Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Ανακατανομή των πόρων

Ασφαλιστική μεταρρύθμιση με διατήρηση όλων των προνομίων δεν γίνεται

Ελίζα, Παπαδάκη

Τα Νέα, 2008-03-12


Έχει επαναληφθεί τόσες φορές και με τόση έμφαση, ώστε να μην υπάρχει κανείς στη χώρα που να μην το έχει ακούσει: Το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης, όπως λειτουργεί σήμερα, δεν είναι βιώσιμο. Κάποια στιγμή μετά το 2020 δεν θα είναι πια σε θέση να πληρώνει τις συντάξεις που έχει υποσχεθεί. Διότι ζούμε περισσότερο, οπότε έχουμε να λαμβάνουμε σύνταξη για πιο πολλά χρόνια, ενώ η αναλογία των εργαζομένων που καταβάλλουν εισφορές λιγοστεύει σε σύγκριση με τον αριθμό των συνταξιούχων. Οι έως τώρα επιμέρους νομοθετικές επεμβάσεις και η έλευση των μεταναστών, όσων ασφαλίζονται, έχουν απλώς αναβάλει για λίγο αργότερα την κρίση, τη δυναμική του συστήματος δεν την άλλαξαν. Λιγότερο τονίζεται ένα βασικό χαρακτηριστικό του συστήματος, που όμως όλοι γνωρίζουμε, από την εμπειρία του ο καθένας: οι πολύ μεγάλες εσωτερικές του ανισότητες. Ενώ οι συντάξεις απορροφούν ήδη γύρω στο 12% του ΑΕΠ, αναλογία υψηλότερη από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, σε μεγάλο αριθμό τους παραμένουν πολύ χαμηλές. Μόνο στην Ελλάδα ο ένας στους τέσσερις ηλικιωμένους έχει εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας.

Επιβάλλεται επομένως μια συνολική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, ώστε να μπορεί να εγγυηθεί αξιοπρεπείς συντάξεις στους σημερινούς εργαζόμενους αλλά και ανέργους, δηλαδή σε όλους τους αυριανούς ηλικιωμένους. Μια τέτοια μεταρρύθμιση συνεπάγεται ανακατανομή των πόρων, οπωσδήποτε στο εσωτερικό του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά και στην οικονομία ευρύτερα. Δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ, αλλά αυτή η ανακατανομή είναι που χρειάζεται να συζητηθεί δημόσια, ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις και τους φορείς που εκπροσωπούν διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα. Όσο αποσιωπάται, καμία μακροχρόνια πολιτική δέσμευση δεν αναλαμβάνεται, καμία συναίνεση δεν είναι δυνατό να διαμορφωθεί στην κοινωνία, άρα και καμία μεταρρύθμιση που να λύνει το πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης δεν μπορεί να περπατήσει.

Τέτοια μεταρρύθμιση δεν προτείνει το νομοσχέδιο της κυβέρνησης. Επιχειρεί να συγχωνεύσει Ταμεία περιορίζοντας δραστικά τον αριθμό τους, κατεύθυνση οπωσδήποτε αναγκαία, αλλά δεν αποσαφηνίζει όρους για την οικονομική βιωσιμότητα των νέων Ταμείων, ούτε τις συνέπειες για τις παροχές και τις εισφορές. Επιπλέον περικόπτει ευνοϊκές ρυθμίσεις που ισχύουν για διάφορες κατηγορίες ασφαλισμένων (συνταξιοδότηση νωρίτερα των μητέρων, αλλά και όλων όσοι συμπλήρωσαν 35ετία πριν από τα 60, πρόωρες συντάξεις, επικουρικές πάνω από 20% κ.ά.), χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συζήτηση με τους ενδιαφερομένους. Συνιστούν μήπως αυτά αναγκαία ανακατανομή πόρων; Αναμφίβολα, πολλοί έχουν να χάσουν αν εφαρμοσθούν, όμως η κυβέρνηση δεν έκανε τον κόπο να υπολογίσει τις απώλειες, ούτε να διευκρινίσει πού θα πάνε τα εξοικονομούμενα, για να ξέρει ο καθένας πώς θα αξιοποιηθεί το εισόδημα που καλείται να στερηθεί. Το Γενικό Λογιστήριο μέτρησε ένα ποσό της τάξεως των 300 εκατομμυρίων ευρώ, μηδαμινό σε σχέση με τους πόρους που λείπουν από τις συντάξεις. Ένα μοναδικό αντάλλαγμα προβλέπεται άλλωστε: για τις μελλοντικές μητέρες, η εξαμηνιαία, αμειβόμενη από τον ΟΑΕΔ, άδεια μητρότητας μαζί με εισφορές μέχρι πέντε χρόνια για τρία παιδιά. Αλλά η μεγάλη πληγή του ασφαλιστικού συστήματος, η εκτεταμένη εισφοροδιαφυγή, δεν αντιμετωπίζεται, τυπικά μόνο περνάει σε ένα άρθρο για τις διαδικασίες των ελέγχων. Εκτός και αν θεωρήσουμε σοβαρό αντικίνητρο την πιο σκληρή διάταξη όλου του νομοσχεδίου, την αύξηση από 50 σε 100 των ημερών ασφάλισης που απαιτούνται για να έχει κάποιος δικαίωμα στην περίθαλψη, με την οποία πλήττονται εκατοντάδες χιλιάδες περιστασιακά απασχολούμενοι που δύσκολα συμπληρώνουν εκατό μεροκάματα τον χρόνο. Ύστερα από όλα αυτά, πόσο αξιόπιστη μπορεί να κριθεί η δημιουργία, από τώρα μέχρι το 2019, του περιβόητου Ταμείου Αλληλεγγύης των Γενεών από μία κυβέρνηση που δεν είναι σε θέση ούτε καν τριετείς προϋπολογισμούς με στόχους για τον προγραμματισμό των δαπανών να καταρτίσει, που διαρκώς συσκοτίζει τα δημόσια οικονομικά για να πουλάει ανεύθυνα μειώσεις φόρων εισοδήματος και κερδών, όταν ετοιμάζει αυξήσεις του ΦΠΑ εις βάρος των ασθενέστερων στο όνομα αυτού του Ταμείου, από τη μόνη κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν διαθέτει μακροχρόνιες προβλέψεις για το κόστος των συντάξεων και την περίθαλψη των ηλικιωμένων; Καθόλου, απαντούν μια σειρά κλάδοι εργαζομένων και κλιμακώνουν τις απεργίες τους.

Εδώ ωστόσο τίθεται ένα πρόβλημα. Κατά των απεργών της ΔΕΗ και της Τραπέζης της Ελλάδος, που μπορούν να παραλύουν σε εθνική κλίμακα την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, ή τις εσωτερικές και διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές της χώρας, έχουν επιστρατευθεί άφθονοι προπαγανδιστές τις τελευταίες μέρες. Είναι αλήθεια ότι στις μονοπωλιακές συνθήκες που επικρατούσαν γι΄ αυτούς τους εργαζόμενους διαμορφώθηκαν ιστορικά ιδιαίτερα ευνοϊκά ασφαλιστικά καθεστώτα και ισχυρά συνδικάτα. Σε διαφορετικούς βαθμούς αυτό ίσχυσε ευρύτερα στον δημόσιο τομέα και στις τράπεζες. Αντίστοιχα συνδικαλιστικά όπλα δεν έχει η πλειονότητα των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Είναι επίσης αλήθεια ότι ασφαλιστική μεταρρύθμιση με διατήρηση όλων των προνομίων δεν γίνεται. Ωραία ακούγεται η άρνηση της εξίσωσης προς τα κάτω, αλλά κάλυψη της διαφοράς από τον προϋπολογισμό είναι ανεφάρμοστη, ήδη λείπουν πόροι για την παιδεία, το περιβάλλον, την ανάπτυξη. Πριν απ΄ όλα χρειαζόμαστε μια δημόσια συζήτηση για την κατανομή των πόρων και για την αύξησή τους.

Εκτύπωση στις: 2024-04-20
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=2449