Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Ο αειφορικός ενεργειακός σχεδιασμός στην Ελλάδα

Μιχάλης, Παπαγιαννάκης

Αυγή της Κυριακής, 2008-03-09


Το ζήτημά μας είναι ένας ουσιαστικός και συνεκτικός ενεργειακός σχεδιασμός, ο οποίος περιλαμβάνει, προφανώς, τους στόχους του ασφαλούς και οικονομικού εφοδιασμού της χώρας, της προστασίας του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα της καταπολέμησης του φαινομένου του θερμοκηπίου και της κλιματικής αλλαγής, όπου εξάλλου συμπυκνώνονται μακροχρόνια και όλοι οι υπόλοιποι στόχοι. Φυσικά, στον σχεδιασμό αυτό, αλλά και σε κάθε σχεδιασμό, έχουν ιδιαίτερη σημασία όχι τόσο οι στόχοι όσο τα μέσα και τα μέτρα που τους υπηρετούν. Στην Ελλάδα όμως διαπιστώνουμε καθημερινά αντιφάσεις ανάμεσα σε διακηρυγμένους στόχους ή εξαγγελίες και σε συγκεκριμένες αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις της κυβέρνησης και δημόσιων οργανισμών.

Ο ενεργειακός σχεδιασμός του 2007 είναι ήδη ξεπερασμένος

Ο σχεδιασμός που είχε ανακοινώσει το Υπουργείο Ανάπτυξης τον Ιούνιο του 2007 δεν έχει πια καμία σχέση με τις σημερινές δεσμεύσεις και εξαγγελίες της κυβέρνησης, στον βαθμό βέβαια που σκέπτεται σοβαρά να τηρήσει τα όσα έχει συμφωνήσει στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διαπραγμάτευσης του νέου Κιότο. Θυμίζω ότι ο σχεδιασμός προέβλεπε, για το 2020, αύξηση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 32%, αντί μείωσης κατά 20% όπως έχουμε δεσμευθεί. Προέβλεπε βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 10%, αντί 20% που λένε σήμερα. Προέβλεπε διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μίγμα κατά 12%, αντί 20% που είναι ο νέος στόχος. Προέβλεπε επίσης, σε όλες του τις εκδοχές, περαιτέρω αύξηση της εξάρτησης της χώρας από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα.

Είναι καιρός, λοιπόν, να αναθεωρηθούν οι προβλέψεις και οι στόχοι -- και αυτό εξαγγέλλει κατά καιρούς η κυβέρνηση. Παράλληλα όμως, κάθε τόσο, παίρνει αποφάσεις που βρίσκονται σε αντίφαση με όσα εξαγγέλλει, με ακρότατο παράδειγμα τις αδειοδοτήσεις για μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού από λιθάνθρακα, το κατεξοχήν ορυκτό καύσιμο, οι οποίες δικαίως έχουν ξεσηκώσει τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, τους ειδικούς και χιλιάδες πολίτες. Ποιες είναι σήμερα οι προκλήσεις; Αναμφισβήτητα, η μεγάλη πρόκληση είναι η περιβαλλοντική αλλαγή, το φαινόμενο του θερμοκηπίου από την έκλυση των αερίων του θερμοκηπίου, κυρίως του διοξειδίου του άνθρακα, που προέρχεται από την καύση ορυκτών καυσίμων. Οι περιπαικτικές διατυπώσεις και τα αστειάκια που ακούσαμε, ότι το διοξείδιο δεν είναι ρύπος και μάλιστα το εξαφανίζουμε πίνοντας αεριούχα ποτά, κόκα κόλα και γκαζόζα ας πούμε, δείχνουν ότι υπεύθυνα χείλη δεν έχουν συνειδητοποιήσει πόσο σοβαρό και επείγον είναι το ζήτημα. Διότι προφανώς το διοξείδιο δεν είναι ρύπος όπως το μονοξείδιο, αλλά αποτελεί τον κατεξοχήν υπεύθυνο, όπως αναγνωρίζουν οι πάντες, για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Όλοι συμφωνούν ότι χρειάζεται, σύντομα, μείωση, με χρονοδιαγράμματα και ποσοτικούς, στόχους, των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας, έρευνα και τεχνολογική καινοτομία για όλα αυτά κι όσα μπορούν να γίνουν, λ.χ. οικονομία του υδρογόνου. Αυτούς τους στόχους τούς έχουν υιοθετήσει γενικώς και η κυβέρνηση και όλες οι πολιτικές δυνάμεις. Ωστόσο, είμαστε πολύ μακριά από τον δρόμο της υλοποίησης.

Από πού ξεκινάει η Ελλάδα; Η Ελλάδα ξεκινάει από μια υπερβολικά και αδικαιολόγητα συσσωρευμένη και ενεργειοβόρα οικονομία, από μια παραγωγή ενέργειας που βασίζεται κυρίως στον λιγνίτη και στο πετρέλαιο (δεν υποτιμώ τις άλλες μορφές, αλλά θέλω να αναδείξω τις κύριες), από πολύ υψηλούς δείκτες εκπομπές αερίων και άλλων τοξικών ρύπων.

Η ενεργειακή ένταση της ελληνικής οικονομίας είναι η δεύτερη χειρότερη στην Ευρώπη των δεκαπέντε. Ο δείκτης ενεργειακής αποδοτικότητας φτάνει το 66,1%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 71,3%. Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας --εξωφρενική στην Ελλάδα-- αυξάνεται περίπου 4%, όταν στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση κυμαίνεται μεταξύ 1%-2%. Σ’ εμάς μάλιστα η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από τον τριτογενή τομέα και όχι από τη βαριά βιομηχανία, όπου η ζήτηση μεταξύ του 1990 και του 2005 αυξήθηκε τρεις φορές. Προέρχεται από τη ζήτηση για τη λειτουργία των σπιτιών (ψύξη, θέρμανση κ.λπ.) και από τις μεταφορές, πράγμα που σημαίνει ότι μια αναγκαία πολιτική καταπολέμησης της υπερβολικής ζήτησης αφορά πολλές και απρόσμενες χρήσεις, που δεν τις σκεφτόμασταν παραδοσιακά και διαχέονται σ’ όλη την κοινωνία~ επομένως, τα μέτρα που θα πάρουμε πρέπει να είναι πιο σύνθετα.

Τι (δεν) έχει κάνει η κυβέρνηση

Τι έχει κάνει η κυβέρνηση; Τι προβλέπουν τα σχέδια και οι αποφάσεις που δημοσιεύονται σχεδόν κάθε μέρα; Δεν έχει προχωρήσει αξιόπιστα και αποτελεσματικά σε πολιτικές σύμφωνες με τις δεσμεύσεις και τις εξαγγελίες της.

Η αύξηση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, που αναγνώριζε το Πρωτόκολλο του Κιότο, έχει ήδη ξεπεραστεί. Προβλεπόταν ένα 25%, αλλά πιθανότατα --αν συνεχίσουμε έτσι-- θα περάσουμε το 35% στην προβλεπόμενη προθεσμία. Ορισμένοι μάλιστα, όπως το Εθνικό Αστεροσκοπείο, πιστεύουν ότι αν δεν πάρουμε κανένα μέτρο θα ξεπεράσουμε το 56,4%, πράγμα το οποίο έχει και σοβαρότατες πολιτικές και οικονομικές συνέπειες. Ανάλογες προβλέψεις έκανε και ο καθ’ όλα αρμόδιος επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Στ. Δήμας, σε πρόσφατο συνέδριο στην Αθήνα.

Η κυβέρνηση δεν έχει προχωρήσει στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Κάτι έχει γίνει, αλλά οι στόχοι είναι τέτοιοι που απαιτούν μια πραγματική επανάσταση. Είναι πολύ δύσκολο, έως αδύνατο, να επιτευχθεί ο στόχος για το 2010, το 20,1% της ηλεκτρικής ενέργειας να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές. Σήμερα βρισκόμαστε κάτω από το 8,5%. Είναι δύσκολο να πετύχουμε και τον στόχο του 2020, δηλαδή το 29% της ηλεκτρικής ενέργειας να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές.

Η κυβέρνηση δεν έχει προωθήσει αποφασιστικά πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας. Δεν έχει καν ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο τη σχετική νομοθεσία για τα δημόσια κτίρια, την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων κ.λπ. Μαθαίνω μάλιστα ότι παραπεμπόμαστε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τη μη ενσωμάτωση αυτής της νομοθεσίας.

Επίσης, δεν έχει αλλάξει περίπου τίποτα στη διάρθρωση και τη στρατηγική των δημοσίων επενδύσεων στο Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης ή στο Ε.Σ.Π.Α. που έρχεται, παραμένοντας προσανατολισμένη σ’ έναν παραδοσιακό τρόπο ανάπτυξης, ο οποίος υποτιμά ή αγνοεί το σιδηροδρομικό δίκτυο και ενισχύει την εντατική χρήση των φυσικών πόρων σε δραστηριότητες όπως οι νέες τουριστικές επενδύσεις που προβλέπονται και στο ειδικό χωροταξικό για τον τουρισμό.

Ανακοινώνει συνεχώς αδειοδοτήσεις παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη, αντί προγραμμάτων σταδιακής υποκατάστασής τους. Επιπροσθέτως, προγραμματίζει νέες εγκαταστάσεις με εισαγόμενο λιθάνθρακα, κάτι που σημαίνει περαιτέρω εξάρτηση από τον άνθρακα. Αφήνει να πλανάται σε δημόσια κείμενα και συζητήσεις --αυτό έγινε και σε συζήτηση στη Βουλή, ανεπίσημα-- το ενδεχόμενο ή η ανάγκη να προσφύγουμε στην ατομική ενέργεια, που ήδη προβάλλεται διεθνώς από ένα ισχυρότατο λόμπι ως εναλλακτική, ακόμα και ως ανανεώσιμη και βεβαίως φθηνότερη ενέργεια, πράγμα το οποίο, όπως θα εξηγήσω, είναι εξαιρετικά συζητήσιμο.

Ας επικεντρωθώ στον λιθάνθρακα και τη Βόρεια Ελλάδα. Όσοι μιλούν για λιθανθρακικές μονάδες ισχυρίζονται ότι είναι πιο οικονομικές. Ωστόσο, απ’ ό,τι φαίνεται, τη λογική αυτή δεν συμμερίζονται οι εταιρείες RWE και Evonic στη Γερμανία, οι οποίες αρχίζουν να σταματούν τις επενδύσεις τους σε ανάλογες μονάδες, λόγω κόστους. Γιατί όμως η RWE σταματά την κατασκευή μονάδων λιθάνθρακα στη Γερμανία και επιθυμεί να τις φέρει στην Ελλάδα; Μήπως, εν τέλει, η Ελλάδα αντιμετωπίζει τον εαυτό της ως αναπτυσσόμενη χώρα που δέχεται τους ρύπους των αναπτυγμένων χωρών;

Πριν δυο εβδομάδες, τρεις τραπεζικοί κολοσσοί, η Citibank, η JP Morgan Change και η Morgan Stanley, ανακοίνωσαν ότι θα δώσουν έμφαση στις επενδύσεις για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ είναι ιδιαιτέρως αρνητικές στη χρηματοδότηση μονάδων λιθάνθρακα, βάσει των σημερινών τεχνολογιών. Γιατί ξέρουν πολύ καλά το κόστος και την επιβάρυνση που θα έχουν, ιδίως αν αρχίσει και το αλισβερίσι της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων.

Τι πρέπει και μπορεί να αλλάξει

Τι πρέπει να αλλάξει, σήμερα κιόλας; Πρέπει να δεσμευθούμε σε συγκεκριμένες προτεραιότητες, αποκλείοντας ξεπερασμένες λύσεις.

Χρειαζόμαστε ένα συνολικό, συνεκτικό και μακροχρόνιο σχέδιο απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, στο πλαίσιο ενός γενικότερου σχεδίου οικολογικής ανασυγκρότησης της χώρας, όπου πρέπει να περιλαμβάνονται άμεσα μέτρα, αλλά και προοδευτικές αλλαγές μακράς πνοής.

--Να ακυρωθούν αμέσως οι αδειοδοτήσεις για επιπλέον παραγωγή με χρήση λιθάνθρακα και να σχεδιαστεί η προοδευτική μείωση, σε έναν ορίζοντα χρόνου, της χρήσης του λιγνίτη, όπως κάνουν και άλλες χώρες~ να σχεδιαστεί ο περιορισμός της χρήσης πετρελαίου και μακροχρόνια ακόμα και του φυσικού αερίου, που είναι κι αυτό ορυκτό καύσιμο. Εν πάση περιπτώσει, ένας τέτοιος σχεδιασμός επιβάλλει και έναν γενικότερο σχεδιασμό ανασυγκρότησης των οικονομιών και της απασχόλησης της περιφέρειας, όπου έχουν υπερσυγκεντρωθεί οι σχετικές παραδοσιακές βιομηχανίες. Είναι απαράδεκτο μια τέτοια ανασυγκρότηση να την πληρώσει η Κοζάνη, η Πτολεμαϊδα ή η Μεγαλόπολη!

Είναι εντυπωσιακό ότι σημαντικά προγράμματα απεξάρτησης τέτοιου τύπου από τα ορυκτά καύσιμα έχουν ήδη εκπονήσει η Γερμανία με ορίζοντα το 2018, η Μεγάλη Βρετανία με ορίζοντα το 2016, η Σουηδία με ορίζοντα το 2020. Και θυμίζω, επίσης, το παράδειγμα της μικρής και μακρινής Ισλανδίας, η οποία αποκλείει οποιαδήποτε χρήση, με οποιονδήποτε τρόπο, σε οποιονδήποτε χρόνο, ορυκτών καυσίμων μέχρι το 2030. Πλήρως. Μάλιστα, πλήρως!

Χρειαζόμαστε λοιπόν μια μαζική ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών, με χρονοδιάγραμμα, μέτρα, κίνητρα, επιλογές, με σοβαρή μελέτη και σεβασμό στο περιβάλλον βεβαίως, και όχι με αυθαιρεσίες διαφόρων μεγάλων εταιρειών, οι οποίες νομίζουν ότι ανακάλυψαν εδωπέρα το νέο Ελντοράντο.

--Να αρθούν οι αδικαιολόγητοι περιορισμοί στην ανάπτυξη της αιολικής και ηλιακής ενέργειας. Να προσανατολιστεί ενεργητικά η ΔΕΗ --όσο μπορούμε πλέον να την προσανατολίσουμε-- στην παραγωγή τέτοιων μορφών ενέργειας, κάτι που δεν έκανε στο παρελθόν, καθώς εμπόδιζε την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών, χάνοντας μια ιστορική ευκαιρία να οδηγήσει ηγεμονικά τις εξελίξεις, όπως σε άλλες χώρες.

--Να ενισχυθεί η χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και σε αποκεντρωμένες συνθήκες: σε σπίτια, ιδιωτικές μονάδες, τουριστικά καταλύματα, με κίνητρα και με διοικητικά μέτρα. Κάθε νέο οικοδόμημα να είναι, λ.χ., υποχρεωμένο να περιλαμβάνει τέτοιες εγκαταστάσεις.

--Να μεθοδευτεί το ταχύτερο η έρευνα και η ανάπτυξη στον τομέα της γεωθερμίας. "Η Ελλάδα διαθέτει, αν όχι το μεγαλύτερο, το δεύτερο δυναμικό γεωθερμίας σε όλη την Ευρώπη", μας έλεγε στην Επιτροπή Περιβάλλοντος ο Χρ. Ζερεφός~ μιλάμε για τη Μήλο, τη Νίσυρο, όλη αυτή την περιοχή.

--Να ενισχυθεί μαζικά η συμπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με θέρμανση και ψύξη (υπάρχει η τεχνολογία και είναι γνωστή), να αναπτυχθεί ταχύτατατα η εφαρμοσμένη έρευνα ως προς την κυματική ενέργεια, την οποία βλέπουμε να εφαρμόζεται ήδη στη Γαλλία και την Πορτογαλία. Δεν έχει κύματα το Αιγαίο;

--Να μελετηθούν σοβαρά οι ορθές συνθήκες επιλογής και καλλιέργειας των φυτών που μπορούν να γίνουν βιοκαύσιμα, χωρίς αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Να ενισχυθούν οι αποκεντρωμένες και μικρές υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις.

--Να αποκλεισθεί ρητά οποιαδήποτε προσφυγή στην ατομική ενέργεια. Ούτε εναλλακτική είναι, ούτε οικολογική προφανώς, ούτε καν οικονομική! Το ρίσκο των ατυχημάτων με το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, στη δημόσια υγεία και την οικονομική δραστηριότητα είναι απολύτως απαγορευτικό. Ας δούμε τι συνέβη μετά το Τσερνομπίλ. Αναφορές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκαναν λόγο για περισσότερους από 150.000 νεκρούς, το επόμενο διάστημα, και ερήμωση όλης της περιοχής. Επίσης, μακροχρόνια, αδιέξοδο δημιουργεί η ασφαλής και οικονομική διάθεση των πυρηνικών αποβλήτων. Δεν μπορεί να τα θάβει κανείς όπου να’ναι~ είναι μια τεράστια διαδικασία, με πολύ μεγάλο κόστος. Ακόμα, το κόστος για να κλείσει μια ατομική εγκατάσταση ανέρχεται στο 40% έως 50% του αρχικού ποσού της επένδυσης, απαιτώντας, όπως μας έλεγαν στο Ευρωκοινοβούλιο, δέκα με έντεκα χρόνια. Τις συνέπειες αυτές τις υφίσταται τώρα η Ισπανία: πληρώνει για να κλείσει τις μονάδες.

Χρειαζόμαστε μια δραστική στροφή και μια συνολική πολιτική μείωσης του υπερβολικού ρυθμού αύξησης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και, γενικότερα, μια πολιτική εξοικονόμησης ενέργειας. Το σημαντικότερο και το καθαρότερο κοίτασμα ενέργειας είναι η εξοικονόμηση ενέργειας. Ειπώθηκε χιουμοριστικά, αλλά δεν στερείται διόλου βάσης.

Χρειαζόμαστε αλλαγές στους τρόπους κατανάλωσης: φωτισμό, θέρμανση-ψύξη, οικοδόμηση, βιοκλιματική αρχιτεκτονική, μεταφορές, συγκοινωνίες, καλλιέργειες. Οφείλουμε να ξαναδούμε τις επιλογές και τις προτεραιότητες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ). Χρειαζόμαστε αναπροσανατολισμό της έρευνας και της τεχνολογίας, με πολλά κονδύλια, για τις συγκεκριμένες εφαρμογές των νέων μορφών στις κατάλληλες περιφέρειες και τομείς.

Κίνητρα για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειες

Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα μόνο από τα κίνητρα που μπορούμε αμέσως να εφαρμόσουμε:

--Μείωση του ΦΠΑ για προϊόντα και διαδικασίες που ευνοούν την εξοικονόμηση ενέργειας και την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών, σύμφωνα και με την Οδηγία 77/388 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ελληνική κυβέρνηση, περιέργως, σε αντίθεση με άλλες, δεν το ζήτησε ποτέ.

--Κίνητρα, προκειμένου να εφαρμοστούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ιδίως οι φωτοβολταϊκές, για οικιακή χρήση. Να θεσμοθετηθεί, σε όλες τις νέες υποδομές, η υποχρέωση να χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές. Να ενσωματωθεί ταχύτατα η κοινοτική νομοθεσία για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων. Να ληφθούν μέτρα για να ενισχυθεί η ανανέωση του στόλου των αυτοκινήτων, υπέρ αυτών που χρησιμοποιούν τεχνολογία εξοικονόμησης ενέργειας και αξιοποιούν ανανεώσιμες πηγές. Έτσι κι αλλιώς, απαιτείται περιορισμός στη χρήση της αυτοκίνησης, ιδίως στο κέντρο των πόλεων.

--Πρέπει, ακόμα, να μελετηθεί η χρονοχρέωση στην τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας, με στόχο να αποφευχθεί η σπατάλη τις ώρες αιχμής. Να απαγορευθούν σταδιακά οι ενεργειοβόροι λαμπτήρες. Να εκπονηθούν ειδικά προγράμματα ενίσχυσης των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των μικρών επιχειρήσεων, προκειμένου να εισαγάγουν ανανεώσιμες πηγές ενέργειες στη δραστηριότητά τους. Τέτοια προγράμματα ενισχύονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και, απ’ ό,τι μαθαίνω, ένα που ξεκίνησε πειραματικά στην Κέρκυρα είχε θεαματικά αποτελέσματα.

Παραμένει, για όλους μας, το ζήτημα του ρεαλισμού και της οικονομικότητας μιας τέτοιας αντίληψης. Δεν πρέπει όμως να κάνουμε λογαριασμούς με τα σημερινά δεδομένα. Όχι μόνο η τιμή του πετρελαίου ανεβαίνει, με μικρές ελπίδες επιστροφής στα παλαιά επίπεδα, αλλά γενικότερα οι τιμές όλων των καυσίμων παίρνουν την ανηφόρα. Η δε χρήση τους θα επιβαρύνει το κόστος τους πολύ περισσότερο, λόγω των επερχόμενων αυστηρότερων ρυθμίσεων στην αγορά ρύπων, λόγω κυρώσεων και προστίμων. Και δεν υπολογίζω, εδώ, το έμμεσο κόστος που επιβάλλουν στη λοιπή οικονομία και στη δημόσια υγεία. Και υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες κόστους που δεν λαμβάνονται υπόψη, όπως το αυξανόμενο κόστος των ερευνών για γεωτρήσεις, των μεταφορών, της απώλειας ενέργειας από υπερσυγκεντρωμένες εγκαταστάσεις στους τόπους κατανάλωσης.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία δεν συντρέχουν στο σημερινό κόστος εγκατάστασης και λειτουργίας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το οποίο εξάλλου, με την πληθοπαραγωγή του, όπως γνωρίζουμε από την ιστορία της βιομηχανίας, θα τείνει συνεχώς να μειώνεται.

Τρία παραδείγματα: η "δικτατορία" των ΙΧ, η έρευνα και η τεχνολογία, η ηλεκτρενέργεια στα νησιά μας

Για να προχωρήσει ο σχεδιασμός δεν αρκεί να επικεντρωθεί μόνο στην ενέργεια. Ούτως ή άλλως --και εγώ θα έλεγα ευτυχώς-- το ζήτημα της ενέργειας αφορά όλη την κοινωνία, δηλαδή όλες τις λειτουργίες, όλη την οικονομία, όλες τις αστικές λειτουργίες. Θα δώσω μερικά παραδείγματα.

Οι πόλεις και οι κοινωνίες μας ζουν κάτω από την ιδιότυπη δικτατορία της ιδιωτικής αυτοκίνησης, με συνέπειες και στην ενέργεια και στην ενεργειοβόρα οικονομία και στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Εδώ χρειάζονται μέτρα, όχι μόνο αυτά που προτείναμε όπως η ανανέωση του στόλου των αυτοκινήτων κ.λπ., αλλά και μέτρα περιορισμών και συμβολικών, αν θέλετε, κινήσεων προς την κοινωνία, που θα δείχνουν ότι κάτι αλλάζει ριζικά. Δεν νομίζω ότι οι μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης που έβαλαν διόδια είχαν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα~ ίσα ίσα, οι κάτοικοι ήταν ικανοποιημένοι. Δεν είναι σίγουρο ότι οι συνθήκες είναι ίδιες και στην Αθήνα. Το ζήτημα χρειάζεται μελέτη, όπως γενικά ο περιορισμός στο ιστορικό κέντρο.

Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα είναι η έρευνα και η τεχνολογία. Στην Ελλάδα, αν και έχουμε σημαντικότατα ερευνητικά κέντρα, υψηλού επιπέδου με διεθνή αναγνώριση και συνεργασίες, δεν πρόκειται προφανώς να κάνουμε τις μεγάλες παγκόσμιες ανακαλύψεις. Μακάρι να κάνουμε κάποια, και να το χαρούμε. Υπάρχει όμως το θέμα της εφαρμοσμένης έρευνας, εφαρμοσμένης στις συγκεκριμένες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της χώρας. Τι προτείνουμε δηλαδή στον τάδε τύπο γεωργίας για να υπάρξει εξοικονόμηση ενέργειας, όχι μόνο με διαταγές, αλλά έχοντας ερευνήσει το πώς δουλεύει, την υφή του, πώς γίνεται σε αυτόν η άρδευση και η άροση. Κι εδώ μπορούμε να κάνουμε πολλά, χωρίς να ανακαλύπτουμε βέβαια την πυρίτιδα, αλλά προσαρμόζοντας πράγματα που κυκλοφορούν, δουλεύοντάς τα και πειραματιζόμενοι επ’ αυτών. Έχουμε μικρά δείγματα από εδώ και από εκεί, ιδού λοιπόν στάδιο δόξης λαμπρό!

Θα τελειώσω με ένα ακόμα παράδειγμα, που δεν έχει τη φόρτιση των ημερών και της επικαιρότητας. Έμαθα ότι η ΔΕΗ επιδοτεί την παραγωγή ηλεκτρενέργειας στα νησιά με 280.000.000 ευρώ τον χρόνο. Δεν είμαι ειδικός, ειλικρινά. Οικονομολόγος ήμουν παλιά --τα έχω παρατήσει λιγάκι--, και δεν είμαι ειδικός της οικονομίας της ενέργειας. Έχω όμως την εντύπωση ότι με 280.000.000 ευρώ τον χρόνο, με ένα τμήμα τους κάθε χρόνο --γιατί μιλάμε για προοδευτικές παρεμβάσεις-- μπορούν να γίνουν θαύματα στα νησιά, και μάλιστα στα πιο μικρά, τα πιο ξερά και τα πιο άγονα, όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τους τρόπους ανάδειξης των πόρων τους, την αυτάρκειας τους δηλαδή ως προς το νερό και ένα σωρό άλλα.

Δεν βλέπουμε κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, αφήνουμε τους τοπικούς παράγοντες, και φταίμε πολλές φορές και εμείς, να βαυκαλίζονται ότι θα φέρουν ένα καλώδιο "μαγικό", που θα έχει κάνει 700 χιλιόμετρα δρόμο, θα έχει κοστίσει της Παναγιάς τα μάτια, για να έχουν ηλεκτρικό τον μήνα του τουρισμού και όλο τον άλλο χρόνο να υπολειτουργεί! Το θεωρώ απαράδεκτο, όταν υπάρχουν άλλες εφικτές λύσεις. Βέβαια, ακόμα πιο απαράδεκτο είναι τα νησιά αυτά να μην έχουν ενέργεια. Πρέπει, οπωσδήποτε, να έχουν. Αλλά ο τρόπος, τα μέσα πρέπει να είναι, κατά τη γνώμη μου πάντα, όσο το δυνατόν πιο σύγχρονα και οικολογικά.

Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=2433