Αρχική | Εκτύπωσε ή Αποθήκευσε ως PDF | Αποθήκευσε ως WORD | Αποθήκευσε ως HTML

Η επένδυση στη γνώση κάνει καλό στους νέους;

Λευτέρης, Παπαγιαννάκης

Ελευθεροτυπία, 2008-03-24


Η συγκριτικά υψηλή ανεργία, που θίγει ακόμα περισσότερο τις γυναίκες και τους νέους, αναγνωρίζεται ως μείζον ζήτημα απ’ όλα τα ρεύματα επιστημονικής, κοινωνικής και πολιτικής σκέψης και δράσης. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο για μια ιδιαίτερη, αλλά πολύ σοβαρή διάσταση του όλου ζητήματος. Το γεγονός δηλαδή ότι η (υψηλή) ανεργία των νέων (25-29 ετών) θίγει περισσότερο τους κατά τεκμήριο ειδικευμένους και λιγότερο τους ανειδίκευτους.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ, σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η ανεργία πλήττει κυρίως τους ανειδίκευτους νέους και λιγότερο τους ειδικευμένους, δηλαδή η επένδυση στη γνώση και η βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου μειώνουν τον κίνδυνο της ανεργίας των νέων. Και έτσι είναι λογικό να συμβαίνει, άλλωστε, στο βαθμό που οι χώρες αυτές κινούνται προς την κοινωνία και οικονομία της γνώσης και προς μορφές ανταγωνισμού και ανάπτυξης που στηρίζονται, όχι πια στο χαμηλό κόστος, αλλά στη γνώση.

Πώς μπορεί να εξηγηθεί το ελληνικό παράδοξο; Φταίει η προσφορά, δηλαδή το Πανεπιστήμιο και γενικότερα το όλο σύστημα που «παράγει» πτυχία; Φταίει η ζήτηση, δηλαδή οι επιχειρηματικοί και οι λοιποί φορείς που διαμορφώνουν άμεσα ή έμμεσα τη ζήτηση ειδικοτήτων στην αγορά εργασίας; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το ζήτημα έχει μεγάλο θεωρητικό, αλλά και πολιτικό ενδιαφέρον.

Κάποιοι σπεύδουν να συνδέσουν την υψηλή ανεργία των πτυχιούχων με τον δήθεν μεγάλο αριθμό των πτυχίων, αναποδογυρίζοντας έτσι την πραγματικότητα. Η μεγάλη ανεργία των πτυχιούχων δεν σημαίνει ότι οι πτυχιούχοι είναι πολλοί. Αντιθέτως, από τους «τριαντάρηδες», ακόμα (αλλά όχι για πολύ) μόνον ο 1 στους 4 έχει πτυχίο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η αναλογία αυτή είναι περίπου διπλάσια στις πλέον προηγμένες χώρες· και όμως, η ανεργία των πτυχιούχων είναι μικρή και, πάντως, μικρότερη από τους μη πτυχιούχους.

Αλλοι πάλι καταφεύγουν στη δήθεν αναντιστοιχία των προσφερόμενων ειδικοτήτων, σε σχέση με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, αναποδογυρίζοντας επίσης την πραγματικότητα. Η μεγάλη ασάφεια του όρου επιτρέπει όντως την απολογητική και ταυτολογική χρήση του. Καμία, όμως, από τις έρευνες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια δεν εντοπίζει ουσιώδες πρόβλημα αντιστοιχίας ανάμεσα στις ειδικότητες που αναζητούν οι επιχειρήσεις και σε αυτές που προσφέρονται από τα Πανεπιστήμια.

Αλλά δεν χρειάζονται μελέτες αν εμπιστευτούμε την κοινή λογική. Γιατί, αν όντως υπήρχε έλλειμμα αντιστοιχίας των ειδικοτήτων, τότε (α) το έλλειμμα αυτό θα είχε μεταφραστεί σε «μήνυμα» της αγοράς, (β) οι χιλιάδες νέοι που σπουδάζουν στο εξωτερικό θα είχαν πάρει το μήνυμα και θα κάλυπταν το κενό και (γ) κατά την επιστροφή τους θα είχαν προφανώς πολύ καλύτερη υποδοχή στην αγορά εργασίας (γρήγορη επαγγελματική αποκατάσταση, καλύτερες αμοιβές κ.λπ.), σε σύγκριση με τους «μειονεκτούντες» πτυχιούχους εσωτερικού.

Αυτή η εύλογη υπόθεση εργασίας έχει ελεγχθεί συστηματικά για τον χώρο των μηχανικών, με βάση τις έρευνες του ΤΕΕ. Και το συμπέρασμα είναι εξόχως ενδιαφέρον. Οι νέοι μηχανικοί πτυχιούχοι εξωτερικού έχουν σπουδάσει κυρίως σε βρετανικά Πολυτεχνεία, που διακρίνονται για τον έντονο προσανατολισμό τους στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Οι μηχανικοί λοιπόν πτυχιούχοι εξωτερικού όντως αισθάνονται καλύτερα προετοιμασμένοι για τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, όχι στο επιστημονικό επίπεδο, αλλά στις συμπληρωματικές τεχνικές ή μη γνώσεις και δεξιότητες που αποκτούν κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Παρά ταύτα όμως, η αγορά εργασίας δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται, ούτε να αναγνωρίζει αυτή την (πολύτιμη υποτίθεται) διαφορετικότητα. Οι νέοι πτυχιούχοι εξωτερικού απορροφώνται με την ίδια ταχύτητα, αντιμετωπίζουν την ίδια ανεργία και τις ίδιες αμοιβές με τους πτυχιούχους εσωτερικού.

Δήθεν υπερ-προσφορά πτυχίων, δήθεν αναντιστοιχία ειδικοτήτων. Εωλα επιχειρήματα, που θεμελιώνονται σε όντως πραγματικά προβλήματα, αλλά δεν συνιστούν τον ουσιώδη μηχανισμό ερμηνείας της δύσκολης σχέσης του Πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας. Αντιθέτως, συσκοτίζουν το μείζον. Το γεγονός δηλαδή ότι η ζήτηση των πτυχίων είναι ανεπαρκής ποσοτικά και προβληματική ποιοτικά.

Δεν μπορεί να διαφεύγει την προσοχή μας ότι οι επιχειρήσεις της χώρας είναι προσκολλημένες στη στρατηγική του φτηνού κόστους και επομένως στην ανειδίκευτη εργασία. Η πλειονότητα του επιχειρηματικού δυναμικού της χώρας (με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις) δεν αναζητάει τη γνώση και την καινοτομία και δεν δαπανάει γι’ αυτόν τον σκοπό. Η τυπική μικρομεσαία επιχείρηση δεν ψάχνεται και δεν ψάχνει η ίδια, δεν συνεργάζεται με άλλες επιχειρήσεις, ούτε με τα Πανεπιστήμια ή τα ερευνητικά κέντρα. Αδιαφορεί για την ανάγκη συνεχούς κατάρτισης και αναβάθμισης του προσωπικού της, προτιμάει την ευελιξία της συγκυριακής απασχόλησης, δεν προσλαμβάνει πτυχιούχους ή όταν το κάνει, δεν τους αξιοποιεί. Δεν προωθεί ή ακυρώνει στην πράξη κάθε γνωστό μηχανισμό που δημιουργεί εσωτερικό ανθρώπινο κεφάλαιο με δυναμικές ικανότητες, αναγκαία προϋπόθεση για όποιον επιθυμεί να απορροφήσει νέα γνώση και να τη μετουσιώσει σε καινοτομία και σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Το σφυροκόπημα των Πανεπιστημίων είναι θεσμικά εύκολο και επικοινωνιακά «πιασάρικο». Επιπλέον, συνιστά ένα καλό άλλοθι για πολλούς από τους διαμορφωτές των (ιδιωτικών και δημόσιων) πολιτικών, που επιχειρούν να αποφύγουν τις ευθύνες τους για την εξέλιξη των πραγμάτων. Δεν συμβάλλει καθόλου, όμως, στην κατανόηση και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που αφορούν τους νέους ανθρώπους και συνδέονται με τη μακροχρόνια κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας.


Εκτύπωση στις: 2024-04-25
Από την ιστοσελίδα: Ανανεωτική
http://www.ananeotiki.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=2474