Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Ποιος θυμάται σήμερα τον Μπέβεριτζ;

Θανάσης, Γιαλκέτσης

Ελευθεροτυπία, 2004-07-03


Πριν από εξήντα χρόνια, στα τέλη Μαΐου του 1944 και ενώ τα συμμαχικά στρατεύματα ετοιμάζονταν να αποβιβαστούν στη Νορμανδία, ένας Βρετανός μελετητής, ο σερ Ουίλιαμ Χένρι Μπέβεριτζ, παρουσίαζε στην κυβέρνηση της χώρας του μιαν εκτενή εισήγηση με το χαρακτηριστικό τίτλο «Πλήρης απασχόληση σε μιαν ελεύθερη κοινωνία».

Ο Μπέβεριτζ ήταν φιλελεύθερος βουλευτής, και πρύτανης του πανεπιστημίου της Οξφόρδης από το 1937. Ηταν επίσης προσεκτικός μελετητής των κοινωνικών προβλημάτων και οικονομολόγος που ανήκε στο κεϊνσιανό ρεύμα. Το όνομά του παραμένει ένα σύμβολο του κοινωνικού πειραματισμού και της θεμελίωσης των δημοκρατικών θεσμών του κράτους πρόνοιας.

Ο Μπέβεριτζ είχε επεξεργαστεί ήδη από το 1942, με εντολή της βρετανικής κυβέρνησης, ένα σχέδιο κοινωνικής προστασίας. Επρόκειτο για ένα φιλόδοξο σχέδιο κρατικής αρωγής, δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης και κοινωνικών ασφαλίσεων, η εφαρμογή του οποίου μετέτρεψε σταδιακά τη μεταπολεμική Αγγλία σε μια δημοκρατία πιο προχωρημένη σε σχέση με άλλα καπιταλιστικά κράτη. Η έμπνευση εκείνου του πρώτου σχεδίου συνοψιζόταν με τα λόγια του ίδιου του Μπέβεριτζ ως εξής: «Η εξάλειψη της ανάγκης δεν μπορεί να επιβληθεί ούτε να χαριστεί σε μια δημοκρατία, η οποία πρέπει να ξέρει να την κερδίζει έχοντας πίστη, θάρρος και συναίσθημα εθνικής ενότητας». Δύο χρόνια μετά και μπροστά σε μια ανεργία που έφτανε το 10% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ο Μπέβεριτζ ρίχτηκε πάλι στη δουλειά και προσπάθησε να δώσει μια συνέχεια στο σχέδιο κοινωνικής ασφάλισης του 1942.

Στο νέο σχέδιό του για την πλήρη απασχόληση έβαλε ως επιγραφή τη φράση: «Η φτώχεια γεννάει μίσος». Η φράση αυτή αναφερόταν στο μυθιστόρημα της Σαρλότ Μπροντέ «Shirley», που είχε δημοσιευτεί το 1819. Ηταν ίσως ένα από τα πρώτα λογοτεχνικά έργα που περιέγραφε το δράμα της ανεργίας, με αναφορά στην περίπτωση των υφαντουργών με χειροκίνητους αργαλειούς, οι οποίοι υπήρξαν θύματα του ανελέητου βιομηχανικού ανταγωνισμού μετά την εισαγωγή των μηχανικών αργαλειών.

Ο Μπέβεριτζ δεν εργαζόταν στο κενό. Την ίδια περίοδο που αυτός και οι συνεργάτες του προετοίμαζαν την εισήγησή τους, ξεκινούσε στη Φιλαδέλφεια μια Διεθνής Συνδιάσκεψη της Εργασίας (στα σκληρά χρόνια του πολέμου υπήρχαν πολλές δυνάμεις που προσπαθούσαν να σχεδιάσουν ένα ειρηνικό μέλλον), στην οποία μεταξύ των άλλων διακηρυσσόταν η αρχή ότι «η εργασία δεν είναι εμπόρευμα». Το σχέδιο του Μπέβεριτζ βασιζόταν και αυτό σε μια κεντρική ιδέα: «Το να ζητάμε να επιτευχθεί η πλήρης απασχόληση και ταυτόχρονα να εγείρουμε αντιρρήσεις για την επέκταση της κρατικής δραστηριότητας, σημαίνει να θέλουμε το σκοπό και να αρνούμαστε τα μέσα.

»Το να βασιζόμαστε στους μεμονωμένους επιχειρηματίες για να διατηρήσουμε τη σταθερότητα της ζήτησης και την πλήρη απασχόληση είναι παράλογο. Πρόκειται για πράγματα που δεν εντάσσονται στις δυνατότητες των επιχειρήσεων. Αυτά πρέπει να αντιμετωπίζονται από το κράτος υπό τον έλεγχο και την πίεση που η δημοκρατία ασκεί μέσω του κοινοβουλίου».

Αξίζει να θυμίσουμε ότι η κυβέρνηση του Τσόρτσιλ, αποδεχόμενη την εισήγηση του Μπέβεριτζ, απέρριπτε στην πράξη το «φιλελεύθερο» δόγμα που είχε υποστηρίξει το 1929 ο ίδιος ο Τσόρτσιλ, ως υπουργός Οικονομικών τότε, σύμφωνα με το οποίο καμιά πρόσθετη και μόνιμη απασχόληση δεν μπορεί να δημιουργηθεί με τις δαπάνες του κράτους. Ο Κέινς και ο Μπέβεριτζ -που έδωσε συγκεκριμένο πολιτικό και πρακτικό περιεχόμενο στην κεϊνσιανή θεωρία- είχαν νικήσει.

Οι ιδέες τους φαίνονται σήμερα μακρινές και απορρίπτονται από την επικρατούσα ορθοδοξία, που έχει αναγορεύσει την ελεύθερη και ανεξέλεγκτη αγορά και τη γενικευμένη ιδιωτικοποίηση σε συνώνυμα της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της ανάπτυξης. Ο σύγχρονος οικονομικός φιλελευθερισμός θέλει να μας πείσει ότι το κράτος, το «δημόσιο» και οι υπηρεσίες του, ο προγραμματισμός της οικονομίας, ο κοινωνικός έλεγχος στους μηχανισμούς της αγοράς, οι μορφές κοινωνικής προστασίας και όλα όσα συνδέονταν κάποτε με το κράτος πρόνοιας ανήκουν σε ένα προηγούμενο και ξεπερασμένο στάδιο της ιστορίας του καπιταλισμού.

Ποιος όμως έχει αληθινά ξεπεραστεί; Ο Κέινς, που στον καιρό του έπεισε τις κυβερνήσεις ότι έχουν τη δύναμη και το χρέος να ρυθμίσουν την οικονομία και να καταπολεμήσουν την ανεργία; Ή μήπως έχει ξεπεραστεί η Θάτσερ, η οποία στο όνομα της ελεύθερης αγοράς περιέκοψε τις κοινωνικές δαπάνες, ανεβάζοντας μέσα σε λίγα χρόνια σε τρία εκατομμύρια τον αριθμό των φτωχών παιδιών στην Αγγλία;

Εκτύπωση στις: 2024-04-18
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=217