έκταση μιας τέτοιας επιβάρυνσης θα έπρεπε να μετρηθεί στις οικονομικές της επιπτώσεις, ώστε να μην πληγεί η ικανότητα ανάπτυξης αυτών των μονάδων. Θα χρειαζόταν εξάλλου να εξετασθούν ανακατανομές μεταξύ των ασφαλισμένων, στο πλαίσιο της ενοποίησης των ταμείων και όχι μόνο, από τις ευνοημένες κατηγορίες προς εκείνες που στερούνται πόρους (σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από τις κυβερνητικές επιστροφές του ΛΑΦΚΑ στους ευπορότερους συνταξιούχους), όπως και αλλαγές στους όρους συνταξιοδότησης που να εξαλείψουν τα ισχυρά κίνητρα για εισφοροδιαφυγή, αποφασιστικά μέτρα για τη μαζική ένταξη ανασφάλιστων στο σύστημα.

Αυτή τη συζήτηση - διαπραγμάτευση δεν είναι σε θέση να την οργανώσει η παρούσα κυβέρνηση. Δεν είναι μόνον οι σκανδαλώδεις χειρισμοί της στα ομόλογα. Την αξιοπιστία της έχει καταρρακώσει όλη της η πολιτεία στα δημόσια οικονομικά, από τους διορισμούς μέχρι τις αποζημιώσεις που μοίρασε προεκλογικά σε πλήθος άσχετους, μίλια μακριά από τις φωτιές. Ούτε εμπίπτει άλλωστε στις προθέσεις της. Ήδη προκαταλαμβάνει το αποτέλεσμα του διαλόγου όπως εκείνη το θέλει με τις δηλώσεις του Γ. Αλογοσκούφη ότι όλοι οι νέοι εργαζόμενοι θα ασφαλίζονται εφεξής με καθεστώς ΙΚΑ.

Η τακτική της δείχνει ότι, με ή χωρίς προσχηματικό διάλογο, σκοπεύει να επιβάλει κάποια μέτρα, όχι για να θέσει σε υγιείς βάσεις μακροπρόθεσμα την κοινωνική ασφάλιση, αλλά μάλλον για να αποσοβήσει τις διεθνείς πιέσεις αφήνοντας τη διάβρωση του συστήματος να συνεχίζεται, εντείνοντας τις ανισότητες με την εισαγωγή στοιχείων ιδιωτικοποίησης.

Τα μέτρα αναμφίβολα θα συναντήσουν την αντίσταση των εργαζομένων. Δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να επαναληφθεί η άνοιξη του 2002, δεν είναι όμως και το ζητούμενο. Δεν χρειάζεται πλέον απλώς να αποτραπούν κάποιες λύσεις που θα κριθούν δυσμενείς τώρα, αλλά κάτι πολύ πιο δύσκολο και συνάμα αναγκαίο: να μπουν μπροστά πρωτοβουλίες που θα αναπτύξουν την κοινωνική αλληλεγγύη ώστε να οικοδομηθεί ένα σύστημα δίκαιο και βιώσιμο, που θα εγγυηθεί αξιοπρεπείς συντάξεις και περίθαλψη για τα επόμενα χρόνια, όταν θα έρθει η σειρά των παιδιών μας να γεράσουν.

Εκτύπωση στις: 2024-04-18
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=2067