Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Αναγνώσεις της «κρίσης»

Τάκης, Καφετζής

Ελευθεροτυπία, 2008-02-13


Οι αριθμοί των πολιτικών δημοσκοπήσεων έχουν ιστορία; Και αν ναι, τι είδους ιστορία έχουν; Με ποιους όρους τίθεται το πρώτο ζήτημα και πώς ερμηνεύεται το δεύτερο; Τα ερωτήματα δεν είναι διόλου προφανή, και αν διατυπώνονται εδώ, είναι για να επιχειρηθεί μια ανάγνωση αυτού που αποτελεί κοινό τόπο, δηλαδή η «κρίση του δικομματισμού», η «κρίση του κομματικού συστήματος», η «κρίση του πολιτικού συστήματος», η «κρίση της πολιτικής». Πολλές φορές όλα αυτά διατυπώνονται σωρευτικά, εναλλακτικά και αδιάκριτα, αντανακλώντας έτσι μία κρίση του ίδιου του πολιτικού λόγου όπου οι δημοσιολογούντες περί την πολιτική κρίση γίνονται μέρος της.

Οι πολιτικοί αριθμοί της κοινής γνώμης δαιμονοποιούνται αν δεν πάρει κανείς υπόψη του την ιδιότροπη ιστορία τους. Στις 4 Φεβρουαρίου μία (τηλεφωνική) πανελλαδική δημοσκόπηση (της GPO για το MEGA) έδειξε πρόθεση ψήφου για το ΠΑΣΟΚ στο 26,8% και για τη Ν.Δ. στο 30,7%. Το συμπέρασμα ήταν αβίαστο: κρίση του δικομματισμού, αλλαγή σκηνικού, κλονισμός του «συστήματος» κ.λπ. Κι όμως, εννέα χρόνια πριν, μια πανελλαδική (μη τηλεφωνική) δημοσκόπηση, οι «Τάσεις» της MRB του Μαΐου 1999, έδειχνε ακριβώς ίδια πρόθεση ψήφου: 30,8% για τη Ν.Δ. και 26,9% για το ΠΑΣΟΚ. Και τότε, βεβαίως, δεν έλειψαν τα σχόλια για την εξάντληση των ορίων του μεταπολιτευτικού πολιτικού μοντέλου κ.λπ. Και μάλιστα, τα σχόλια αυτά είχαν και ένα αντίκρισμα σε βάθος χρόνου: η αισθητή πτώση των ποσοστών του δικομματισμού στην κάλπη της 22ας Σεπτεμβρίου 1996, που ανέδειξε και πεντακομματική Βουλή, συνοδεύτηκε (σύμφωνα πάλι με δεδομένα των «Τάσεων» της MRB), από εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά πρόθεσης ψήφου για τα δύο μεγάλα κόμματα, ήδη λίγους μήνες μετά τις εκλογές και για περίπου τρία χρόνια. Βεβαίως, οι τάσεις αυτές ανατράπηκαν στην εκλογή της 9ης Απριλίου 2000, μία εκλογή τυπικά δικομματική.

Υπάρχουν όμως και ευθέως συγκρίσιμα δεδομένα για το τότε και το τώρα. Οι εκλογές του 1996 και του 2007 ταυτίζονται ως προς το χρονικό σημείο της διεξαγωγής τους (με 6 ημέρες διαφορά μεταξύ τους) και ως προς το ποσοστό που συγκέντρωσαν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ. Στις «Τάσεις» του Δεκεμβρίου 1996, το άθροισμα του δικομματισμού στην πρόθεση ψήφου ήταν 54,9%, ποσοστό που θα τροφοδοτήσει τη συνέχεια της συζήτησης για πιθανές αλλαγές στη δομή του κομματικού συστήματος. Αντίθετα, στις «Τάσεις» του Δεκεμβρίου 2007, το άθροισμα της πρόθεσης ψήφου για τα δύο μεγάλα κόμματα καταγράφεται στο 66,8%, στοιχείο που δείχνει μία σαφώς μεγαλύτερη αντοχή, αν όχι παγίωση, των πολιτικών συσχετισμών σε σύγκριση με την έντονη ρευστότητα που υπήρχε τόσο πριν όσο και μετά τις εκλογές του 1996. Αυτό καταγράφεται και σε δημοσκόπηση της Metron -που έγινε τις ίδιες σχεδόν ημέρες του περασμένου Δεκεμβρίου με αυτήν της MRB-, με το άθροισμα του δικομματισμού στην πρόθεση ψήφου να βρίσκεται στο 66,3%.

Ομως η ιστορία αυτών των ποσοτικών μεγεθών, όσο χρήσιμη κι αν είναι για μια πιο σταθμισμένη εκτίμηση του εκάστοτε παρόντος τους, έχει τους σαφείς αναλυτικούς περιορισμούς της. Μπορεί αυτή η ιστορία και η συναφής σύγκριση να νομιμοποιούν σκέψεις για «πολιτική ρευστότητα» στους δύο μεγάλους πόλους του κομματικού συστήματος, όμως το πλαίσιο στο οποίο αυτή η ρευστότητα (φαίνεται να) εκδηλώνεται είναι σίγουρα διαφορετικό - και είναι αυτή η παράμετρος που μπορεί να κάνει τη ρευστότητα να είναι κάτι παραπάνω από κενή λέξη: η Ελλάδα που εγκαινιάζει η οκταετία Σημίτη είναι άλλη από την Ελλάδα της δεύτερης κυβέρνησης Καραμανλή και της δεύτερης αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ του κ. Παπανδρέου. Αρα και η ατζέντα των διακυβευμάτων της μεσοπρόθεσμης και της βραχείας συγκυρίας είναι διαφορετική: άλλο είναι ο «εκσυγχρονισμός» και η «ένταξη στην ΟΝΕ», άλλο η έρημη χώρα της πυρκαγιάς, οι «νταβατζήδες», οι «κουμπάροι», οι αυτόχειρες «αδελφοί» και οι βαλκανιογιάπηδες «κολλητοί» στον δημόσιο κορβανά. Αρα, άλλες είναι και οι στάσεις και παραστάσεις του κοινού, άλλα τα κριτήρια διαμόρφωσης και οι προσανατολισμοί των πολιτικών του συμπεριφορών. Αρα, άλλο είναι το πεδίο διαμόρφωσης και το βάθος των πολιτικών συσχετισμών, επομένως και η κατεύθυνση της ροπής των ισορροπιών στο συνολικό κομματικό σύστημα.

Είναι προφανές ότι η αρχή του 2008 δεν είναι 1996. Είναι προφανές ότι κάτι δείχνει να «αλλάζει» στην αρχή του 2008. Το ερώτημα είναι τι δείχνει να αλλάζει, με ποιους ρυθμούς αλλάζει, σε σχέση με πότε αλλάζει, προς ποια κατεύθυνση αλλάζει, με πόση αντοχή και σε πόσο βάθος αλλάζει. Αν κανείς επιχειρούσε να απαντήσει σε όλα αυτά τα ερωτήματα με βάση τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων εβδομάδων, θα ήταν σαν να πάσκιζε να ορίσει τα σημεία του ορίζοντα εν μέσω αμμοθύελλας: οι αριθμοί στις μετρήσεις κινούνται σε ανεξέλεγκτη τροχιά.

Και αυτό είναι το πρώτο στοιχείο που χαρακτηρίζει τους ρυθμούς αυτής της «αλλαγής» και θέτει ταυτοχρόνως ερωτήματα για την κατεύθυνση και τις αντοχές της. Μέσα σε 10 ημέρες, σε δύο τηλεφωνικές δημοσκοπήσεις της MRB, το δεύτερο και το τρίτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου, η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ χάνουν, αθροιστικά, 3 μονάδες στην πρόθεση ψήφου, ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει 1 μονάδα, ενώ αυξάνεται κατά 2,5 μονάδες η «αδιευκρίνιστη ψήφος». Μέσα σε 2 μήνες η συνοχή των δύο μεγάλων κομμάτων, από το 87%-88% («Τάσεις» Δεκεμβρίου), μειώνεται στο 69% έως 74%.

Οσο και αν η διαφέρουν οι δύο έρευνες της MRB -η μία του Δεκεμβρίου με τη μέθοδο της διαπροσωπικής συνέντευξης των «Τάσεων» και η άλλη με τη μέθοδο της τηλεφωνικής συνέντευξης-, οι μεταπτώσεις αγγίζουν την τάξη μεγέθους για να μπορεί κανείς να τις αποδώσει στις συνέπειες που έχουν για τις στάσεις του κοινού τα διαφορετικά μεθοδολογικά εργαλεία έρευνας. Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί για κάποιες μετατοπίσεις ψήφου. Στις «Τάσεις» του Δεκεμβρίου ο ΣΥΡΙΖΑ εισέπραττε ένα 2% των ψηφοφόρων ΠΑΣΟΚ του 2007, ενώ στην τηλεφωνική μέτρηση στο τέλος Ιανουαρίου το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται στο 9,5%. Αντίστοιχη απότομη μετατόπιση παρατηρείται στους ψηφοφόρους Ν.Δ. του 2007 προς τον ΛΑΟΣ: από 1,3% τον Δεκέμβριο στο 3% στα τέλη Ιανουαρίου.

Μπορεί κανείς να συνεχίσει την παράθεση εμπειρικών ερευνητικών δεδομένων της τελευταίας περιόδου - είναι και εντυπωσιακά στις συχνότητές τους, ποτέ δεν τις είδαμε έτσι τα τελευταία 25 χρόνια. Το ζήτημα είναι αν αυτά τα δεδομένα των τάσεων του κοινού παραπέμπουν σε μία συνειδητή προοπτική προγραμματικής και ιδεολογικής μεταβολής του δομικού / δικομματικού άξονα του καθεστώτος , ή υποδηλώνουν μία στάση τακτικής διαμαρτυρίας για τα «ηθικώς κείμενα» αυτού του καθεστώτος ή αποτελούν έκφραση ενός απορριπτικού συνδρόμου χωρίς έναρθρη πολιτική προοπτική.

Δεν είναι τυχαίο ότι η αγοραία μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος υπονομεύτηκε από την προσωπική αήθεια του αρμόδιου υπουργού με τους «Ινδούς». Λες και δεν υπήρχαν άλλοι κοινωνικοί λόγοι για να πάει σπίτι του με αυτά που πρότεινε (όχι μόνος του, βέβαια) για το Ασφαλιστικό. Οπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι οι τάσεις της κοινής γνώμης που καταγράφονται τις τελευταίες εβδομάδες συμπίπτουν με την κατακλυστική αλλά αντίστροφη επαναφορά της ηθικής στην πολιτική, με αφετηρία την «υπόθεση Ζαχόπουλου» και τα παράγωγά της. Την αρχή για μιαν «ηθική της πολιτικής» την έκανε βέβαια η Ν.Δ., με την κεντρική εκστρατεία της εναντίον της «διαφθοράς» από το 2001 και μετά. Τώρα εισπράττει τα επίχειρα της συνειδητής ιδεολογικής επιλογής της, να εκκενώσει κάθε πολιτική διάσταση από τη δημόσια αρετή, επιτρέποντας έτσι στην ανομία να θρονιαστεί στον πυρήνα της εξουσίας της. Μπορεί ο κ. Καραμανλής να διαβεβαιώνει (ποιους άραγε;) ότι «η κυβέρνηση έχει ισχυρή και νωπή εντολή» -ίσως επειδή, από αμήχανη άμυνα, μετρά ημερολογιακά τον πολιτικό του χρόνο-, όμως κάποιος πρέπει να του επισημάνει ότι το ποσοστό πρόθεσης ψήφου για το κόμμα του τον Δεκέμβριο είναι το χαμηλότερο της τελευταίας 7ετίας («Τάσεις» MRB).

Ανάλογες παρατηρήσεις μπορεί να γίνουν για την απήχηση του ΠΑΣΟΚ: τον περασμένο Δεκέμβριο το ποσοστό που συγκεντρώνει στην πρόθεση ψήφου είναι το χαμηλότερο από τον Φεβρουάριο του 2004. Δείχνει έτσι να μην μπορεί να λειτουργήσει ως αντισταθμιστικός πόλος του δικομματικού συστήματος, παρέχοντας στο κοινό μία συνολική εναλλακτική επιλογή διακυβέρνησης.

Από ορισμένες απόψεις, τα δεδομένα των τελευταίων μετρήσεων παραπέμπουν στην περίοδο 1994-1996, όταν για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση καταγράφεται σαφής, εκτεταμένη, μάλλον αιφνίδια (λίγους μόλις μήνες μετά την πολωμένη εκλογή του Οκτωβρίου 1993) τάση κομματικής αποευθυγράμμισης του ελληνικού κοινού. Και πάλι, όμως, η σύγκριση έχει όρια. Το ερώτημα σήμερα είναι αν και σε ποιο βαθμό θα επιβεβαιωθεί στην προσεχή κάλπη το κύριο στοιχείο των τελευταίων δημοσκοπήσεων, δηλαδή η σημαντική άνοδος της (δυνητικής) εκλογικής απήχησης των κομμάτων της Αριστεράς, άρα και η τάση ενός κρίσιμου τμήματος του κοινού να μην είναι ευήκοο στο διαφαινόμενο σήμερα δίλημμα «Κυβέρνηση ή ακυβερνησία στη χώρα;». Από μιαν άποψη, το ερώτημα αυτό θέτει ένα άλλο, προκείμενο ζήτημα: η δημοσκοπική άνοδος της επιρροής της Αριστεράς αντιστοιχεί σε μία μεταστροφή της εκλογικής συμπεριφοράς που έχει αριστερά χαρακτηριστικά, άρα και αντοχές στον χρόνο, ή σε μία «ψήφο στους αγνούς»; Από την απάντηση που θα δοθεί σε αυτά τα ερωτήματα θα κριθεί στο εξής και η ίδια η φυσιογνωμία της Αριστεράς. Στο παρελθόν, όταν έπαιξε το ετεροπροσδιορισμένο χαρτί της ηθικής, περιέπεσε η ίδια σε μια δίνη πολιτικού αμοραλισμού που της κόστισε πολύ ακριβά.

Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=2374