Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

O δογματισμός της Eυρώπης εμποδίζει την ανάπτυξη

Ελίζα, Παπαδάκη

Η Καθημερινή, 2004-07-03


Σε συνθήκες δυναμικής ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας οι ρυθμοί μεγέθυνσης στην Ευρώπη παραμένουν απογοητευτικά χαμηλοί, ενώ η ανεργία αντί να υποχωρεί εξακολουθεί να ανεβαίνει. Κατά 0,8% αυξήθηκε το ΑΕΠ στη Γαλλία, το πρώτο τρίμηνο φέτος, αλλά κατά το ίδιο ποσοστό αυξήθηκε και η ανεργία τον Μάιο, όπως ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα. Και στη Γερμανία, οι προσδοκίες των επιχειρήσεων παρουσίασαν τον τελευταίο μήνα και πάλι υποχώρηση.

Για την επί δύο δεκαετίες παρατεινόμενη αυτή κατάσταση δεν μπορεί παρά να ευθύνεται η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική: η «νέα οικονομική πολιτική», όπως την αποκαλεί ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος Ζαν-Πολ Φιτουσί, σε ένα παιχνίδι ιστορικού παραλληλισμού με τη ΝΕΠ του Λένιν της δεκαετίας του 1920, που επενδύοντας στη φιλελευθεροποίηση και τον ανταγωνισμό, στην ιδιωτική πρωτοβουλία δηλαδή, παραμερίζοντας το συλλογικό που εκπροσωπούσε το κράτος, είχε δώσει τότε ώθηση στη σοβιετική οικονομία. Ο δογματισμός με τον οποίο επιβάλλεται όμως στην εποχή μας η πολιτική της σταθερότητας των τιμών, της δημοσιονομικής ισορροπίας και του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές, αποκλείοντας κάθε επιλογή μεταξύ διαφορετικών στόχων που δίδασκε ο Κέινς, δεν αφήνει στις κυβερνήσεις κανένα περιθώριο να ενισχύσουν την κατανάλωση, όπως θα απαιτούνταν για την τόνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας, υποστηρίζει ο Φιτουσί.

Σε ένα κρίσιμο ερώτημα που θέτει ωστόσο –πώς θα εξισορροπηθούν τα συμφέροντα επιχειρήσεων και εργαζομένων έτσι ώστε ο ανταγωνισμός να είναι αποτελεσματικός, να μην ασκείται εις βάρος των ασθενέστερων, αλλά από την άλλη πλευρά η ρύθμισή του να μην αποτελεί πρόσχημα για την ανάπτυξη συντεχνιακών πρακτικών– σημειώνεται στο μεταξύ μια σημαντική εξέλιξη: Η συμφωνία της Siemens με το συνδικάτο να αυξηθούν από 35 σε 40 οι ώρες εβδομαδιαίας εργασίας, χωρίς να αυξηθούν οι μισθοί, σε δύο εργοστάσια παραγωγής κινητών τηλεφώνων, προκειμένου να αποτραπεί η μετεγκατάστασή τους στην Ουγγαρία και να διασωθούν 2.000 θέσεις εργασίας αρχικά, αλλά πιθανώς πολύ περισσότερες στη συνέχεια, φαίνεται να αποτελεί προανάκρουσμα για ένα πλήθος ανάλογων ρυθμίσεων στη χώρα.

Περί τις 100 μεγάλες επιχειρήσεις πιέζουν σ’ αυτήν την κατεύθυνση, ενώ πολλές μικρότερες από καιρό την ακολουθούν σιωπηρά, γράφει ο επιχειρηματίας, πολιτικός, και τακτικός αρθρογράφος στην οικονομική εφημερίδα Handelsblatt Λόταρ Σπετ, μιλώντας για «ρήγμα που άνοιξε στο φράγμα».

Μέσα στην ακινησία της οικονομικής πολιτικής, η συμφωνία στη Siemens, όσο κι αν συνιστά αμυντική υποχώρηση του συνδικάτου, καθώς είναι προϊόν επίπονης συλλογικής διαπραγμάτευσης για τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας, αποτελεί επιβεβαίωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου που δεν αφήνει τα πράγματα να καθορίζονται αποκλειστικά από τις αγορές. Ο δρόμος των συλλογικών διαπραγματεύσεων, άλλωστε, μπορεί κάποτε να ενέχει υποχωρήσεις των εργαζομένων, δεν περιορίζεται αναγκαστικά σ’ αυτές.

Tο αδιέδοξο της Nέας Oικονομικής Πολιτικής

του Ζαν Πωλ Φιτουσί

Νέα Οικονομική Πολιτική ήταν το όνομα που έδωσε ο Λένιν στις αρχές της δεκαετίας του 1920 στο σύνολο των μέτρων φιλελευθεροποίησης (και μάλιστα ιδιωτικοποίησης), κυρίως στον αγροτικό τομέα, που επιχείρησε να θέσει σε εφαρμογή για να δώσει νέο δυναμισμό σε μιαν αναιμική σοβιετική οικονομία.

Οι καιροί έχουν αλλάξει, το σοβιετικό σύστημα κατέρρευσε, αλλά αυτό που παραμένει –και που αποκαλούσαμε κάποτε μεικτή οικονομία της αγοράς– ζει με τη σειρά του, και με τον τρόπο του, κάτω από την κυριαρχία μιας «νέας οικονομικής πολιτικής». Βέβαια, η απόπειρα να συνδέσουμε δύο τόσο ριζικά διαφορετικές καταστάσεις με αφετηρία μια νεφελώδη ομοιότητα θα ήταν εντελώς ρητορική. Ομως, η συσχέτιση αυτών των δύο ιστορικών στιγμών περιέχει ένα πολύτιμο δίδαγμα στο πεδίο των ιδεών: η μετάβαση από το συλλογικό στο ατομικό υποτίθεται ότι παράγει μεγαλύτερο δυναμισμό στην οικονομία.

Αυτός ο «νόμος» είναι αναμφίβολα αληθινός, αλλά μόνο σε ένα διάστημα που δεν τέμνει παρά εν μέρει το φάσμα δυνατοτήτων ανάμεσα στον απόλυτο κολεκτιβισμό και τον καθαρό ατομισμό. Η μερική υποχώρηση του κράτους ήταν πράγματι το κλειδί για τη μεγέθυνση και την παραγωγικότητα στη Σοβιετική Ενωση, τη δεκαετία του 1920. Μπορεί όμως να πει κανείς ότι παραμένει, παντού και πάντοτε, η αμετάβλητη συνταγή της επιτυχίας, ανεξάρτητα από το βαθμό φιλελευθερισμού που διέπει τις δικές μας «οικονομίες της αγοράς»;

Λοιπόν ναι, φαίνεται να είναι η γενική απάντηση που δίνεται σήμερα στο ερώτημα αυτό, στο πλαίσιο αυτού που προτείνω να ονομάσουμε «τη συναίνεση Βρυξελλών-Φρανκφούρτης-Ουάσιγκτον». Αλλά για να φτάσουμε εκεί έπρεπε να αποδομηθεί ο κεϊνσιανισμός, βασική διδασκαλία του οποίου ήταν να ορισθεί ένα ανώτατο όριο στην ατομικιστική παρέκκλιση σε μιαν οικονομία της αγοράς: «Τα δύο σημαντικά ελαττώματα του οικονομικού κόσμου όπου ζούμε είναι ότι δεν διασφαλίζει την πλήρη απασχόληση και ότι η κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος γίνεται αυθαίρετα και χωρίς δικαιοσύνη», έγραφε ο Κέινς στη Γενική Θεωρία.

H «αντεπανάσταση»

Αυτή η αποδόμηση ήταν ένα θεωρητικά σύνθετο εγχείρημα, το οποίο κατόρθωσαν να φέρουν εις πέρας τρεις γενιές νέων ερευνητών τη δεκαετία του 1960. Μια πραγματική «αντεπανάσταση», όπως τη χαρακτήρισε ο Ρόμπερτ Ου. Κλόβερ, με την έννοια ότι στην πραγματικότητα ως νέα οικονομική πολιτική προτείνει απλώς την επιστροφή στις προκεϊνσιανές δογματικές συστάσεις: σταθερότητα των τιμών, δημοσιονομική ισορροπία, ανταγωνισμός σε όλες τις αγορές, ιδίως στην αγορά εργασίας. Και βέβαια, απελευθέρωση των συναλλαγών, ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση. Οπότε η πλήρης απασχόληση θα βρισκόταν στο τέλος του δρόμου.

Αυτό το φύλλο πορείας της σύγχρονης εποχής είναι πιο θεωρητικό παρόσο νομίζουν ορισμένοι. Τίποτα δεν χρειάζεται να διορθώσουμε στους στόχους που επιδιώκει: συνήθως είναι προτιμότερη η σταθερότητα των τιμών από τον πληθωρισμό, η δημοσιονομική ισορροπία από τα ελλείμματα και την αύξηση του χρέους, ο ανταγωνισμός από την πρόσοδο, το άνοιγμα από την προστασία…

Αλλά δύο τουλάχιστον σύνθετα στοιχεία έρχονται να μας υπενθυμίσουν ότι η πραγματικότητα δεν περιγράφεται τόσο εύκολα. Κατ’ αρχάς, τι σημαίνει η έννοια του ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας όπου υπάρχει ασυμμετρία δύναμης μεταξύ μισθωτών και επιχειρηματιών, ιδίως στη διαδικασία των προσλήψεων; Επίσης, επειδή οι συσχετισμοί δύναμης συνιστούν εμπόδιο στον ανταγωνισμό, η προστασία της εργασίας, όπως και οι πολιτικές για την πλήρη απασχόληση, φαίνεται να τον αυξάνουν, όχι να τον μειώνουν. Μια δυσκολία παραμένει ωστόσο, αλλά δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνον εμπειρικά και όχι με όρους αξιωμάτων που μας κάνουν να συγχέουμε θεωρίες και πραγματικότητες, κοινωνικές ρυθμίσεις που διαμορφώνονται σε μια συγκεκριμένη κουλτούρα και γενικά μοντέλα καθολικής εφαρμογής: Πώς θα εξισορροπηθούν οι δυνάμεις έτσι ώστε ο ανταγωνισμός να είναι αποτελεσματικός, να μην ασκείται εις βάρος των ασθενεστέρων, αλλά από την άλλη πλευρά η ρύθμισή του να μην αποτελεί πρόσχημα για την ανάπτυξη συντεχνιακών πρακτικών;

Το δεύτερο σύνθετο στοιχείο έχει δυναμικό χαρακτήρα: οι οικονομίες μας περνούν διαταραχές που επηρεάζουν τους ρυθμούς πληθωρισμού, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, τη μεγέθυνση και την απασχόληση. Αντιμετωπίζουν επίσης συνεχείς μεταβολές που τις υποχρεώνουν διαρκώς να αναδιαρθρώνονται και να ανανεώνονται, πράγμα που δεν αφήνει ανεπηρέαστο το βαθμό ανταγωνισμού που τις χαρακτηρίζει.

Xωρίς επιλογές

Αυτή η εγγενής δυναμική στην οικονομική διαδικασία φέρνει περιόδους όπου όλοι, ή σχεδόν όλοι, οι στόχοι που επιδιώκει η νέα οικονομική πολιτική επιδεινώνονται, οπότε πρέπει να γίνονται επιλογές μεταξύ τους. Να κυβερνάς σημαίνει να επιλέγεις. Προνομιακός τόπος για τις επιλογές αυτές είναι η δημοκρατία. Η τάση της νέας οικονομικής πολιτικής να θέλει να δέσει τα χέρια των κυβερνήσεων για να τις εμποδίσει να δράσουν, εκφράζει την πεποίθησή της να αποκλείει κάθε επιδείνωση που δεν θα ήταν προσωρινή στους στόχους αυτούς.

Η κεϊνσιανή οικονομική θεωρία, παλαιότερη και νέα, έχει αυτό ακριβώς το στοιχείο που δεν μπορεί να αναιρεθεί: ότι εδραιώνει, άμεσα ή έμμεσα, την ύπαρξη επιλογών μεταξύ των στόχων της οικονομικής πολιτικής. Η επιλογή ενός επιτοκίου, αν επιδρά στον πληθωρισμό, επιδρά επίσης στην απασχόληση και τη μεγέθυνση. Με άλλα λόγια, ο καθορισμός του προκύπτει αναγκαστικά από μιαν επιλογή μεταξύ διαφορετικών στόχων. Σήμερα συνιστά σχεδόν πρόκληση να το πει κανείς.

Στο θέμα αυτό θα έπρεπε να μιλήσουμε με πιο προσεκτική γλώσσα για να μη θίξουμε τη συλλογική ευαισθησία των οικονομολόγων, για τους οποίους η νίκη της θεωρίας που θεμελιώνει τη νέα οικονομική πολιτική φαίνεται να μην επιδέχεται καμία αμφισβήτηση. Αλλοτε θα λέγαμε ότι υπό ορισμένες συνθήκες και σε ορισμένες περιστάσεις υφίσταται επιλογή μεταξύ πληθωρισμού και ανεργίας. Ομως, η νέα πολιτική στηρίζεται στην τυπική απόδειξη ότι αυτό αποτελεί επικίνδυνη αυταπάτη. Θα ειπωθεί επομένως σήμερα –αλλά ο αναγνώστης θα καταλάβει ότι είναι το ίδιο– ότι αν η τάδε κεντρική τράπεζα είχε μειώσει έγκαιρα το επιτόκιό της, η ανάκαμψη στη ζώνη επιρροής της θα ερχόταν νωρίτερα.

Είχε εντοπισθεί επίσης μια δεύτερη επιλογή, μεταξύ δημοσιονομικής ισορροπίας και μεγέθυνσης, και πάλι υπό ορισμένες συνθήκες και σε ορισμένες περιστάσεις. Η νέα οικονομική πολιτική θεωρία αρνείται αυτούς τους όρους λόγω των «αντικεϊνσιανών» επιπτώσεων της δημοσιονομικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, οι κυβερνήσεις δεν αντιμετωπίζουν πλέον δίλημμα, αφού αρκεί να μειώσουν το δημόσιο έλλειμμα για να πάρουν ως επιβράβευση τη μεγέθυνση.

Πόσο εύκολο είναι το έργο τους! Μια θεωρία έχει πάντα δίκιο εντός του πλαισίου των υποθέσεών της, αλλά μπορεί μερικές φορές να βρίσκεται έτη φωτός μακριά από την πραγματική λειτουργία της οικονομίας. Διότι η πρακτική ορισμένων κυβερνήσεων (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία κ.ά.), καθώς και η απλή διαπίστωση ότι δύο δεκαετίες εφαρμογής των συνταγών της νέας οικονομικής πολιτικής δεν έφεραν, το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς, συγκεκριμένα αποτελέσματα στην Ευρώπη, μας οδηγεί να υποθέσουμε ότι υφίσταται πράγματι σύγκρουση στόχων και επομένως επιλογές που πρέπει να γίνουν μεταξύ τους. Το να δρούμε σαν να μη συμβαίνει αυτό ισοδυναμεί με προκαθορισμό των επιλογών, δηλαδή με τη συνεχή επιλογή των ίδιων στόχων.

Πρακτικές συνέπειες

Πώς συνδέονται οι παραπάνω σκέψεις με τις τρέχουσες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις; Κατ’ αρχάς με μιαν υπόθεση: αν ο ευρωπαϊκός χώρος δεν είναι πια χώρος πολιτικών επιλογών, τι εξυπηρετούν οι αντιπαραθέσεις μεταξύ πολιτικών κομμάτων, και, τελικά, γιατί να πάει κανείς να ψηφίσει; Για παράδειγμα, καλωσορίζοντας τις νέες χώρες που εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η Επιτροπή ανοίγει κατά έξι εξ αυτών τη διαδικασία των υπερβολικών ελλειμμάτων.

Μια δεύτερη σύνδεση είναι η βεβαιότητα ότι δύσκολα μπορεί να απορροφηθεί μια ανισορροπία κεϊνσιανής φύσης (το «έλλειμμα ζήτησης») στο πλαίσιο της νέας οικονομικής πολιτικής. Παντού στην Ευρώπη οι κυβερνήσεις προσπαθούν να ξαναβάλουν μπροστά τον κινητήρα της κατανάλωσης και γνωρίζουν ότι γι’ αυτό χρειάζεται να αυξήσουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.

Πώς να το καταφέρουν όμως, όταν μια επέμβαση στους μισθούς θεωρείται πάντα πληθωριστική και μια μείωση των φόρων θα επιδείνωνε ακόμα περισσότερο το δημόσιο έλλειμμα;

Η δεύτερη περίπτωση βέβαια, αν συνοδευόταν από μια μείωση των δημοσίων δαπανών, θα θεωρούνταν πλήρως ενάρετη. Αλλά το να προσδοκούμε αύξηση του εισοδήματος μόνον από μείωση των φόρων και των κοινωνικών εισφορών προσκρούει σε πρόβλημα αξιοπιστίας: είναι εφικτό για ένα διάστημα εφόσον η μείωση βασίζεται σε αυξήσεις της παραγωγικότητας των δημοσίων υπηρεσιών. Πέρα από το σημείο αυτό όμως, οι ονομαστικές αυξήσεις εισοδημάτων θα μεταφράζονταν σε μείωση της παροχής δημοσίων αγαθών και συνολικά η αγοραστική δύναμη της μεγάλης πλειονότητας δεν θα αυξανόταν (για παράδειγμα, μόνο το εισόδημα των οικογενειών χωρίς παιδιά θα αυξανόταν από μιαν ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης).

Η νέα οικονομική πολιτική, καθώς αρνείται τη δυνατότητα επιλογών μεταξύ στόχων (επιλογών που μπορούν να διαφέρουν ανάλογα με το ιδεολογικό στίγμα των κυβερνήσεων), υποχρεώνει τις κυβερνήσεις σε ακροβατισμούς, διότι καμία κυβέρνηση αντιμέτωπη με ένα πρόβλημα δεν μπορεί να αδρανεί με το πρόσχημα ότι θεωρητικά το πρόβλημα δεν έπρεπε να υφίσταται.

( Δημοσιεύθηκε στη Le Monde στις 26.6.2004. )

Συμφωνία - σταθμός για αύξηση ωρών εργασίας στη Siemens

του Λόταρ Σπετ

Τι ταραχή: Το Βιομηχανικό Συνδικάτο Μετάλλου (IG Metall) συμφωνεί με τη Siemens στην εβδομάδα των 40 ωρών στα εργοστάσια κινητών τηλεφώνων Μπόχολτ και Καμπ-Λίντφορτ χωρίς πληρωμή της πρόσθετης εργασίας. Μέρος των επιδομάτων αδείας και Χριστουγέννων μετατρέπονται σε παροχή εξαρτώμενη από την επίδοση. Πρόκειται για πραγματική παραχώρηση.

Με τη μείωση της ωριαίας αμοιβής αυξάνεται αντίστοιχα η παραγωγικότητα της εργασίας, ώστε να γίνουν και πάλι ανταγωνιστικοί με την Ουγγαρία που προσφερόταν στη Siemens, χωρίς ωστόσο να χρειάζεται να μειωθεί το μηνιαίο εισόδημα των απασχολουμένων. Η σύνδεση των πρόσθετων παροχών με τα αποτελέσματα της επιχείρησης δημιουργούν επιπλέον την αναγκαία ευελιξία που καθιστά τις θέσεις εργασίας ασφαλέστερες και για χειρότερους καιρούς.

Pήγμα στο φράγμα

Η λύση είναι καλή και πραγματικά ανοίγει ένα ρήγμα στο φράγμα. Οποιος παρακολουθεί νηφάλια το διεθνή ανταγωνισμό ήξερε ότι το ρήγμα κάποτε θα ερχόταν. Και όποιος έχει παρακολουθήσει την έως τώρα άκαμπτη στάση του IG Metall στα θέματα του χρόνου εργασίας, ξέρει ότι στη βάση αυτής της συμφωνίας πρέπει να υπάρχει κάτι περισσότερο από τις συνηθισμένες εργοδοτικές απειλές. Αλλιώς, θα είχαμε έναν ακόμα από τους συνηθισμένους άγονους διαλόγους.

Το δίλημμα ήταν σαφές: Είτε η Siemens μπορεί να διατηρήσει κάτω από τους όρους που συμφωνήθηκαν τις θέσεις εργασίας στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, είτε θα μεταφερθούν σε μία από τις νέες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οπότε θα χαθούν οριστικά για τη Γερμανία.

Το ήξεραν οι εργαζόμενοι που τώρα συμφώνησαν σ’ αυτήν την παραίτηση από την ωριαία αμοιβή τους, καθώς και οι εκπρόσωποί τους στην επιχείρηση. Και τελικά το ήξεραν και τα στελέχη στα συνδικάτα, που έως πρόσφατα βρίσκονταν πολύ μακριά από μια τέτοια παραχώρηση.

Το «καρμπόν»

Πριν ανοίξει ένα φράγμα, πάντα προηγούνται μικρά αλλά αναπτυσσόμενα ρυάκια που το διαβρώνουν. Ετσι και σ’ αυτήν την περίπτωση. Πριν από την περίπτωση ενός γερμανικού βιομηχανικού γίγαντα που πήρε τόση έκταση στα μέσα ενημέρωσης, η ανάγκη είχε οδηγήσει από καιρό πολλές μεσαίες επιχειρήσεις να κλείσουν συμφωνίες με τα συμβούλια των εργαζομένων τους, κάτω από τη σιωπηρή ανοχή των συνδικάτων, για μακρύτερους χρόνους εργασίας καθώς και για ρυθμίσεις ευελιξίας στους χρόνους εργασίας χωρίς προσαυξήσεις υπερωριών και αργιών.

Αλλά τώρα για πρώτη φορά γίνεται επίσημα, και ο καθένας μπορεί να δει ότι το συνδικάτο συνέβαλε ενεργά σ’ αυτό το συμβιβασμό. Φυσικά, ο πρόεδρος του IG Metall Γιούργκεν Πέτερς διαβεβαιώνει μεγαλόφωνα ότι αυτός ο συμβιβασμός πρέπει απολύτως να αποτελέσει μεμονωμένη περίπτωση. Αλλά τα ίδια του τα λόγια προδίδουν το πρόβλημα: Η συμφωνία δεν είναι καρμπόν, είπε.

Ομως αυτό ακριβώς είναι. Και ακούγεται σαν να είχε πει ο Πέτερς: Ξέρω ότι τώρα θα ακολουθήσουν πολλοί που θα μπορούν βάσιμα να ζητήσουν το ίδιο. Οι Daimler, Bosch, MAN, Continental, Thomas Cook και οι Γερμανικοί Σιδηρόδρομοι θέλουν να ακολουθήσουν τη Siemens. Συνολικά, γίνεται τώρα λόγος για περίπου 100 επιχειρήσεις που έχουν ήδη ζητήσει το καρμπόν.

Ολες θα προβάλουν την ίδια επιχειρηματολογία με τη Siemens. Και τελικά το συνδικάτο –αυτό τουλάχιστον θα ήλπιζε κανείς– θα υπογράψει τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας.

Δεν αρμόζει εδώ χαιρεκακία. Χαρά όμως για την από καιρό ποθούμενη μετακίνηση στο γερμανικό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων αρμόζει. Για τη διάσωση θέσεων εργασίας σ’ αυτούς τομείς τελικά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Γι’ αυτό θα ήταν καλύτερο τα συνδικάτα, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες συνθήκες ανταγωνισμού, να διαπραγματεύονταν ανοικτά μια διόρθωση των συλλογικών συμβάσεων, αντί υποχρεωτικά να αντιστέκονται.

Αδιανόητο δίλημμα

Γιατί αν γίνουν πολύμηνοι αγώνες, πολλοί εργοδότες –μεγάλοι και μικροί, είτε υπάρξει γενική ρύθμιση είτε όχι– κάποια στιγμή θα αποφασίσουν να πάνε, δοκιμαστικά στην αρχή, με ένα μέρος της παραγωγής στην Ανατολική Ευρώπη.

Οταν όμως θα έχουν αγοράσει εκεί το πρώτο οικόπεδο –και θα είναι προβλέψιμα μεγάλο οικόπεδο– και όταν θα έχει χτιστεί το πρώτο εργοστάσιο και θα σχεδιάζεται αμέσως η επόμενη επέκταση, όταν θα έχουν εκπαιδευθεί οι πρώτοι εργαζόμενοι από την Πολωνία, την Ουγγαρία ή την Τσεχία και θα έχουν τοποθετηθεί τα νέα μηχανήματα, τότε θα έχουν μπει οι βάσεις για να μεταφερθούν ακόμα περισσότερες θέσεις εργασίας απ’ όσες όντως χρειάζονταν. Τελικά, η Γερμανία ως χώρος επενδύσεων θα είναι ο μεγάλος χαμένος. Οποιος αντ’ αυτού θέλει μια συμφωνία για τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας, θα μπορούσε να την κλείσει από τώρα.

Mπροστά στην απειλή

Μολονότι τα συνδικάτα φυσικά ακόμα αμύνονται, ξέρουν ότι η απειλή είναι τόσο άμεση σε σύγκριση με παλιότερες εποχές, ώστε στο τέλος θα μείνουν με το μουντζούρη στο χέρι. Το να σταθούν μπροστά στην πελατεία τους και να πουν, λυπούμαστε αλλά προτιμήσαμε να συμφωνήσουμε στο κλείσιμο, παρά να κάνουμε παραχωρήσεις στο χρόνο εργασίας, είναι αδιανόητο.

Στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει άλλωστε να μας εκπλήσσει που η ισχυρότερη αντίσταση έρχεται από το Verdi, το συνδικάτο των δημοσίων υπαλλήλων. Εκεί όπου ο εργοδότης δεν έχει εναλλακτικές δυνατότητες και δεν μπορεί να χρεοκοπήσει, βοηθάει ακόμα η πολιτική πίεση εις βάρος των φορολογουμένων.

Αλλά και αυτό θα αλλάξει. Οταν θα έχει πωληθεί η δημόσια περιουσία για να καλυφθούν τα ραγδαία αυξανόμενα βάρη μισθών και συντάξεων, ενώ το χρέος, παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις, θα αυξάνεται, ακόμα και ο Φρανκ Μπσίρσκε (πρόεδρος του Verdi) δεν θα μπορεί πια να ρίχνει όλο το φταίξιμο στον καγκελάριο.

Είναι καιρός να συνθηκολογήσει κανείς μπροστά στην πραγματικότητα – έστω και με τη μελαγχολική επιθυμία να είχε πάλι τους παλιούς καιρούς. Δεν θα ξανάρθουν πια.

( Δημοσιεύθηκε στη Handelsblatt την 1.7.2004. )



Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=228